- Γαλλία
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας
Έκταση: 547.030 τ.χλμ
Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000)
Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, στα ΒΑ με τη Γερμανία και στα Δ με την Ελβετία, την Ιταλία και το Μονακό, ενώ βρέχεται στα Δ από τη θάλασσα της Μάγχης και τον Ατλαντικό ωκεανό και στα Ν από τη Μεσόγειο θάλασσα.Σημαντικό τμήμα των γαλλικών συνόρων καθορίζεται καθαρά από τη φυσική γεωγραφία. Περίπου 3.100 χλμ. καταλαμβάνουν οι μεσογειακές και ατλαντικές ακτές, ενώ λίγο περισσότερο από 2.000 χλμ. αριθμεί συνολικά η λωρίδα των χερσαίων συνόρων, σημαντικό μέρος της οποίας καταλαμβάνουν τα Πυρηναία και οι Άλπεις. Στα ΒΑ, ο ρους του Ρήνου δεν αποτέλεσε ποτέ αξιοσημείωτο παράγοντα εθνικής διαφοροποίησης, μολονότι το τμήμα αυτό των συνόρων έχει γνωρίσει τις μεγαλύτερες περιπέτειες στηνιστορία. Τα αλπικά σύνορα με την Ιταλία δεν ακολουθούν παντού την κορυφογραμμή, ενώ η κορυφή του Μον-Ντολάν αποτελεί την αρχή της ακανόνιστης στο σύνολό της μεθορίου με την Ελβετική Ομοσπονδία (η οποία χαράχτηκε το 1815). Βορειότερα, τη μεθόριο αποτελεί ο Ιούρας και ο ρους του ποταμού Ντου. Τα πυρηναϊκά σύνορα οροθετεί η κορυφογραμμή της οροσειράς.Η Γ. διαιρείται σε 22 διοικητικά διαμερίσματα, τα οποία με τη σειρά τους περιλαμβάνουν 96 μητροπολιτικούς νομούς (dιpartements). Στο κράτος συμπεριλαμβάνονται και οι υπερπόντιοι νομοί (Μαρτινίκας, Γουαδελούπης, Γαλλικής Γουιάνας και Ρεϊνιόν), τα υπερπόντια εδάφη της Γαλλικής Πολυνησίας, της Νέας Καληδονίας και των νήσων Γουόλις και Φουτούνα, τα εδάφη του νότιου ημισφαιρίου και της Ανταρκτικής, καθώς και οι περιοχές Άγιος Πέτρος και Μικελόν και Μαγιότ.Ο πληθυσμός αποτελείται από γηγενείς Γάλλους κατά 94%. Το υπόλοιπο 6% διαμοιράζεται σε Βορειοαφρικανούς (κυρίως Τυνήσιους, Μαροκινούς και Αλγερινούς), Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιταλούς και Τούρκους. Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η γαλλική, που ομιλείται σχεδόν από το σύνολο του πληθυσμού. Επιπλέον, ομιλούνται διάφορες τοπικές διάλεκτοι σε ορισμένες περιοχές, όπως η καταλανική και η βασκική στην περιοχή των Πυρηναίων, η φλαμανδική στη Φλάνδρα και η αλσατική (γερμανική διάλεκτος) στην περιοχή της Αλσατίας.Πολίτευμα της Γ. είναι η δημοκρατία, προεδρικού τύπου. Το σύνταγμα της Πέμπτης Δημοκρατίας (4 Οκτωβρίου 1958) καθιέρωσε την υπεροχή της εκτελεστικής εξουσίας επί της νομοθετικής. Τη νομοθετική εξουσία ασκούν η εθνοσυνέλευση, αποτελούμενη από 577 μέλη εκλεγόμενα για μία πενταετία με άμεση καθολική ψηφοφορία (με μονοεδρικό σύστημα) και η γερουσία με 321 μέλη, που εκλέγονται με έμμεση ψηφοφορία για περίοδο 9 ετών με μερική ανανέωση του ενός τρίτου κάθε τρία χρόνια. Τα 555 μέλη της εθνοσυνέλευσης εκλέγονται από τη μητροπολιτική Γ. και τα 22 από τις υπερπόντιες κτήσεις. Στη γερουσία, οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 296 και 13, ενώ άλλοι 12 γερουσιαστές εκλέγονται από τους Γάλλους της διασποράς. Το κοινοβούλιο (εθνοσυνέλευση και γερουσία) συνέρχεται σε τακτική σύνοδο δύο φορές τον χρόνο. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο πρόεδρος της δημοκρατίας και η κυβέρνηση, η οποία είναι υπεύθυνη απέναντι στο κοινοβούλιο. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ύστερα από τροποποίηση του συντάγματος (1962), εκλέγεται με καθολική και άμεση ψηφοφορία για μία επταετία. Διορίζει τον πρωθυπουργό, προεδρεύει του υπουργικού συμβουλίου και της Γαλλικής Κοινότητας, είναι αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και διαπραγματεύεται και επικυρώνει τις συνθήκες με τις ξένες δυνάμεις. Συμβουλευτικά όργανα είναι το οικονομικό και κοινωνικό συμβούλιο, που αποτελείται από 205 μέλη, το συνταγματικό συμβούλιο, που αποτελείται από 9 μέλη με θητεία 9 ετών, και επιπλέον από τους τέως προέδρους της δημοκρατίας με ισόβια θητεία.
Σύμφωνα με τον νόμο περί αποκέντρωσης (1982) οι διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες που ανήκαν στην κεντρική κυβέρνηση παραχωρήθηκαν στα τοπικά εκλεγμένα συμβούλια (conseils gιnιraux) και στα περιφερειακά συμβούλια (conseils rιgiοnaux). Ειδικό καθεστώς παραχωρήθηκε στην Κορσική, η οποία ανήκει στο γαλλικό μητροπολιτικό έδαφος από το 1789• η Κορσική αποτελεί ιδιαίτερο νομό και έχει πλέον το δικό της κοινοβούλιο.
Οι σχέσεις της μητροπολιτικής Γ. με τα άλλα εδάφη της καθορίζονται από τη Γαλλική Κοινότητα και τους θεσμούς της. Έτσι ονομάζεται η κοινοπολιτεία της μητροπολιτικής Γ. με τις υπερπόντιες κτήσεις, τις νυν αποικίες της, αλλά και κάποιες πρώην αποικίες οι οποίες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους αλλά παρέμειναν συνδεδεμένες με τη μητρόπολη, κατά το βρετανικό πρότυπο. Το σύνταγμα που εγκρίθηκε με το δημοψήφισμα της 28ης Σεπτεμβρίου 1958 έδινε αρχικά στις αποικίες τρεις επιλογές: είτε τη διατήρηση του καθεστώτος των υπερπόντιων εδαφών είτε τη μετατροπή τους σε υπερπόντιους νομούς είτε τέλος την υπαγωγή τους, μεμονωμένα ή οργανωμένα σε ομάδες μαζί με άλλα εδάφη, στο καθεστώς του κράτους-μέλους της Γαλλικής Κοινότητας. Με τον μετέπειτα συνταγματικό νόμο της 4ης Ιουνίου 1960 παραχωρήθηκε στα μέλη της Κοινότητας η δυνατότητα να γίνουν ανεξάρτητες δημοκρατίες, παραμένοντας στην Κοινότητα σε συμβατικά καθορισμένη βάση. Από τη δυνατότητα αυτή επωφελήθηκαν 11 αφρικανικές χώρες και η Μαδαγασκάρη. Νωρίτερα, στις τρεις αυτές επιλογές του συντάγματος του 1958 είχε αντιδράσει εντελώς αρνητικά η Γουινέα, που αποξενώθηκε έτσι από την Κοινότητα, ενώ η Αλγερία, ύστερα από μακροχρόνιο ένοπλο αγώνα, πέτυχε πλήρη ανεξαρτησία το 1962. Ξεχωριστό καθεστώς –γαλλοβρετανική συγκυριαρχία– είχαν οι Νέες Εβρίδες μέχρι να γίνουν ανεξάρτητο κράτος (Βανουάτου). Η Γ. διατηρεί ειδικές σχέσεις με την Ακτή του Ελεφαντοστού, την Μπουρκίνα Φάσο, τη Μαυριτανία, τη Δημοκρατία του Νίγηρα και το Καμερούν, όλα πρώην γαλλικά εδάφη. Υπάρχουν σχέσεις συνεργασίας, σε διάφορους τομείς, με τη Δημοκρατία του Μάλι και μια ειδική σύμβαση μεταξύ Γ. και Τόγκο. Στενές είναι επίσης οι οικονομικές σχέσεις με την Αλγερία, που ρυθμίζονται με τις συμφωνίες του Εβιάν, καθώς και με το Μαρόκο.
Η Γαλλική Κοινότητα έχει για όργανα το εκτελεστικό συμβούλιο (που αποτελείται από τον πρωθυπουργό, τους αρχηγούς των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και τους υπουργούς των κοινών υποθέσεων, δηλαδή τους υπουργούς στους οποίους ο πρόεδρος της Κοινότητας έχει εμπιστευτεί τη διαχείριση των κοινών), τη γερουσία της Κοινότητας (που αποτελείται από εκπροσώπους του γαλλικού κοινοβουλίου και των νομοθετικών σωμάτων των υπόλοιπων κρατών-μελών) και ένα διαιτητικό δικαστήριο.Μετά το σύνταγμα της Πέμπτης Δημοκρατίας, πολλά από τα μικρά ανεξάρτητα κόμματα που υπήρχαν μέχρι τότε οδηγήθηκαν σε συνεργασίες και συνασπισμούς. Δύο κεντροδεξιοί σχηματισμοί, ο Αγώνας για τη Δημοκρατία (RΡR) και η Ένωση για τη Γαλλική Δημοκρατία (UDF), καθώς και δύο αριστερά κινήματα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΡS) και το Γαλλικό Κομουνιστικό Κόμμα (ΡCF) ήταν οι ισχυρότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας από το 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ σημαντικό ρόλο στην κυβέρνηση συνασπισμού του 1997 έπαιξε και το Κόμμα των Πράσινων. Στις προεδρικές εκλογές του 2002, πέρα από τον κεντροδεξιό συνασπισμό του προέδρου Ζακ Σιράκ, αναδείχθηκε ισχυρό και το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο, αν και δεν κέρδισε έδρες στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2002 που ακολούθησαν. Πρόεδρος της Γ. είναι από το 1995 ο Ζακ Σιράκ, που επανεξελέγη τον Μάιο του 2002, και πρωθυπουργός ο Ζαν-Πιερ Ραφαρέν από το 2002.Η δικαιοσύνη απονέμεται στις αστικές υποθέσεις από 471 δικαστήρια (από τα οποία 10 εδρεύουν στους υπερπόντιους νομούς), τα μονομελή tribunaux d’ instance, αντίστοιχα με τα δικά μας ειρηνοδικεία, και τα tribunaux de grand instance (181 στη Γ. και 6 στους υπερπόντιους νομούς), αντίστοιχα με τα δικά μας πρωτοδικεία. Τα εφετεία είναι 28 στη Γ. και 3 στους υπερπόντιους νομούς. Στις ποινικές υποθέσεις, οι μικρές παραβάσεις είναι της αρμοδιότητας των αστυνομικών δικαστηρίων, ενώ οι πιο σοβαρές εκδικάζονται από τα πλημμελειοδικεία. Τα ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα εκδικάζονται από τα κακουργιοδικεία, που είναι ένα ανά νομό. Αυτά αποτελούνται από τον πρόεδρο, δύο εφέτες και εννέα αιρετούς λαϊκούς δικαστές (ενόρκους). Οι αποφάσεις που εκδίδουν τα εφετεία και τα κακουργιοδικεία είναι τελεσίδικες. Το ακυρωτικό δικαστήριο (Άρειος Πάγος) μπορεί να τις ακυρώσει λόγω πλάνης, κατά την ερμηνεία του νόμου ή για μη τήρηση της δικονομίας. Για τις εμπορικές διαφορές αρμόδια είναι τα εμποροδικεία, που αποτελούνται από δικαστές εκλεγμένους από τους εμπόρους και τους βιομηχάνους, ενώ για τις εργατικές διαφορές αρμόδια είναι τα διαιτητικά δικαστήρια.. Το γαλλικό κράτος από το 1905 έπαψε να στηρίζει οικονομικά τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατόπιν λαϊκής απαίτησης. Έτσι, σήμερα δεν αναγνωρίζει επίσημη θρησκεία και εξασφαλίζει απόλυτη ελευθερία στη λατρεία. Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα του πληθυσμού είναι ρωμαιοκαθολικοί, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%. Υπάρχουν επίσης μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Αρμένιοι, προτεστάντες κ.ά.
Από εκκλησιαστικής πλευράς, η χώρα διαιρείται σε επαρχίες (17) και επισκοπές, με περίπου εκατό αρχιεπισκόπους και επισκόπους, ανάμεσα στους οποίους και επτά καρδινάλιοι. Πριμάτος της Γ. είναι ο αρχιεπίσκοπος της Λιόν. Σε ό,τι αφορά τους ορθόδοξους χριστιανούς, δραστηριοποιείται στη χώρα η Ιερά Μητρόπολη Γαλλίας (βλ. λ.).Η Γ. χωρίζεται σε 25 εκπαιδευτικές περιφέρειες, οι οποίες έχουν την ευθύνη για την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική από 6 έως 16 ετών. Το ποσοστό αναλφαβητισμού στη χώρα είναι 1,2%. Το 1980 και το 1986, δύο εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις άλλαξαν σημαντικά το περιεχόμενο των σπουδών αλλά και την οικονομική ευθύνη για τη λειτουργία των σχολείων, ενώ μέσα στη δεκαετία του 1990 υπήρξε πανεπιστημιακή αναδιάρθρωση, με αποτέλεσμα ο αριθμός των πανεπιστημίων να αυξηθεί από 23 σε 70.
Η στοιχειώδης εκπαίδευση στη Γ. περιλαμβάνει τα νηπιαγωγεία (φοίτηση από δύο έως πέντε ετών) και τα δημοτικά σχολεία, στα οποία η φοίτηση είναι υποχρεωτική για παιδιά ηλικίας 6 έως 11 ετών. Η μέση εκπαίδευση περιλαμβάνει δύο κύκλους σπουδών. Ο πρώτος, που είναι τετραετής, γίνεται στα κλασικά και σύγχρονα λύκεια, τα λεγόμενα Collèges d’ Εnseignement Secondaire ή Collèges d’ Εnseignement Général. Ο ένας κλάδος του δεύτερου κύκλου των κλασικών σύγχρονων ή τεχνικών λυκείων, ο λεγόμενος μακρύς, είναι τριετής και στο τέλος της φοίτησης ο μαθητής παίρνει το baccalauréat (αντίστοιχο με το δικό μας απολυτήριο γυμνασίου). Ο άλλος κλάδος του δεύτερου κύκλου (βραχύς) προβλέπει μια επαγγελματική εκπαίδευση τριών, δύο ή ενός έτους στα κολέγια τεχνικής εκπαίδευσης (Collèges d’ Εnseignement Τechnique). Η ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται από κρατικά πανεπιστήμια και ιδιωτικούς φορείς. Για την εγγραφή στα πανεπιστήμια είναι απαραίτητο το baccalauréat. Ο πρώτος πανεπιστημιακός τίτλος (licence, όπως λέγεται) απονέμεται ύστερα από τριετή φοίτηση· το πτυχίο (maîtrise) και το διδακτορικό δίπλωμα μετά από τέσσερα και πέντε χρόνια αντίστοιχα. Οι μεγάλες σχολές (Grandes Écoles), οι οποίες έχουν μεγάλο γόητρο και λειτουργούν παράλληλα με το πανεπιστήμιο, δέχονται τους σπουδαστές ύστερα από ειδικές εξετάσεις. Στις σχολές αυτές καταρτίζονται τα δημοσιοϋπαλληλικά και διπλωματικά στελέχη. Ειδικά μαθήματα παρέχονται παντού για τους ξένους σπουδαστές με τελικές εξετάσεις και διπλώματα. Ανάμεσα στις άλλες σχολές ανώτερης ή τεχνικής εκπαίδευσης είναι η στρατιωτική σχολή του Σεν-Σιρ, η σχολή πυροβολικού του Φοντενεμπλό, η ναυτική σχολή της Βρέστης, η μεταλλειολογική σχολή του Σεντ-Ετιέν, η ανώτατη σχολή εμπορικών σπουδών και η Αποικιακή Σχολή του Παρισιού. Μεταπολεμικά, από το 1945 έως το 1960, ιδρύθηκαν το Εθνικό Ίδρυμα Πυρηνικής Επιστήμης και Τεχνικής, που οργανώνει τεχνικά μαθήματα υψηλής εξειδίκευσης και τα τέσσερα κέντρα πυρηνικών ερευνών της Κανταράς, της Φοντενέ-ο-Ροζ, της Γκρενόμπλ και της Σακλέ, που είναι όλα εφοδιασμένα με αντιδραστήρες. Το κέντρο της Γκρενόμπλ συνεργάζεται με τα πανεπιστήμια, τα οποία κατατοπίζονται έτσι άμεσα για τις προόδους της πυρηνικής επιστήμης.Οι αμυντικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν μεγάλο ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού (2,8%). Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι δαπάνες για τον πυρηνικό εξοπλισμό. Η Γ. διαθέτει στρατό ξηράς, ναυτικό και αεροπορία, με σύγχρονο εξοπλισμό, καθώς και πυρηνικό οπλοστάσιο. Η πρώτη ατομική δοκιμή έγινε στις 13 Φεβρουαρίου 1960. Οι δοκιμές της περιόδου 1995-96 προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις και προβλήματα στις σχέσεις της Γ. με πολλές χώρες (βλ. λ. Αυστραλία). Αξιόλογος αριθμός καταδιωκτικών βομβαρδιστικών Μιράζ, γαλλικής κατασκευής, βρίσκεται στη διάθεση της στρατιωτικής αεροπορίας για τη μεταφορά πυρηνικών φορτίων. Η λεγόμενη δύναμη κρούσεως θεωρείται απαραίτητη για την εξωτερική ασφάλεια της χώρας. Οι δυνάμεις ελιγμού, το καθαυτό μαχητικό σώμα, εφοδιασμένο με τα πιο σύγχρονα συμβατικά όπλα, και οι δυνάμεις εδάφους συμπληρώνουν την εικόνα των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων. Παρότι η Γ. είναι μέλος του ΝΑΤΟ, έχει αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας από τον Οκτώβριο του 1966, και οι προσπάθειες επανένταξής της τον Ιούλιο του 1997 δεν είχαν αποτέλεσμα. Η υποχρεωτική κατάταξη για στρατιωτική θητεία σταμάτησε τον Ιούνιο του 2002. Μέχρι τότε, ξεκινούσε από την ηλικία των 19 ετών και διαρκούσε 10 μήνες. Υπεύθυνο για τη στρατιωτική πολιτική είναι το ανώτατο συμβούλιο άμυνας, στο οποίο προεδρεύει ο πρόεδρος της γαλλικής δημοκρατίας.Η Γ. έχει πολύ ανεπτυγμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες εργαζομένων και τις οικογένειές τους. Η ασφάλιση ασθενείας παρέχεται σε όλους τους μισθωτούς, ανεξάρτητα από το ύψος του μισθού τους, στις συζύγους και στα παιδιά, στους ανιόντες και κατιόντες ή άλλους συγγενείς που διαμένουν μόνιμα στην οικογένεια. Σε περίπτωση ασθένειας, οι χορηγήσεις σε είδος δίνονται χωρίς χρονικούς περιορισμούς, ενώ οι χορηγήσεις σε χρήμα για διάστημα το πολύ τριών ετών. Για την ασφάλιση αναπηρίας η χορήγηση ποικίλλει από 30% έως 50% του μέσου μισθού της τελευταίας δεκαετίας. Υπεύθυνο όργανο για τον έλεγχο της κοινωνικής πρόνοιας είναι η Διοίκηση Κοινωνικής Ασφάλισης.
Τα κυριότερα εργατικά συνδικάτα της Γ. είναι η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών (CGT) που συνδέεται με το κομουνιστικό κόμμα, η Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργατών, που συνδέεται με την Καθολική Εκκλησία, και η Σοσιαλιστική Εργατική Δύναμη. Όλα τα βασικά συνδικαλιστικά δικαιώματα αναγνωρίζονται και προστατεύονται από τον νόμο. Νόμιμη είναι και η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων.Η εδαφική έκταση της Γ. αντιστοιχεί κατά το μεγαλύτερο μέρος στη ζώνη εντοπισμού του μεγάλου βαρεβωνικού γεωσύγκλινου. Η έναρξη μιας ορεογενετικής δραστηριότητας στο γεωσύγκλινο εκδηλώθηκε ήδη κατά τα τέλη του σιλούριου και διέσχισε την περιοχή των Αρδενών, αλλά μόνο κατά τέλη του δεβόνιου και καθ’ όλο το λιθανθρακοφόρο οι κινήσεις του φλοιού έφτασαν στον παροξυσμό τους (ερκυνική ορεογένεση) και προκάλεσαν την ανάδυση των μεγάλων ορεινών αλυσίδων της μέσης Ευρώπης, που στη Γ. αντιστοιχούν με το σύστημα της Αρμορικής, τον Κεντρικό Ορεινό Όγκο, τα Βόσγια, τις Αρδένες με τις εσωτερικές τους λεκάνες και τα βαθύπεδά τους.
Το κλίμα, κατά την περίοδο αυτή, ήταν θερμό και υγρό και στις εσωτερικές λεκάνες εναποτέθηκαν φυτικές συσσωρεύσεις, που επρόκειτο να μεταμορφωθούν αργότερα σε πλούσια κοιτάσματα γαιανθράκων. Κατά το τριάσιο (κατώτερο μεσοζωικό) το έδαφος που είχε αναδυθεί, εκτεθειμένο σε ένα δροσερό και ξηρό κλίμα και απογυμνωμένο από την επιφανειακή διάβρωση, μεταβλήθηκε σε μια άγονη ερημική έκταση, διάσπαρτη από τενάγη, έως ότου κατά το ιουράσιο η θάλασσα το κάλυψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Έμειναν μόνο έξω από τα νερά ο Κεντρικός Ορεινός Όγκος και οι Αρδένες, ενώ σχηματίστηκαν με εγκατακρημνίσεις μερικές μεγάλες λεκάνες: του Παρισιού, της Ακουιτανίας και του Ροδανού. Η αλπική ορεογένεση συμπεριέλαβε και το γαλλικό έδαφος κατά το τριτογενές: ενώ εμφανίστηκαν τα Πυρηναία, οι Προβηγκιανές οροσειρές (ανώτερο ηώκαινο) και οι Άλπεις (ολιγόκαινο), διαπιστώθηκαν θεαματικές κινήσεις του φλοιού στο υπόλοιπο έδαφος. Οι κάθετες μετατοπίσεις ανανέωσαν μέρος του ερκυνικού ανάγλυφου, ενώ αναδύθηκε η Παρισινή Λεκάνη, σχηματίστηκε η μεγάλη αύλακα του Ροδανού (που κατακλύστηκε και πάλι από τη θάλασσα κατά το πλειόκαινο) και άρχισε μια ηφαιστειακή φάση που περιέλαβε τον Κεντρικό Ορεινό Όγκο.
Κατά το τεταρτογενές, η παγετωνική επέκταση, θεαματική στο αλπικό σύστημα, παρουσίασε εκδηλώσεις περιορισμένες τοπικά στα Πυρηναία, στα Βόσγια και στον Κεντρικό Ορεινό Όγκο, ενώ η εναλλαγή της ανόδου και καθόδου της στάθμης της θάλασσας προκάλεσε την οριστική διαμόρφωση της ΒΔ ζώνης και την καταβύθιση των παράκτιων τμημάτων με σχηματισμούς των ακτών σε ρίας.Το έδαφος της Γ., το πιο εκτεταμένο της δυτικής Ευρώπης, παρουσιάζει ακριβώς γι’ αυτήν του την ευρύτητα πολλές διαφορές από τόπο σε τόπο. Αρχίζοντας από τις ακτές, η μορφολογική τυπολογία περιλαμβάνει τις falaises της Μάγχης, τους επιμήκεις κόλπους της Βρετάνης, τα παράκτια τέλματα του κόλπου του Λέοντος και τελειώνει στις οδοντώσεις της Κυανής Ακτής. Στο νότιο και ΝΑ τμήμα βρίσκονται οι τυπικά ορεινές περιοχές των Πυρηναίων και των Άλπεων. Στα πρώτα, η προσπέλαση είναι δύσκολη, αλλά οι δεύτερες, ευνοημένες από εξαιρετικές συγκοινωνιακές αρτηρίες, προσφέρονται για εντατική δραστηριότητα.
Απέναντι στον επιβλητικό όγκο των δύο μεγάλων οροσειρών υψώνονται τα τριτογενή ανάγλυφα του Ιούρα, σχετικά μέτριου ύψους, και τα συγκροτήματα των αρχικών εδαφικών αναγλύφων του Κεντρικού Ορεινού Όγκου, των Βοσγίων, των Αρδενών και, προς τα ΒΔ, του συστήματος της Αρμορικής, διαμορφωμένα από εσωγενείς παράγοντες σε απαλά και σχεδόν επίπεδα σχήματα.
Η διάταξη του εδαφικού αναγλύφου μαρτυρεί τη δομή, αρκετά ομοιογενή άλλωστε, του υδρογραφικού δικτύου, που εκτείνεται σαν βεντάλια στις πεδινές εκτάσεις του βόρειου και δυτικού τμήματος, με τους ατλαντικούς ποταμόκολπους, όπου υπάρχουν τα μεγάλα λιμάνια. Από τα χαρακτηριστικά αυτά έχει αποσπαστεί μόνο ο Ροδανός, ο μοναδικός σπουδαίος μεσογειακός ποταμός (στην κλειστή αυτή θάλασσα σχηματίζει ένα ευρύ δέλτα) αλπικής προέλευσης. Οι πεδιάδες, τέλος, παρουσιάζουν όψεις καθαρά διαφοροποιημένες, από τη βόρεια, εκτεταμένη και εντατικά εκβιομηχανισμένη περιοχή μεταξύ του Λουάρ (Λίγηρας) και των γαλλο-βελγικών συνόρων, έως τη λεκάνη της Ακουιτανίας, λιγότερο πυκνοκατοικημένη και κατά μεγάλο μέρος αγροτική.
Οι εδαφικές δονήσεις έχουν επιδράσει αποφασιστικά στη διαμόρφωση του γαλλικού εδάφους, κάτι που αντικατοπτρίζεται στα χαρακτηριστικά της σημερινής ορεογραφίας, η οποία ποσοτικά εμφανίζει το 45% της συνολικής επιφάνειας κάτω του ισοϋψούς των 200 μ., το 45% μεταξύ 200 και 800 μ. και, τέλος, το 10% άνω του ισοϋψούς των 800 μ. Οι πεδιάδες, περιορισμένες σε τμήματα που πλαισιώνονται από τους αρχαίους ορεινούς όγκους (η Λαντ της Γασκόνης είναι το πιο εκτεταμένο παράδειγμα), καταλαμβάνουν πολύ μικρή έκταση, μολονότι το μέσο ύψος του γαλλικού εδάφους είναι μόνο 342 μ.
Ανάμεσα στους ορεινούς όγκους ανοίγουν πλατιές δίοδοι, αληθινές φυσικές διέξοδοι για τις συγκοινωνίες, όπως η δίοδος του Πουατού, της Λοραγκέ και της διώρυγας του Ροδανού, η Πύλη της Βουργουνδίας μεταξύ Βοσγίων και Ιούρα, η δίοδος της Λορένης, μεταξύ των Βοσγίων και του υψιπέδου της Λάνγκερ, η δίοδος του Βερμαντουά μεταξύ των Αρδενών και των απαλών κυματοειδών εξάρσεων του Αρτουά. Τα Πυρηναία έχουν την εμφάνιση μιας μακριάς ράχης (450 χλμ.), συμπαγούς και με ομοιόμορφο ύψος, με λίγες στενοποριές και βαθιές εγκάρσιες διόδους, που ανοίγουν σαν βεντάλια προς την Ακουιτανία.
Οι γαλλικές Άλπεις, που εκτείνονται περίπου σε μήκος 300 χλμ., αποτελούν ένα περίπλοκο σύστημα, με μια κεντρική αλυσίδα, που έχει τραχιά εμφάνιση και κατέρχεται υψομετρικά από Β προς Ν, αλλά διασχίζεται από πολλά περάσματα (Μικρού Αγίου Βερνάρδου, Σενί, Φρεζίς, Μονζενέβρ, Μαντλέν). Μια σειρά από διαμήκεις διόδους, χωρισμένες από αυχένες αρκετού πλάτους και εύκολους στη διάβαση, γνωστή με την ονομασία Sillon Αlpin (αλπική αύλακα), χωρίζει την κεντρική αλυσίδα από τις Προάλπεις (Μποζ, Σαρτρέζ, Βερκόρ, Μπαρονί κλπ.). Ο Ιούρας, της ίδιας ηλικίας με τις Άλπεις, δεν είναι παρά μια σειρά από χαμηλές παράλληλες ράχες με στρογγυλωπή περίμετρο.
Ανάμεσα στους παλαιούς ορεινούς όγκους, ο Κεντρικός Ορεινός Όγκος είναι το πιο εκτεταμένο συγκρότημα υψιπέδων όλης της Γ. (90.000 τ. χλμ.). Το μέσο ύψος του (715 μ.), η διάσπασή του σε όγκους εναλλασσόμενους με λεκάνες, η ένταση της ηφαιστειακής δράσης –μολονότι από χρόνια έχει σταματήσει– και η τραχύτητα των κοιλάδων, δείχνουν την ένταση των κάθετων μετατοπίσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την αλπική ορεογένεση. Αντίθετα, τα Βόσγια είναι μια μακριά κρυσταλλοπαγής ράχη, με απόκρημνες πλαγιές προς την Αλσατία και με κορυφές τυπικά στρογγυλωπές, που γι’ αυτό τον λόγο ονομάζονται και ballons (μπαλόνια). Ο Ορεινός Όγκος της Αρμορικής και οι Αρδένες, τέλος, δεν είναι παρά ασθενείς κυματοειδείς εξάρσεις 400-500 μ., πάνω στις οποίες μόνο η δράση του υδρογραφικού δικτύου χάραξε βαθιές αυλακιές, όπως εκείνες των περίφημων μαιάνδρων του Μόσα στις Αρδένες.
Ο κατατεμαχισμός των παράκτιων λωρίδων είναι, κατά τη μορφολογία, μια επανάληψη του ανάγλυφου. Κατά μήκος της Λιγυρικής θάλασσας οι ακτές είναι μάλλον ψηλές, περιτριγυρισμένες από σκοπέλους, ενώ στον κόλπο του Λέοντος γίνονται ευθύγραμμες και περιβάλλονται από λιμνοθάλασσες, τέλματα και παράκτιες λίμνες. Οι ακτές της Γασκόνης είναι πεδινές και περιβάλλονται από θίνες και η μορφολογία αυτή επαναλαμβάνεται έως τον ποταμόκολπο του Λουάρ. Εδώ οι ακτές γίνονται αρκετά οδοντωτές και όχι σπάνια απόκρημνες και βραχώδεις, χαραγμένες από βαθιές ρίας και τέτοιες μένουν ακόμα και στην Κοταντέν, ενώ στη Νορμανδία επανακτούν την ενιαία και απρόσιτη μορφή τους, αληθινά κάθετα προς τη θάλασσα βράχια (falaises)Η ορεογραφική διαμόρφωση αποτελεί παράγοντα πρωταρχικής σπουδαιότητας στην κατά περιοχές διαμόρφωση του κλίματος. Μια σειρά από εδαφικά ανάγλυφα στα ΝΑ περιορίζει το τυπικά μεσογειακό κλίμα στις ακτές του νότου (Μidi) και στο ακραίο τμήμα του ρου του Ροδανού. Αντίθετα, η υπόλοιπη Γ. είναι ανοιχτή στην επίδραση των δυτικών ανέμων, που φέρνουν υγρασία και δημιουργούν ωκεάνιο κλίμα, το οποίο εισχωρεί αρκετά στη χώρα. Μόνο οι εσωτερικές λεκάνες, όπως η παρισινή, παρουσιάζουν κάποια ασθενή όψη ηπειρωτικού κλίματος. Ισχυρές διαταραχές και αξιοσημείωτη κλιματική αστάθεια προκαλούν οι εναλλασσόμενες επιδράσεις του αντικυκλώνα της Σιβηρίας και εκείνου των Αζόρων.
Οι θερμοκρασίες, που ελαττώνονται τον χειμώνα από τις ακτές προς το εσωτερικό και διατηρούνται σε μέσο επίπεδο 3°C με συχνότητα που περιορίζεται κατά τις ημέρες του παγετού και τη σύντομη διάρκεια της χιονοκάλυψης, χαμηλώνουν το καλοκαίρι από τον νότο προς τον βορρά. Οι ετήσιες βροχοπτώσεις, που στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας κυμαίνονται γύρω στα 1.000 χιλιοστά και φτάνουν τα 1.500 στις βόρειες περιοχές και τα 2.000 στα εδαφικά ανάγλυφα, ελαττώνονται σημαντικά στη μεσογειακή ζώνη. Ως προς τη διάρκεια των βροχοπτώσεων, πρέπει να ξεχωρίσουμε την ατλαντική παράκτια λωρίδα, με 200 ημέρες βροχής τον χρόνο, από τις εσωτερικές περιοχές, με 150 ημέρες βροχής, και τον μεσογειακό νότο με βροχές φθινοπωρινές και ανοιξιάτικες, που διαρκούν λιγότερο από 100 ημέρες τον χρόνο.
Συμπερασματικά, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις βασικούς κλιματικούς τύπους: τον ωκεάνιο, υγρό και μάλλον ήπιο, με μικρές ετήσιες διακυμάνσεις θερμότητας· τον μεταβατικό, με ασθενή ηπειρωτικά χαρακτηριστικά· τον μεσογειακό, με πιο τονισμένη εποχικότητα, ιδίως βροχομετρική· και τέλος τον ορεινό, στις περιοχές που κατέχουν τα εδαφικά ανάγλυφα..Χλωρίδα. Ο φυτικός πλούτος της Γ. διαθέτει ιδιαίτερη ποικιλία, χαρακτηριστικό της γεωγραφικής θέσης της χώρας και των διαφόρων ζωνών που καλύπτει στην ηπειρωτική Ευρώπη. Έτσι, συναντώνται από βρύα και λειχήνες αρκτικών περιοχών στα ορεινά μέχρι δέντρα που ευδοκιμούν σε εύκρατες περιοχές, όπως οι πορτοκαλιές και οι ελιές κοντά στη Μεσόγειο. Στα πλούσια γαλλικά δάση, που καλύπτουν έκταση περίπου 36,3 εκατ. στρεμμάτων, δηλαδή το 27% της γαλλικής επικράτειας, συναντώνται όλα τα είδη δέντρων, όπως έλατα και πεύκα, οξιές, βαλανιδιές και καστανιές.
Τα τελευταία χρόνια, το περιβάλλον απασχόλησε σημαντικά τις κυβερνήσεις της Γ. και τα αποτελέσματα είναι φανερά: απορρύπανση Σηκουάνα κλπ. Η Γ. έχει επικυρώσει τις διεθνείς συμφωνίες για το περιβάλλονΗ συχνότητα και η διάρκεια των βροχοπτώσεων και των χιονοπτώσεων, ακόμα κι όταν δεν είναι ποσοτικά εξαιρετικές, και οι όχι υψηλές θερμοκρασίες, που ιδιαίτερα το καλοκαίρι περιορίζουν την εξάτμιση, επιτρέπουν άφθονη παροχή υδάτινης ροής, ενώ η εν γένει ελαφριά κλίση του εδάφους δίνει στη ροή αυτή ρυθμό ιδιαίτερα κατάλληλο για τη ναυσιπλοΐα.
Από γεωγραφική πλευρά, το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της γαλλικής υδρογραφίας είναι χωρίς αμφιβολία η τοπογραφική διάταξη του δικτύου. Πρόκειται για ένα χτένι, που η ράχη του αποτελείται από τον Ρήνο και τον Ροδανό, οι οποίοι με διάταξη από Β προς Ν αποτελούν μια μεγάλη φυσική οδό ανεφοδιασμού σε σχέση με ολόκληρο το γαλλικό έδαφος. Από τον ποτάμιο αυτό άξονα (που από οικονομική άποψη είναι ο σπουδαιότερος της Ευρώπης) ξεκινούν τα δόντια του χτενιού: ο Γαρούνας, ο Λίγηρας και ο Σηκουάνας με τους παραποτάμους τους, οι οποίοι με διαφορετικό πλάτος και κατεύθυνση προς τον Ατλαντικό αποτελούν ισάριθμες οδούς εύκολης διείσδυσης στη χώρα.
Μια τέτοια ιδιότυπη διάταξη του ποτάμιου δικτύου διευκόλυνε τη σύνδεση των υδάτινων ρευμάτων με διώρυγες, για τη συμπλήρωση του έργου που είχε αρχίσει η φύση: από το 1850 η ανάπτυξη των πλωτών δικτύων στη Γ. έφτανε τα 10.600 χλμ. Η εσωτερική γαλλική ναυσιπλοΐα εκμεταλλεύεται περίπου 8.500 χλμ. υδάτινων οδών, από τα οποία περίπου 4.300 χλμ. αντιπροσωπεύουν οι διώρυγες.Το βαθύπεδο που σχηματίζει η λεγόμενη παρισινή λεκάνη ανοίγεται ανάμεσα στους αρχαίους ορεινούς όγκους της Αρμορικής, του Κεντρικού Ορεινού Όγκου, των Βοσγίων και των Αρδενών και βλέπει προς τη Μάγχη με το ευθύγραμμο προπύργιο των φαλέζ και τον μεγάλο ποταμόκολπο του Σηκουάνα. Η παρισινή περιοχή Ιλ ντε Φρανς συνοψίζει τους διάφορους μορφολογικούς τύπους ολόκληρης της λεκάνης: μονότονα ασβεστολιθικά υψίπεδα, μικροί δασώδεις λόφοι με απότομους επικλινείς λαιμούς και ποτάμιες κοιλάδες με γυμνές, τραχιές πλαγιές. Στα ανατολικά, η ποικιλία αυτή μορφών του εδάφους είναι φανερή στην Καμπανία, όπου μια σειρά από λοφώδεις κυματώσεις δεσπόζουν των πεδιάδων με στεπική βλάστηση. Στα βόρεια, απλώνεται η ενιαία πεδιάδα της Πικαρδίας και το ανατολικό τμήμα της νορμανδικής γης.
Η παρισινή λεκάνη έχει τον υδρογραφικό της άξονα στον Σηκουάνα. Ο ποταμός πηγάζει από το υψίπεδο της Βουργουνδίας και δέχεται διαδοχικά τα νερά από πολυάριθμους παραπόταμους (ανάμεσα στους οποίους και ο Μάρνης). Εκβάλλει σε πεδιάδα που βρίσκεται σε ύψος 151 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και, μέσα από τις πεδινές περιοχές της Καμπανίας, μπαίνει στην περιοχή του Παρισιού, όπου η κλίση του ελαττώνεται. Η βραδύτητα του ρου του, που οφείλεται στη μικρή κλίση, ευνοεί τη θαλάσσια ναυσιπλοΐα.
Πλούσιο σε μορφολογικά στοιχεία είναι το ΒΑ τμήμα του γαλλικού εδάφους, από την Καμπανία έως τον Ρήνο. Το νότιο τμήμα του αρχαίου όγκου των Αρδενών, σχηματισμένο από ένα υψίπεδο 300-400 μ. με απαλές περιμέτρους, χαράζεται καθαρά από την κοιλάδα του Μόσα. Ο ορεινός όγκος των Βοσγίων παρουσιάζει μια απαλή μορφολογία, που εκφράζεται στις χαρακτηριστικές στρογγυλές κορυφές. Αιχμηρές κορυφές υπάρχουν στα βόρεια των ballons της Αλσατίας και αυτό τονίζει ιδιαίτερα την ασυμμετρία των δύο πλευρών – της λορενικής, πιο βαθιάς και πιο απαλής, και της αλσατικής, πιο μικρής και απόκρημνης.
Η πεδιάδα της Αλσατίας, που εκτείνεται κατά μήκος της αριστερής όχθης του Ρήνου και ανατολικά των Βοσγίων, προσφέρει διάφορα τοπία ανάλογα με τη σύνθεση των στρωμάτων που επικαλύπτουν τα τριτογενή εδάφη. Στις αναβαθμίδες των λες ευδοκιμούν οι αγροτικές καλλιέργειες, τα αμμώδη εδάφη καλύπτονται από πυκνά δάση, ενώ οι εκτάσεις κατά μήκος του Ρήνου και του Ιλ είναι βαλτώδεις και υγρές.
Η περιοχή της Λορένης εκτείνεται ανάμεσα στα Βόσγια και στις Αρδένες. Στο νότιο τμήμα υπάρχουν εδαφικά ανάγλυφα καλυμμένα από πυκνά δάση, ενώ οι πεδιάδες της άνω κοιλάδας του Μόσα έχουν περίπλοκη μορφολογία. Ευρύτερη και σε χαμηλότερο ύψος είναι η βόρεια Λορένη, με υπέδαφος πλούσιο σε σιδηρομεταλλεύματα, γαιάνθρακες και αλάτι. Η μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα και τα σχήματα του εδαφικού ανάγλυφου δημιουργούν ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες στη Λορένη, με κλίμα υποατλαντικού τύπου στα Βόσγια, με ψυχρό ωκεάνιο κλίμα, και στην Αλσατία, με κλίμα ηπειρωτικό.
Στον Ρήνο και στη Βόρεια θάλασσα κατευθύνεται το μεγαλύτερο υδάτινο δυναμικό της Γ. Οι μεγαλύτεροι συλλογείς των νερών της Λορένης είναι ο Μόσας και ο Μοζέλας. Το υδρογραφικό σύστημα πλουτίζεται εδώ από ένα πυκνό δίκτυο πλωτών διωρύγων, από τις οποίες σπουδαιότερες είναι οι διώρυγες Μάρνη-Ρήνου και η Ανατολική. Η πρόσοψη της Αλσατίας στον Ρήνο επιτρέπει στη Γ. να μετέχει ενεργά στην έντονη εμπορική κίνηση που διεξάγεται στον μεγάλο αυτό ποταμό.
Η περιοχή του βορρά έχει ιδιαίτερη οικονομική σπουδαιότητα. Καταλαμβάνει το ακραίο ΝΔ τμήμα της μεγάλης κεντροευρωπαϊκής πεδιάδας και περιλαμβάνει τη Φλάνδρα, την Ενό, την Καμπρεζί, την Αρτουά και την περιοχή της Βουλόνης. Η Φλάνδρα, το γαλλικό τμήμα της εκτεταμένης φλαμανδικής πεδιάδας, εμφανίζεται ως μία από τις πιο πεδινές ζώνες της Ευρώπης. Οι λόφοι της Καμπρεζί και της Αρτουά δεσπόζουν της γαιανθρακοφόρας φλαμανδικής λεκάνης, όπου το αρχικό γκρίζο έδαφος έχει καλυφθεί από ιλύ, που κάνει εύφορες τις εκτάσεις. Η γαιανθρακοφόρα λεκάνη της βόρειας Γ. εκτείνεται από τα βελγικά σύνορα ανατολικά της Βαλανσιέν έως την Ερ-σιρ-λα-Λις, σε μήκος 120 χλμ. και πλάτος που δεν ξεπερνά τα 20 χλμ. Είναι η λεγόμενη μαύρη χώρα, όπου «όλα είναι δουλειά και πάνω στη γη και στα σπλάχνα της» (Ρ. Ηamp), που χαρακτηρίζεται από τα αλλεπάλληλα κωνικά βουναλάκια, τις terres –σχηματισμένες από λόφους σκουριάς– από μικρούς ατσάλινους πύργους για τη μεταφορά του μεταλλεύματος, από χιλιάδες μικρά σπιτάκια χτισμένα με τούβλα και από ογκώδη κτίρια των θερμοηλεκτρικών εργοστασίων και των εργοστασίων παραγωγής κοκ. Ένας δαίδαλος από σιδηροδρομικές γραμμές, δρόμους και διώρυγες αυλακώνει προς κάθε κατεύθυνση την έκταση της γαιανθρακοφόρας αυτής λεκάνης. Το τοπίο αλλάζει στην άνω κοιλάδα του Σαμπρ (Ενό), όπου άγονες εκτάσεις, τμήματα δασών και τέλματα διαδέχονται το ένα το άλλο μέχρι τις δυτικές παρυφές των Αρδενών. Η κυματοειδής και δασώδης ζώνη της περιοχής της Βουλόνης βλέπει προς τη θάλασσα με μια γραφική σειρά σκοπέλων και μικρών ακρογιαλιών και παρουσιάζει στο εσωτερικό το καταπράσινο τοπίο των μεγάλων λιβαδιών και των αρχαίων δασών της Βουλόνης, της Ντεβρ και της Αρντελό, που διακόπτονται από μικρά ποτάμια με πετρώδεις κοίτες.
Οι κλιματικές συνθήκες του βορρά συνδέονται στενά με το γεωγραφικό πλάτος και τη θάλασσα, της οποίας η επίδραση ευνοείται ή περιορίζεται από αξιοσημείωτους ανέμους. Η σημαντική ατμοσφαιρική υγρασία ευνοεί τον σχηματισμό ομίχλης κατά μήκος των ακτών και στο εσωτερικό, ιδιαίτερα το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Οι ποταμοί που διατρέχουν τα εδάφη της βόρειας Γ. κατέρχονται, με εξαίρεση τον Σομ και τον Ουάζ, στη φλαμανδική πεδιάδα και μερικοί εκβάλλουν απευθείας στη Βόρεια θάλασσα, ενώ άλλοι συνενώνονται με τον Σκάλδη, τον μεγαλύτερο συλλέκτη υδάτων του κεντροδυτικού Βελγίου. Άλλο βασικό χαρακτηριστικό της περιοχής αυτής είναι οι δύο ναυτικές σκάλες του Καλέ και της Δουνκέρκης, σημεία μεγάλης στρατηγικής και εμπορικής σημασίας, ιδιαίτερα μετά τη σύνδεσή τους με την Αγγλία μέσω του Ευρωτούνελ (κάτω από τη Μάγχη).
Ο αρχαίος Ορεινός Όγκος της Αρμορικής δεσπόζει στη χερσονήσο της Βρετάνης και περιλαμβάνει στην έκτασή του τη χερσόνησο Κοσταντέν, με τα ανάγλυφα της Νορμανδίας και τη λεκάνη του Κάτω Λουάρ. Στην ακτή της Αρμορικής βρίσκεται το κάτω τμήμα του κόλπου του Μον-Σεν-Μισέλ, όπου οι μεγάλες διαφορές στάθμης των παλιρροιών αφήνουν έξω από τη θάλασσα ολόκληρα χιλιόμετρα αμμουδιάς κατά τις περιόδους της άμπωτης. Ανοιχτά στη θάλασσα υπάρχουν διάσπαρτα τα νορμανδικά ή αγγλονορμανδικά νησιά, που ανήκουν στη Μεγάλη Βρετανία, με εξαίρεση τα γαλλικά νησιά Σοζέ. Η χερσόνησος της Βρετάνης χαρακτηρίζεται από τις τυπικές ρίας, τα τελικά δηλαδή τμήματα των ποτάμιων κοιλάδων, αρκετά οδοντωτά, που έχουν κατακλυστεί από τη θάλασσα, ενώ στα νότια της χερσονήσου οι κυριότερες αρθρώσεις αποτελούνται από τις πηγές του Βιλέν και από τον ποταμόκολπο του Λουάρ. Η Αρκοάτ, όπως αποκαλούν την εσωτερική Βρετάνη οι Βρετόνοι, παρουσιάζει ανάγλυφα που δεν ξεπερνούν τα 400 μ., στο κέντρο ενός γυμνού και λίγο εύφορου υψιπέδου, το οποίο κατέρχεται προς τα νότια στις αμμώδεις λαντ –άγονες εκτάσεις από ρείκια και άλλους θάμνους– της Λανβό. Τυπικά ωκεάνιο, το κλίμα της Βρετάνης χαρακτηρίζεται από ήπιους γενικά χειμώνες, όψιμες ανοίξεις και δροσερά καλοκαίρια.
Σε μια στενή κοιλάδα, που ορίζεται από λοφώδη εδαφικά ανάγλυφα, όπου καλλιεργούνται εντατικά αμπέλια, ο Λίγηρας διαρρέει στο τελικό τμήμα του την περιοχή της Ναντ, την Ανζού (Ανδηγαυία) και την Τουρένη. Το επιβλητικό αυτό ποτάμι παρουσιάζει μεγάλες υδάτινες αυξομειώσεις, που προκαλούν πλημμύρες συνήθως τον χειμώνα και την άνοιξη. Αξιοσημείωτες είναι οι πλημμύρες των ετών 1846, 1856 και 1910.
Ο Κεντρικός Ορεινός Όγκος (Μassif Central), τη φυσική ενότητα του οποίου οι γεωγράφοι και οι γεωλόγοι διαπίστωσαν σχετικά πρόσφατα, αποτελείται από αρχαιοζωικά και παλαιοζωικά πετρώματα. Κατά τη διάρκεια της αλπικής ορεογένεσης παρατηρήθηκε μια ανύψωση του συνόλου, που συνοδευόταν από έντονο κατακερματισμό. Μέσα από τις ρωγμές αυτές εκτινάχτηκαν μεγάλοι όγκοι λάβας, που σχημάτισαν τα σημερινά ηφαιστειακά συγκροτήματα της Βελέ και της Οβέρνης. Το ανατολικό τμήμα αποτελείται από μια σειρά από ευθύγραμμα εδαφικά ανάγλυφα με διάταξη προς τα Ν, στα οποία παρεμβάλλονται βαθύπεδα, με πιο σημαντικό το βαθύπεδο του Σεντ Ετιέν. Η ευθυγράμμιση αυτή των αναγλύφων συνεχίζεται προς τα ΝΔ από την οροσειρά Σεβέν, που αποτελεί την ανυψωμένη ΝΑ παρυφή του Κεντρικού Ορεινού Όγκου. Ακραία προέκταση της οροσειράς αυτής είναι η Μαύρη Κορδιλιέρα, που οι δυτικές παραφυάδες της φτάνουν έως την περιοχή της Τουλούζ. Στα ΒΔ της οροσειράς Σεβέν εκτείνεται το ασβεστολιθικό υψίπεδο της Κος, χωρισμένο σε διάφορα συγκροτήματα που ορίζονται ευδιάκριτα από βαθιές κοιλάδες.
Από ζώνη σε ζώνη παρουσιάζονται κλιματικές παραλλαγές, συχνά αξιοσημείωτες: ατλαντικό κλίμα, εύκρατο και βροχερό στις δυτικές πλαγιές· κλίμα μεσογειακό στην οροσειρά Σεβέν και ηπειρωτικό στις πιο εσωτερικές ζώνες.
Ο Κεντρικός Ορεινός Όγκος –πύργο νερού τον αποκαλούν οι γεωλόγοι– αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο και σπουδαιότερο υδρογραφικό κόμβο της γαλλικής περιοχής. Προς τα Β αναπτύσσεται ο άνω ρους των ποταμών Λίγηρα και Αλιέ, ενώ προς τα Δ κατέρχονται στον Ατλαντικό οι ποταμοί Σαράντ και Ντορντόν. Ακόμα νοτιότερα ο Λοτ, ο Αλβεϊρόν και ο Ταρν συμβάλλουν στον Γαρούνα. Τη νότια πλευρά της οροσειράς Σεβέν διαρρέουν σχετικά μικρότεροι ποταμοί, που κατέρχονται κατευθείαν προς τη Μεσόγειο, ενώ ανατολικά οι ποταμοί που κατέρχονται από την οροσειρά Σεβέν συμβάλλουν όλοι στον Σον και στον Ροδανό.
Η λεκάνη της Ακουιτανίας αντιστοιχεί σχεδόν ολόκληρη σε μια μοναδική και εκτεταμένη λεκάνη απορροής, που τα νερά της συλλέγονται από τους ποταμούς Γαρούνα και Ντορντόν. Η περιοχή ορίζεται προς τα ΒΑ, στις παρυφές του Κεντρικού Ορεινού Όγκου, από το Περιγκόρ και το Κερσί, υψίπεδα με απαλές κυμάνσεις. Οι κοιλάδες είναι βαθιά χαραγμένες από υδάτινα ρεύματα και παρουσιάζουν συχνά βλάστηση. Προς τα νότια, στους βόρειους πρόποδες των Πυρηναίων, υψώνονται οι λόφοι της Αρμανιάκ, της Λανμεζάν και της Σαλός, που εμφανίζουν στο σύνολό τους κλίση προς την καρδιά της λεκάνης της Ακουιτανίας και είναι περίφημοι για τα αμπέλια τους. Η περιοχή ανάμεσα στις λοφώδεις ζώνες είναι μια εκτεταμένη ιζηματογενής πεδιάδα, όπου τα υδάτινα ρεύματα προχωρούν αργά σχηματίζοντας συχνά μαιάνδρους. Προς τα δυτικά, μια εκτεταμένη τριγωνική ομαλή πεδιάδα χαμηλώνει προς τον Ατλαντικό, όπου εμφανίζει ακτές ομοιόμορφες και μονότονες, κρασπεδωμένες από αμμώδεις θίνες (θίνες της Γασκόνης).
Το κλίμα της λεκάνης της Ακουιτανίας μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: ένα ατλαντικό και ένα πιο εσωτερικό, μεταβατικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικός άνεμος της περιοχής αυτής είναι ο οτάν (autan), δυνατός, ξηρός και θερμός, που αποτελεί μάστιγα της πεδιάδας της Τουλούζ.
Κλιματικά και μορφολογικά αίτια καθορίζουν την παροχή του Γαρούνα, που συλλέγει όλα σχεδόν τα νερά του βαθυπέδου. Μπορούμε έτσι να διακρίνουμε τον Γαρούνα των Πυρηναίων (ή της Τουλούζ), που δέχεται ένα μέρος από τα νερά της οροσειράς αυτής, από τον μέσο και τον κάτω Γαρούνα (ή του Μπορντό), με παροχές που εξαρτώνται από τη βροχομετρική πορεία. Οι πλημμύρες του Γαρούνα είναι δυνατές, με ισχυρά ρεύματα και μερικές φορές κινούν όγκους νερού που ανεβάζουν τη στάθμη του ποταμού 10-12 μ., εμποδίζοντας τη ναυσιπλοΐα.
Στη νοτιοανατολική Γ., κύριο χαρακτηριστικό είναι το δυτικό τμήμα της οροσειράς των Άλπεων, που εκτείνεται σε μήκος περίπου 300 χλμ. από τη Μεσόγειο έως τη λίμνη της Γενεύης και σε πλάτος που ποικίλλει από 100 έως 150 χλμ. Μορφολογικά και κλιματικά χαρακτηριστικά δημιουργούν στις γαλλικές Άλπεις δύο μεγάλα τμήματα, που χωρίζονται από τη λεκάνη του Ιζέρ στα Β και τις λεκάνες του Ντρομ και του Ντιράνς στα Ν. Οι Άλπεις του βορρά χαρακτηρίζονται από τα πιο ψηλά ανάγλυφα, από μεγαλύτερη συχνότητα παγετώνων και από τη σαφή διάκριση ανάμεσα στις ψηλές Άλπεις στο εσωτερικό και τις Προάλπεις στα κράσπεδα της οροσειράς, που χωρίζονται μεταξύ τους από ένα βαθύπεδο (αλπική αύλακα), το οποίο αντιστοιχεί στις κοιλάδες του Ιζέρ και του Αρλί. Οι Άλπεις του νότου, γενικά χαμηλότερες, εμφανίζουν ακανόνιστη διάταξη των ορεινών συγκροτημάτων, μέσα από τα οποία περνά η κοιλάδα του Ντιράνς.
Στις Άλπεις του βορρά, τα εγκάρσια βαθύπεδα του Ανεσί, του Σαμπερί και της Γκρενόμπλ, ορίζουν προς τα ΒΔ της αλπικής αύλακας πέντε μεγάλους ασβεστολιθικούς προαλπικούς ορεινούς όγκους: τους Σαμπλέ, Μπορν ή Ζενεβουά, Μποζ, Γκραντ-Σαρτρέζ και Βεκόρ. Στα Α των κοιλάδων του Ιζέρ και του Αρλί υψώνονται οι κρυσταλλοπαγείς όγκοι του Λευκού Όρους, του Μπελντόν, που δεσπόζει από τα ΝΑ της κοιλάδας Γκρεζιβοντάν και του Πελβού, πλούσιου σε παγετώνες και ψηλές κορυφές. Ακόμα ανατολικότερα, κοντά στα ιταλικά σύνορα, υψώνεται ο όγκος του Βανουάζ, που χαρακτηρίζεται από ένα περίπλοκο γεωλογικό και μορφολογικό σύστημα. Εγκάρσιες προς τον προσανατολισμό της οροσειράς, διακλαδίζονται από την αλπική αύλακα προχωρώντας μέσα από τους κεντρικούς ορεινούς όγκους μερικές βαθιές κοιλάδες, που αποτελούν σπουδαίες συγκοινωνιακές αρτηρίες.
Οι Άλπεις του νότου έχουν σχηματιστεί από προαλπικούς ασβεστολιθικούς όγκους, όπως ο Ντεβολουί, οι Προάλπεις του Δελφινάτου, τα όρη Βοκλίζ και, τέλος, οι Προάλπεις της Προβηγκίας. Η διάταξη των αναγλύφων γίνεται πιο συγκεχυμένη προς το εσωτερικό. Μοναδικός κρυσταλλοπαγής όγκος είναι το Μερκαντούρ, που βρίσκεται ανάμεσα στα ιταλικά σύνορα και στον ρου του Τινέ. Στα βόρεια των γαλλικών Άλπεων εκτείνεται το ορεινό τόξο του Ιούρα, που οι ακραίες παραφυάδες του φτάνουν έως την Πύλη της Βουργουνδίας. Η ΝΑ περιοχή της Γ. συμπληρώνεται με το μεγάλης μορφολογικής ποικιλίας βαθύπεδο που διαρρέουν ο Σον και ο Ροδανός. Ο ρους Σον-Ροδανού έχει μεγάλη σημασία ως οδός διείσδυσης από τη Μεσόγειο προς το εσωτερικό της Γ. Στον βορρά, το βαθύπεδο της Πύλης της Βουργουνδίας επιτρέπει εύκολη επικοινωνία με την παρισινή λεκάνη και τη μέση κοιλάδα του Ρήνου. Η γαλλική πλευρά των Άλπεων παρουσιάζει αξιοσημείωτες κλιματικές διαφορές. Μια γενική διάκριση μπορεί να γίνει μεταξύ των Άλπεων του βορρά, περισσότερο ψυχρών, με μέση θερμοκρασία τον Ιανουάριο κατώτερη των 5°C, και των Άλπεων του νότου, με λιγότερο ψυχρές θερμοκρασίες και γνωρίσματα μεσογειακού κλίματος. Τυπικός βόρειος άνεμος της περιοχής είναι ο μπιζ (bise).
Από τα ισπανικά έως τα ιταλικά σύνορα εκτείνεται, κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου, μια περιοχή με μορφολογικές διαφορές, η οποία βρίσκει όμως την ενότητά της στις κλιματικές συνθήκες. Από τα Δ προς τα Α συναντώνται η πεδιάδα του κάτω Ρουσιγιόν, αρχαίου κόλπου της Μεσογείου, η κάτω Λανγκντόκ, που αποτελείται από μια παράκτια λωρίδα ιζηματογενών εδαφών, οι πεδιάδες του Βοκλίζ και του Κρο και η βαλτώδης πεδιάδα της Καμάργκ, που αντιστοιχεί στην έκταση του ρου του Ροδανού. Στην παράλια Προβηγκία, τέλος, που παρουσιάζει μεγάλο πλούτο μορφών διαφορετικής προέλευσης, βρίσκεται ο σχιστολιθικός Ορεινός Όγκος των Μαυριτανών (Μassif des Μaures) και ο ορεινός όγκος Εστρέλ.
Στην ποικιλία των μορφολογικών φαινομένων αντιστοιχεί η ποικιλία των παράκτιων μορφών. Από την ισπανική μεθόριο έως το εκτεταμένο δέλτα του Ροδανού επικρατούν οι χαμηλές ακτές προσχωσιγενούς φύσης. Οι ακτές της Προβηγκίας είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ψηλές και απόκρημνες, με εναλλαγές ακρωτηρίων και μικρών κόλπων. Αυτή είναι η μορφολογία που κάνει τόσο ποικίλο και γραφικό το τοπίο της Κυανής Ακτής. Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από μέσες θερμοκρασίες σχετικά υψηλές τόσο το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα, λόγω της ευεργετικής και ρυθμιστικής επίδρασης της Μεσογείου. Αντίθετα, η υγρασία καθορίζεται από τις μετατοπίσεις του αντικυκλώνα των Αζόρων, ο οποίος το καλοκαίρι εμποδίζει τους ωκεάνιους ανέμους να φτάσουν στη Μεσόγειο, ενώ τον χειμώνα αφήνει ελεύθερη δίοδο στους υγρούς δυτικούς ανέμους. Στην κάτω κοιλάδα του Ροδανού και στην Προβηγκία φυσά από τα ΒΔ ο μιστράλ, δυνατός χειμερινός άνεμος.
Στις γαλλικές περιοχές των ακτών της Μεσογείου, με εξαίρεση τον Ροδανό, τα υδάτινα ρεύματα είναι μικρού μήκους, με παροχή που καθορίζεται από τον εποχικό χαρακτήρα των βροχοπτώσεων. Στην προβηγκιανή πλευρά φθινοπωρινές και χειμερινές πλημμύρες προκαλούν συχνά καταστροφές. Η αυτοφυής βλάστηση της περιοχής αποτελείται από παραθαλάσσια πεύκα και μεσογειακή λόχμη (garrigue). Το παράκτιο τοπίο, όμως, ανατολικά του Ροδανού έχει βαθιά μεταμορφωθεί από τη δεντροκαλλιέργεια. Τα ελαιόδεντρα είναι ιδιαίτερα άφθονα καθώς και οι φελλόδρυες, ενώ ιδιότυπη και βασικά βαλτώδης είναι η βλάστηση της Καμάργκ, που έχει μετατραπεί σε περιοχή ρυζοκαλλιέργειας.
Η Κορσική, τέλος, είναι ένα από τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου. Ανήκει πολιτικά και διοικητικά στη Γ., αλλά από φυσική άποψη εντάσσεται μάλλον στην ιταλική περιοχή. Από τα ΒΔ προς τα ΝΑ διασχίζει το νησί μια σειρά από βουνά με ψηλότερη κορυφή το Μόντε Τσίντο (2.710 μ.). Από την κεντρική αυτή αλυσίδα αποσπώνται μερικά επιβλητικά αντερείσματα, παράλληλα σχεδόν, που προχωρούν προς τα ΝΔ, καταλήγοντας στη θάλασσα με απόκρημνα βραχώδη ακρωτήρια. Προς τα ΒΑ εκτείνεται μια άλλη ορεινή αλυσίδα, που προεκτείνεται προς τον βορρά και σχηματίζει τη Σέρα. Μια σειρά από εσωτερικές λεκάνες, ανάμεσα στους ορεινούς αυτούς πυρήνες, ευνοούν τις συγκοινωνίες μεταξύ της δυτικής (Μπάντα ντι Φουόρι) και της ανατολικής (Μπάντα ντι Ντέντρο) πλευράς. Οι ακτές του νησιού, με μήκος περίπου 1.200 χλμ., παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές. Η δυτική παράκτια λωρίδα είναι γενικά ψηλή και οδοντωτή αντίθετα προς την ανατολική, που είναι ενιαία και επίπεδη. Προς τα Β και τα Δ υπάρχουν οι μεγαλύτεροι κόλποι: ο κόλπος του Σαν Φιορέντσο προς τον βορρά και οι κόλποι Πόρτο και Σαγκόνε προς τη δύση. Λόγω της θέσης της και της διάταξης των εδαφικών αναγλύφων, η Κορσική έχει κατά μεγάλο μέρος κλίμα μεσογειακό. Στο εσωτερικό του νησιού, με την αύξηση των υψομέτρων, οι θερμοκρασίες είναι δροσερές και οι βροχές πιο άφθονες (1.000-2.000 χιλιοστά τον χρόνο)Προέλευση, μεταβολές του πληθυσμού και εθνολογική σύνθεση. Τα πρώτα ίχνη μόνιμης εγκατάστασης στο γαλλικό έδαφος χρονολογούνται πιθανότατα από την 4η χιλιετία π.Χ. (νεολιθική εποχή). Αργότερα, εμφανίζονται διαφοροποιημένοι πολιτισμοί: μερικοί που περιλαμβάνουν πολιτιστικές μορφές της δυτικής Ευρώπης και άλλοι συγγενείς με εκείνους της κεντρικής Ευρώπης στις επικήδειες τελετουργίες τους ή στην τεχνική της κατεργασίας των μετάλλων. Όσο για τις μεσογειακές επιδράσεις, είναι αισθητές όλο και περισσότερο, συχνά με λειτουργίες που ενισχύουν τις νέες πολιτιστικές ζυμώσεις. Με την εισβολή των Κελτών κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα (Γαλατία) αρχίζει ένα λιγότερο αβέβαιο πεδίο της ιστορίας.
Το αποφασιστικό γεγονός προς την κατεύθυνση της πολιτιστικής ενοποίησης αντιπροσωπεύεται αναμφισβήτητα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (τέλη 2ου – μέσα 1ου αι. π.Χ.), η οποία προσέφερε νέες και πολύτιμες έννοιες πολιτικής και νομικής τάξης και μια νέα γλώσσα, πρώτη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η γαλλική γλώσσα.
Οι γερμανικές επιδρομές, οι σπουδαιότερες από τις οποίες χρονολογούνται από τον 5ο αι. μ.Χ., αποτελούν την τελευταία φάση των μεγάλων μεταβολών που έγιναν στο γαλλικό έδαφος. Οι Γάλλοι, Βησιγότθοι και Βουργουνδοί άποικοι, που ο πολιτισμός τους ήταν ακόμα πρωτόγονος, δεν άργησαν να αφομοιωθούν με τους αυτόχθονες. Ανάλογη είναι και η περίπτωση των Σκανδιναβών, που το 911 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, η οποία πήρε από αυτούς το όνομα Νορμανδία (Νόρμαντ = άνθρωπος του βορρά). Η σύνθεση του γαλατο-ρωμαϊκού υποστρώματος με τα νέα γερμανικά στοιχεία, ευαίσθητα στη γλωσσική εξέλιξη (άλλωστε η Γ. οφείλει το όνομά της, France, στους Φράγκους κατακτητές) και στην κοινωνική οργάνωση από την οποία προήλθε η φεουδαρχία, συνετέλεσε βαθμιαία στην εμφάνιση της γαλλικής προσωπικότητας.
Η αποκατάσταση μιας σχετικής τάξης ύστερα από πολλούς αιώνες αναταραχής εξηγεί τη δημογραφική και οικονομική αναγέννηση που παρατηρήθηκε από τον 11ο έως τον 13ο αι. Παρατηρούμε τότε μια ασυνήθιστη αύξηση του πληθυσμού, που την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν στο σύνολό του γεωργικός. Τις παραμονές του Εκατονταετούς πολέμου, η πυκνότητα του πληθυσμού στη γαλλική ύπαιθρο μπορεί να συγκριθεί με τη σημερινή. Αυξάνει επίσης, μολονότι σε μικρότερες διαστάσεις, ο πληθυσμός των πόλεων. Πρόκειται όμως ακόμα για μικρές πόλεις. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζουν να διαμορφώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του γαλλικού πληθυσμού. Η ιστορική εξέλιξη άλλοτε εμποδίζει και άλλοτε ευνοεί τη δημογραφική πρόοδο σε μια χώρα αγροτική κατά τα 9/10 ακόμα, που γίνεται ωστόσο η πιο πυκνοκατοικημένη της Ευρώπης.
Φυλετικά, οι Γάλλοι είναι το αποτέλεσμα της επικράτησης στοιχείων γερμανικής καταγωγής απέναντι στους προϋπάρχοντες πληθυσμούς. Αν και σε μερικές ζώνες οι υπερισχύουσες σωματικές λεπτομέρειες αποκαλύπτουν την επιβίωση γνωρισμάτων αρχαϊκών πληθυσμών (όπως στην περιοχή των Πυρηναίων και στη Δορδόνη), μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι όλοι οι Γάλλοι παρουσιάζουν γενικά σχεδόν ομοιόμορφα τυπολογικά χαρακτηριστικά. Τα επικρατέστερα σωματικά τους γνωρίσματα συνίστανται στο υψηλό προς μέτριο ανάστημα, στο κρανίο με τάση προς το ευρύ, στο σκούρο χρώμα των ματιών και των μαλλιών, που γίνονται όμως πιο ανοιχτά στον βορρά. Πάντοτε στον βορρά υπάρχει μια ευδιάκριτη τάση προς τη δολιχοκεφαλία, ενώ στην ανατολική Γ. και στα Κεντρικά Όρη είναι πιο υπογραμμισμένοι οι χαρακτήρες της αλπικής φυλής, με ευρύ κρανίο και ανάστημα λίγο μικρότερο από το μέτριο, με βραχύγραμμη κατασκευή. Σε ολόκληρο τον μεσογειακό νότο και φυσικά στην Κορσική οι πληθυσμοί διακρίνονται από τα γνωρίσματα εκείνα (μέτριο ανάστημα, επίμηκες κρανίο, σκούρο μελαχρινό χρώμα), τα οποία συναντώνται ανάλογα σε μεγάλο μέρος της μεσογειακής Ευρώπης.Οι ανομοιογενείς δημογραφικές συνθήκες έχουν δημιουργήσει στο γαλλικό κράτος αξιοσημείωτες δυσκολίες οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Το κέντρο της δημογραφικής συγκέντρωσης και των παραγωγικών δραστηριοτήτων, που είναι η λεκάνη του Παρισιού, έχει μετατοπιστεί καθαρά προς τα βόρεια σε σχέση με το γεωμετρικό κέντρο ενός εδάφους με εξάγωνο σχήμα. Η παρουσία στην ακτή της Μεσογείου ενός μεγάλου λιμανιού, όπως η Μασσαλία, και στην καρδιά των νοτιοανατολικών περιοχών του παλιού βιομηχανικού και εμπορικού κέντρου της Λιόν δεν στάθηκε αρκετή να επαναφέρει την ισορροπία της οικιστικής δομής του εδάφους· η πλήρης αξιοποίηση των σύνθετων χαρακτηριστικών του έγινε δυνατή μόνο με την επέμβαση ενός καθολικού σχεδιασμού.
Κατά την πρώτη κανονική απογραφή, που έγινε το 1801, υπήρχαν στο σημερινό έδαφος 28.300.000 κάτ., δηλαδή πάνω από 16% του συνολικού ευρωπαϊκού πληθυσμού. Την εποχή αυτή αρχίζουν να παρουσιάζονται νέες δημογραφικές τάσεις: η μείωση της θνησιμότητας, που παρατηρήθηκε σε όλη τη δυτική Ευρώπη, σε συνάρτηση με τον χαμηλό δείκτη γεννήσεων, είχε ως συνέπεια την προοδευτική γήρανση του πληθυσμού. Έτσι, τη στιγμή κατά την οποία η Ευρώπη του 19ου αι., σε πλήρη δημογραφική ανάπτυξη, παρουσιάζει αύξηση των εργατικών χεριών, η Γ. αρχίζει να δέχεται ξένους μετανάστες.
Ο πόλεμος του 1914-18, η οικονομική κρίση της περιόδου του 1930 και η μείωση των γεννήσεων επισπεύδουν την παρακμή. Μόνο μια μαζική μετανάστευση μπορεί να συμπληρώσει το κενό: τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου υπολογιζόταν ότι από τα 42 εκατ. τουλάχιστον το ένα δέκατο είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό ή από ξένους γονείς. Η καταστρεπτική δημογραφική κατάσταση προκαλεί την αντίδραση των αρχών: το 1939 υιοθετείται ένας οικογενειακός κώδικας, που σκοπό έχει την ενθάρρυνση των γεννήσεων. Και επειδή οι ανθρώπινες απώλειες κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αν και βαριές, ήταν λιγότερες από εκείνες του Α’, παρουσιάζεται σημαντική δημογραφική ανάπτυξη. Έτσι, ο γαλλικός πληθυσμός αυξήθηκε μεταξύ των απογραφών του 1946 και του 1968 κατά 9,2 εκατ. Οι συνέπειες όμως της μακροχρόνιας δημογραφικής εξασθένησης εξακολουθούν και στα επόμενα χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η μετανάστευση, σημαντική σε αριθμούς, συνεχίζεται και σήμερα παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί.
Σήμερα, ο γαλλικός πληθυσμός φτάνει τα 60 εκατ., με πυκνότητα που φαίνεται μικρή για μια χώρα που αναπτύχθηκε γρήγορα και εμφανίζει φυσικό πλούτο (μέση πυκνότητα 110 κάτ. ανά τ. χλμ.). Πράγματι, η πυκνότητα αυτή είναι κατώτερη από όλες τις γειτονικές χώρες, με εξαίρεση την Ισπανία. Ο ρυθμός της ετήσιας αύξησης του πληθυσμού είναι 0,37% και το προσδόκιμο ζωής τα 75 χρόνια για τους άντρες και τα 83 για τις γυναίκες.
Η κατανομή του πληθυσμού στο γαλλικό έδαφος είναι πολύ ακανόνιστη. Γενικά, μολονότι μπορεί να διαπιστωθεί η εξέχουσα σπουδαιότητα της βιομηχανίας στη δημιουργία μεγάλων συγκεντρώσεων πληθυσμού, παρατηρείται και μια αξιοσημείωτη πυκνότητα στις εξειδικευμένες γεωργικές ζώνες και κυρίως στις περιοχές της τουριστικής ανάπτυξηςΟ αρχαίος μεσογειακός πολιτισμός και η γεωργική οργάνωση κατά την ακμή του Μεσαίωνα άσκησαν αποφασιστική επίδραση στη δομή των περισσότερων γαλλικών χωριών.
Στο λεκανοπέδιο του Σηκουάνα, στα Β και ΒΑ, τα χωριά εμφανίζουν διαφορετικά μεταξύ τους χαρακτηριστικά και είναι ακανόνιστα διατεταγμένα. Όλα όμως έχουν το κοινό γνώρισμα ότι βρίσκονται στο κέντρο περιοχών όπου έχουν εκχερσωθεί τα δάση και είναι λίγο-πολύ γεωμετρικά μοιρασμένα. Στα Ν του Λίγηρα, οι καλλιεργημένες εκτάσεις δεν έχουν τόσο άκαμπτη διάταξη, ενώ ανάμεσα στα χωριά υψώνονται αραιά συγκροτήματα σπιτιών και απομονωμένων αγροκτημάτων. Σε μεγάλο μέρος της κεντρικής Γ., όπως και σε ορεινές περιοχές (Βόσγια, περιφέρεια των Βόρειων Άλπεων), τα αγροκτήματα είναι διασπαρμένα ανάμεσα σε κάμπους, σχετικά τετραγωνισμένους. Τα μοναδικά αγροτικά συγκροτήματα, γενικά πρωτεύουσες δήμων ή μερικές φορές καντονιών, είναι οι bourgs (αντίστοιχες με τις δικές μας κοινότητες), συχνά σε απόσταση η μία από την άλλη.
Το αγρόκτημα με κλειστή αυλή χαρακτηρίζει σήμερα την περιοχή των μεγάλων κτημάτων. Τα αγροκτήματα με ανοιχτή αυλή, με κατασκευές που απέχουν πολύ η μία από την άλλη στο εσωτερικό ενός κήπου-περιβολιού, διατηρούν τη χαρακτηριστική τους όψη, ενώ στις περιοχές της Μεσογείου, όπου το χωριό περιβάλλεται από αγροτικά, ετερογενή στοιχεία, επικρατεί ο τύπος της συμπαγούς υπερυψωμένης κατοικίας. Η βαθμιαία αύξηση των μέσων διαστάσεων των αγροκτημάτων και η αύξηση της καλλιεργητικής δραστηριότητας συντελούν στην επέκταση των αναγκαίων κατασκευών για τις εργασίες.Η δημογραφική ανάπτυξη συμπίπτει με την επιτάχυνση της αστυφιλίας στη χώρα. Σήμερα οι πόλεις δέχονται τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού. Το παρισινό συγκρότημα, όμως, διατηρεί τη συντριπτική υπεροχή γιατί συγκεντρώνει, μαζί με τα προάστια, 8,5 εκατ. κατ. Γύρω από το αρχικό κέντρο, ο πληθυσμός εγκαθίσταται όλο και με γρηγορότερο ρυθμό στις ζώνες που ήταν άλλοτε γεωργικές και προπάντων στις κοιλάδες κατά μήκος των ποταμών: στο πάνω μέρος της κοιλάδας του Σηκουάνα (Κορμπέιγ) και πιο πέρα ακόμα προς την κοιλάδα του Μάρνη και την κοιλάδα του Ουάζ (έως την Κρέιγ). Πράγματι, το Παρίσι συγκεντρώνει τα πλεονεκτήματα μιας πολύ ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης (όπως τα σημεία συμβολής φυσικών οδών προς το νησί της Σιτέ) και της μακροχρόνιας πολιτικής ζωής. Ο διοικητικός συγκεντρωτισμός, κύριο χαρακτηριστικό της Γ. για πολλά χρόνια, ενίσχυσε την τάση αστυφιλίας και συγκέντρωσε στην πρωτεύουσα και στα προάστιά της εκατομμύρια κατοίκους.
Περίπου σαράντα αστικά κέντρα της μητροπολιτικής Γ. φτάνουν ή ξεπερνούν τις 100.000 κατ. Από αυτά, εκτός από την πρωτεύουσα (βλ. λ. Παρίσι), τα πιο σημαντικά είναι (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους το 1998, έτος της τελευταίας απογραφής), η Λιόν (453.187, βλ. λ.), η Μασσαλία (807.071, βλ. λ.), το Μπορντό (218.948, βλ. λ.) και το συγκρότημα των τριών κέντρων Λιλ (183.522, βλ. λ.) – Ρουμπέ – Τουρκουάν, κατά σειρά δηλαδή η αρχαία μητρόπολη και κύριο σταυροδρόμι της ηπειρωτικής Γ. στον άξονα Ροδανού-Ρήνου, το μεγάλο λιμάνι στη Μεσόγειο που γνώρισε ακμή με την αποικιακή επέκταση και τις εισαγωγές πετρελαίου, η σκάλα του γαλλικού νότου στον Ατλαντικό προορισμένη να απορροφά κυρίως τη διακίνηση με την Αφρική και τη Νότια Αμερική και, τέλος, μια περιοχή που η παράδοση μιας ευημερούσας οικοτεχνίας επωφελήθηκε από τη Βιομηχανική επανάσταση του 19ου αι. Η κατανομή των πόλεων επιτρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στους παράγοντες ανάπτυξης τον ρόλο της ναυτικής δραστηριότητας (Δουνκέρκη, Ρουέν, Χάβρη, Βρέστη, Ναντ, Μπορντό, Τουλόν) και της μεγάλης βιομηχανίας (Βαλανσιέν, Ντουέ, Λανς, Μπριέ, Μετς, Αγκοντάνζ-Μπριέ, Τιονβίλ, Μονπελιέ, Σεντ-Ετιέν)· η τελευταία αυτή εξηγεί και τη μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού των πόλεων στα Β και ΒΑ της χώρας. Τα παλαιά περιφερειακά αστικά κέντρα, στα οποία η βιομηχανική δραστηριότητα προστέθηκε λίγο έως πολύ πρόσφατα στην εμπορική και στις άλλες πατροπαράδοτες δραστηριότητες, έχουν κατανεμηθεί κάπως πιο κανονικά (Αμιένη, Ρενς, Λε Μαν, Καν). Αντίθετα, η περίπτωση της Γκρενόμπλ, της Μιλούζ, του Στρασβούργου (267.051, βλ. λ.) και της Τρουά είναι πιο περίπλοκη. Οι παλιές αυτές πόλεις οφείλουν τη σπουδαιότητά τους τόσο στην πρόσφατη ανάπτυξη των βιομηχανικών ή λιμενικών δραστηριοτήτων (για το Στρασβούργο) όσο και στη θέση που από παράδοση κατείχαν στην περιοχή.
Σε πρόσφατα χρόνια, η τεράστια επέκταση του παρισινού συγκροτήματος άρχισε να απασχολεί σοβαρά τους κοινωνιολόγους και τους πολεοδόμους της Γ. Έτσι, το 1955 τέθηκαν οι βάσεις αποκέντρωσης, η οποία οδήγησε στη δημιουργία οκτώ πόλεων ανάπτυξης, που χρησίμευσαν ως αντίβαρο του παρισινού συγκεντρωτισμού. Αυτές οι μητροπόλεις ισορροπίας σχεδιάστηκαν στη Λιλ, Ρουμπέ, Τουρκουάν· Μετς, Νανσί, Τιονβίλ· Στρασβούργο· Λιόν, Σεντ-Ετιέν (183.522, βλ. λ.), Γκρενόμπλ, Εξ-αν-Προβάνς, Μασσαλία· Τουλούζ (398.423, βλ. λ.)· Μπορντό· Ναντ (277.728, βλ. λ.), Σεν-Ναζέρ.
Αλλά και στο εσωτερικό των άλλων γαλλικών πόλεων, και προπάντων των μεγάλων, παρουσιάζονται προβλήματα. Η συμφόρηση των αστικών κέντρων είναι κατά συνέπεια ένα γενικό και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Η μεγάλη πόλη, εξάλλου, πολλαπλασιάζει τα κοινωνικά προβλήματα. Η ανέγερση νέων κατοικιών συνεπιφέρει μια ολόκληρη σειρά από εξοπλισμούς πολιτιστικού και εμπορικού χαρακτήρα. Κι οι τελευταίοι αυτοί, που αντιμετωπίζονται συχνά με κάποια καθυστέρηση, εξηγούν τις συχνές δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής που παρατηρούνται στις μεγαλουπόλεις.Η γαλλική οικονομία, που μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν κυρίως γεωργική, μεταβλήθηκε ριζικά μεταξύ 1960 και 1980. Βγαίνοντας από την οικονομική και δημογραφική αποτελμάτωση που τη χαρακτήριζε από την αρχή του 20ού αι., πήρε θέση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες με το υψηλότερο εισόδημα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η οικονομική ανάπτυξη υπογραμμίστηκε από γρήγορη μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών. Με εμπόδια στην αρχή την έλλειψη εργατικών χεριών και τις επίμονες πληθωριστικές τάσεις, επωφελήθηκε αργότερα από την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ. Το άνοιγμα των ξένων αγορών έδωσε νέα ώθηση στο εξωτερικό εμπόριο, προκαλώντας την αναδιάρθρωση μεγάλου μέρους του παραγωγικού μηχανισμού. Παρά τις αρχικές δυσχέρειες προσαρμογής, η κοινοτική πολιτική έδωσε πολλές ευκαιρίες ανάπτυξης στη χώρα. Αν και έχει φυσικούς πόρους και καλά διαρθρωμένη οικονομία (εκτός από τη βιομηχανία, η γεωργία της είναι από τις σημαντικότερες της Ευρώπης), υποχρεώθηκε να υποστεί, εκτός από τις συγκυριακές διακυμάνσεις, πιο συγκεκριμένες διαταραχές που επιβράδυναν την εξέλιξη. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και της οργάνωσης της εργασίας ήταν αρκετά γρήγορη, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την ακινησία του παρελθόντος, αλλά τα γεγονότα του Μάη του 1968 υπενθύμισαν ότι οι βελτιώσεις δεν είναι απρόσβλητες από ανισότητες και αδικίες. Οι συνέπειές τους (μείωση της παραγωγής εξαιτίας των γενικών απεργιών, γρήγορη άνοδος των τιμών και των μισθών, μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών και επικίνδυνη μείωση των νομισματικών αποθεμάτων) ανάγκασαν τη γαλλική κυβέρνηση να υποτιμήσει το νόμισμα. Από το 1969, όμως, η εφαρμογή των οικονομικών μέτρων, μαζί με μια αλλαγή του πολιτικού κλίματος, έφεραν γρήγορα αποτελέσματα και η κατάσταση άλλαξε αισθητά. Η ανάκτηση της ισορροπίας διευκολύνθηκε εξάλλου από τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που υπήρχαν στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες. Μετά το 1970 η γαλλική οικονομία σημείωσε σχεδόν σταθερή ανάπτυξη που της επέτρεψε να πλησιάσει περισσότερο το αντίστοιχο επίπεδο της Δυτικής Γερμανίας, παρά την κάμψη που σημειώθηκε και εδώ με την ενεργειακή κρίση του 1973-74.
Η Γ. ανήκει στα κράτη που διαθέτουν ατομικά όπλα. Αυτό δεν φανερώνει μόνο μεγάλη τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά εναρμονίζεται και με τη γενικότερη εξωτερική πολιτική της χώρας, που θέλει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ισχυρούς της Γης.
Τόσο από παράδοση όσο και από ανάγκη, ο κρατικός παρεμβατισμός χαρακτήρισε τη φυσιογνωμία της οικονομίας της χώρας μέχρι το 1990. Οι εταιρείες που ανήκουν στον δημόσιο τομέα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε καθαρά κοινής ωφελείας και σε ανταγωνιστικές. Οι πρώτες παρουσιάζονται κατά κανόνα ως μονοπωλιακές επιχειρήσεις δημόσιου ή και ιδιωτικού δικαίου (συγκοινωνίες, επιχείρηση ηλεκτρισμού κ.ά.). Επειδή εξυπηρετούν σκοπούς κοινής ωφελείας, δεν πρέπει οπωσδήποτε να είναι και οικονομικά επικερδείς, πράγμα που δικαιώνει και την κρατική παρέμβαση. Οι δημόσιες επιχειρήσεις που ανήκουν στον ανταγωνιστικό τομέα διαμορφώνονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς, στον ελεύθερο ανταγωνισμό της οποίας υπόκεινται. Τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, η αυτοκινητοβιομηχανία Renault και οι εταιρείες πετρελαίου ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Υπάρχουν επίσης περιφερειακές μεικτές εταιρείες, ιδιωτικού δικαίου, με κρατικά κατά το μεγαλύτερο μέρος κεφάλαια.
Η Γ. είναι μία από τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης. Την τελευταία εικοσαετία (1985-2002) η οικονομική ύφεση που αντιμετώπισε δημιούργησε πολλά προβλήματα, κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, και η γαλλική κυβέρνηση αναγκάστηκε να υιοθετήσει σκληρά μέτρα. Η πολιτική λιτότητας με βασικό στόχο τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών, η αύξηση της φορολογίας, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων πολλών κρατικών επιχειρήσεων και η στήριξη που είχε από τη Γερμανία, δημιούργησαν προϋποθέσεις για ανάκαμψη.
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ήταν 1.448.000 εκατ. δολ. ΗΠΑ το 2000 και το κατά κεφαλήν εισόδημα περίπου 24.400 δολ. την ίδια χρονιά.
Η αγροτική οικονομία απασχολεί το 7% του ενεργού πληθυσμού, η βιομηχανία το 31% και ο τομέας των υπηρεσιών το 62%. Τα βασικά γεωργικά προϊόντα είναι καλαμπόκι, ζαχαρότευτλα, ρύζι, φρούτα και κριθάρι. Τα αμπέλια με τα γνωστά γαλλικά κρασιά είναι επίσης μία από τις σημαντικές γεωργικές παραγωγές της Γ. Η κτηνοτροφία παίζει σημαντικό ρόλο, κυρίως με τα γαλακτοκομικά προϊόντα (τυριά). Εκτρέφονται περίπου 21 εκατ. αγελάδες, 12 εκατ. χοίροι και 11 εκατ. πρόβατα.
Η βιομηχανική παραγωγή συμβάλλει περίπου στο 17,8% του ΑΕΠ και περιλαμβάνει πολλούς κλάδους· ανάμεσά τους: αεροδιαστημική, αυτοκινητοβιομηχανία, χημικά προϊόντα, αρώματα, κλωστοϋφαντουργία, ηλεκτρονικά μηχανήματα, τρόφιμα κ.ά.
Ο τουρισμός παίζει και αυτός σημαντικό ρόλο στη γαλλική οικονομία. Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ξένων επισκεπτών αυξήθηκε σημαντικά (60 εκατ. αφίξεις ετησίως) αλλά και η εσωτερική τουριστική κίνηση σημείωσε μεγάλη άνοδο. Επίσης, αναπτύσσεται συνεχώς και ο χειμερινός τουρισμός στις Άλπεις (Σαβοΐα, Δελφινάτο) και στα Πυρηναία.
Βασική πηγή ενέργειας είναι η πυρηνική, που καλύπτει το 73% των αναγκών της χώρας. Οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί καλύπτουν περίπου το 16% ενώ το 11% καλύπτεται από θερμοδυναμικούς σταθμούς.
Ο πληθωρισμός είναι γύρω στο 1% και η ανεργία κοντά στο 9% (2001).Ο ενεργός πληθυσμός που απασχολείται στην αγροτική οικονομία φτάνει το 7%. Από το 1967 έχει αρχίσει μια πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης που εφαρμόστηκε σε μερικές ορεινές ζώνες (Βρετάνη, Λιμουζέν και Οβέρνη), με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η προοδευτική εφαρμογή της συνεταιριστικής αγροτικής πολιτικής είχε αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για διαφορετικό παραγωγικό προσανατολισμό και για τη δημιουργία μιας εκτεταμένης συνεργατικής οργάνωσης. Η χρησιμοποίηση λιπασμάτων, που πολλαπλασιάστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, και η μηχανοποίηση ανέτρεψαν τις συνθήκες εργασίας. Αλλά ο αγροτικός τομέας έχει πάντα χαμηλή παραγωγικότητα και δίνει μικρότερα εισοδήματα από τον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα.
Η εναρμόνιση της γαλλικής γεωργίας με την ευρωπαϊκή γεωργική πολιτική την ευνόησε, καθώς σημείωσε αύξηση των εξαγωγών της σε μεγαλύτερες τιμές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής γαλλικών αγροτικών προϊόντων. Τα αγροτικά προϊόντα είχαν πάντα βασική σημασία για τη γαλλική οικονομία και, παρά τα σχετικά προβλήματα, η παραγωγή μένει πάντοτε υψηλή, ξεπερνώντας σε σημαντικό βαθμό τη ζήτηση της εσωτερικής αγοράς.
Μεταξύ των φυτικών προϊόντων, τα δημητριακά, που καλλιεργούνται συχνά πλάι σε άλλα φυτά (τεύτλα, πατάτες) ή κτηνοτροφικά φυτά, καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση. Σημαντικότερο από αυτά είναι το σιτάρι, ένα προϊόν στο οποίο η Γ. είναι από τις μεγαλύτερες παραγωγούς στην Ευρώπη. Το ρύζι, διαδεδομένο στα ελώδη εδάφη της Καμάργκ, καλύπτει τις εθνικές ανάγκες. Η καλλιέργεια της πατάτας είναι πολύ διαδεδομένη, ενώ τα μεγαλύτερα παραγωγικά κέντρα είναι η Βρετάνη και ο βορράς. Τα κηπευτικά προέρχονται από κτήματα μετρίου μεγέθους, από καλλιέργειες της υπαίθρου (βόρεια Βρετάνη, κάτω Ροδανός, προσχωματικές πεδιάδες) και από τις περιφέρειες των μεγάλων αστικών κέντρων. Μεταξύ των βιομηχανικών καλλιεργειών ξεχωρίζουν τα ζαχαρότευτλα.
Η αμπελοκαλλιέργεια (στην οποία η Γ. διεκδικεί τα πρωτεία στον κόσμο) είναι πολύ διαδεδομένη, τόσο στις κοινές ποιότητες όσο και στις ειδικεύσεις. Η αμπελουργία είναι συγκεντρωμένη στον νότο της Ακουιτανίας και της Μεσογείου, ενώ είναι κατώτερη στις περιοχές με ωκεάνιο κλίμα. Η εμπορική παραγωγή κρασιών ποιότητας, που έχουν δικαίωμα νόμιμης προστασίας της ονομασίας τους, καθώς και η παραγωγή κονιάκ και Αρμανιάκ είναι από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της Γ.
Από τη δεντροκαλλιέργεια, η ελιά είναι διαδεδομένη στη νότια Γ. και στην Κορσική, ενώ η λεκάνη του Ροδανού, η Προβηγκία, το Ροσιγιόν, η περιοχή του μέσου Γαρούνα έχουν ανεπτυγμένες οπωροκαλλιέργειες. Οι τελευταίες είναι διαδεδομένες και στην ανατολική Γ., γύρω από το Παρίσι και στο δυτικό κέντρο, όπου επωφελούνται από τη γειτονία με κέντρα κατανάλωσης.
Τα γαλλικά δάση, που αποτελούνται κατά το ένα τρίτο από ρητινοφόρα δέντρα και κατά ένα άλλο τρίτο από δέντρα κατάλληλα για υλοτόμηση, καλύπτουν πάνω από 130 εκατ. στρέμματα, περίπου το 25% του εθνικού εδάφους.Στα εξαγώγιμα προς την ΕΕ προϊόντα περιλαμβάνονται φυσικά και κτηνοτροφικά. Ο αριθμός των βοοειδών είναι ο τρίτος της Ευρώπης (μετά τη Ρωσία και την Ουκρανία) και αποτελείται, πάνω από το μισό, από γαλακτοπαραγωγούς αγελάδες.
Αντίθετα, η αλιεία θαλάσσης έχει περιορισμένη σημασία. Από τις συγγενικές ασχολίες διακρίνεται η οστρεοκομία, που είναι ανεπτυγμένη στις νότιες ακτές του Ατλαντικού. Η αλιεία θαλάσσης είναι περισσότερο ανεπτυγμένη στις ακτές του Ατλαντικού και στη Μάγχη, όπου υπάρχουν ειδικά λιμάνια. Η μεγάλη αλιεία ανοιχτής θαλάσσης, που γίνεται στη Βόρεια θάλασσα, στη Νέα Γη, κοντά στις ακτές της Γροιλανδίας και στις ακτές του Περού, τροφοδοτεί μια σημαντική βιομηχανία κονσερβών που έχει τα κυριότερα κέντρα της στο Κονκαρνό, στη Λε Σαμπλ ντ’ Ορλόν, στη Ναντ, στο Περιγκέ, στο Μπορντό και στη Δουνκέρκη.Η συγκρότηση και διαμόρφωση της Γαλατίας. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ονόμαζαν Γαλατία τη χώρα που περιλαμβανόταν μεταξύ των Πυρηναίων, του Ατλαντικού ωκεανού, του Ρήνου και των Άλπεων. Η περιοχή ήταν κατοικημένη κατά την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης από διάφορα κελτικά φύλα, συχνά εχθρικά μεταξύ τους, που μιλούσαν κελτικά ιδιώματα, κατάλοιπα των οποίων διατηρούνται ακόμα σε ορισμένα σημεία της Γ.
Στην αρχή η ρωμαϊκή κατάκτηση περιορίστηκε στο τμήμα εκείνο της Γαλατίας μεταξύ των Άλπεων, του Ροδανού και της Μεσογείου, που αποτελούσε την επαρχία της ναρβονικής Γαλατίας ή απλά και μόνο την Επαρχία (Provincia, απ’ όπου και η σημερινή ονομασία της περιοχής, Προβηγκία). Αργότερα όμως οι Ρωμαίοι, με αρχηγό τον Ιούλιο Καίσαρα, κατέλαβαν ολόκληρη την περιοχή. Η ρωμαϊκή κατοχή στη Γαλατία σταθεροποιήθηκε γύρω στο 70 μ.Χ., επί Βεσπασιανού, και στα χρόνια που ακολούθησαν η χώρα γνώρισε περίοδο ακμής και οικονομικής ανάπτυξης.
Με την είσοδο όμως του 5ου αι., ολόκληρο το αμυντικό σύστημα της Γαλατίας –που στηριζόταν σε μια μορφή ομοσπονδίας, στην οποία οι βάρβαροι γίνονταν δεκτοί ως ξένοι και έπαιρναν κτήματα εξασφαλίζοντας παράλληλα την άμυνα των μεθοριακών επαρχιών της αυτοκρατορίας– άρχισε να καταρρέει. Το 406, ένα κύμα Βανδάλων και Αλαμανών εισβολέων άνοιξε τον δρόμο στους Φράγκους και στους Βουργουνδούς που εγκαταστάθηκαν στη δυτική όχθη του Ρήνου, ενώ η έδρα του πραίτορα της Γαλατίας μεταφέρθηκε από τους Τρεβήρους στην Αρλ. Από το 412 άρχισε η εγκατάσταση των Βησιγότθων στη ναρβονική Γαλατία, των Βουργουνδών στην περιοχή του κάτω ρου του Ροδανού και της Ντιράνς, των Φράγκων στη σημερινή Βραβάντη και στις δυτικές όχθες του Ρήνου και του Μοζέλα, ενώ κατά το πρώτο μισό του 6ου αι. κελτικοί λαοί προερχόμενοι από τη Βρετανία εγκαταστάθηκαν στη χερσόνησο της Αρμορικής, απ’ όπου και η ονομασία Βρετάνη.
Η ενοποίηση της ρωμαϊκής Γαλατίας και η ονομασία της Γ. (France) οφείλονται στους Σάλιους Φράγκους. Η άνοδός τους συνδέεται με τον βασιλιά Χλωδοβίκο (465-511), που νίκησε τους Ρωμαίους, τους Αλαμανούς και τους Βησιγότθους, με αποτέλεσμα να περιέλθει στους Φράγκους και στη μεροβιγγειανή δυναστεία το μεγαλύτερο μέρος της ρωμαϊκής Γαλατίας. Η ιστορία της δυναστείας μετά τον Χλωδοβίκο συνεχίζεται με μια σειρά από αγώνες των διαδόχων. Έτσι, όλο τον 7ο αι. παρακολουθούμε την αδιάκοπη πάλη μεταξύ του οίκου της Νευστρίας (του οποίου οι κτήσεις περιλάμβαναν το δυτικό τμήμα της Γ. στα βόρεια του Λίγηρα) και του οίκου της Αυστρασίας (ανατολικής Γαλατίας), που από την περιοχή του Ρήνου εκτεινόταν έως το Μπρι και την Καμπανία. Ο Πιπίνος του Εριστάλ, μαγιορδόμος της Αυστρασίας, κατόρθωσε τελικά να επικρατήσει έπειτα από τη μάχη του Τερτρί (687). Μετά τον θάνατό του τον διαδέχτηκε ο γιος του Κάρολος, που επονομάστηκε Μάρτελος και έγινε ονομαστός για τη νίκη του στο Πουατιέ (732) εναντίον των Αράβων. Ο Πιπίνος ο Βραχύς που τον διαδέχτηκε αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την ανυποταγή και την ανταρσία των διαφόρων μεγιστάνων του βασιλείου. Κατόρθωσε όμως να τους νικήσει και στέφθηκε βασιλιάς (751) από τον πάπα Ζαχαρία. Έτσι άρχισε η δυναστεία των Καρολιγγείων.
Οι Καρολίδες, με αρχηγούς τον Πιπίνο και αργότερα τον Καρλομάγνο (742-814), πολέμησαν τους Σάξονες, τους Βαυαρούς και τους Αβάρους στα εδάφη της σημερινής Γερμανίας και επενέβησαν στην Ιταλία εναντίον των Λογγοβάρδων ώσπου απέκτησαν τον έλεγχο όλου του βόρειου και κεντρικού τμήματος της χερσονήσου. Από αυτές τις κατακτήσεις και από τη συμμαχία με τον πάπα γεννήθηκε η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι απόγονοι του Καρλομάγνου, αν και διατήρησαν τυπικά την ενότητα του κράτους και το αυτοκρατορικό αξίωμα, μοίρασαν μεταξύ τους (843, συνθήκη του Βερντέν) τις κτήσεις αυτές κι έτσι οι χώρες που τότε διαιρέθηκαν αποτέλεσαν ξεχωριστά κράτη. Ένα από τα κράτη αυτά ήταν και η Γ. που περιλάμβανε εδάφη πέρα από τον Ροδανό και τον Μάρνη έως τα Πυρηναία και τον ωκεανό.
Η συγκρότηση του γαλλικού κράτους. Από τη συνθήκη του Βερντέν αρχίζει πραγματικά η ιστορία του γαλλικού κράτους. Και τα πρώτα χρόνια δεν ήταν και τόσο εύκολα. Ο Κάρολος ο Φαλακρός (823-877) και οι διάδοχοί του ήταν διαρκώς αναγκασμένοι να αντιμετωπίζουν τις διαμάχες με την αριστοκρατία και την πίεση των εξωτερικών εισβολέων, ώσπου με τον θάνατο του Λουδοβίκου Ε’ το στέμμα περιήλθε (987) στον Ούγο Καπέτο, δούκα της Γ. Οι κληρονομικές διαμάχες και η συνεχής πάλη εναντίον της αριστοκρατίας συνεχίζονταν για τη γαλλική μοναρχία όλο τον 10ο και 11ο αι. Ο Λουδοβίκος ΣΤ’ ο Παχύς (1081-1137) κατόρθωσε όμως να υποτάξει τους φεουδάρχες της Ιλ Ντε Φρανς· ο γάμος του γιου του Λουδοβίκου με την Ελεονόρα της Ακουιτανίας δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ένωση με τη Γ. των περιοχών που βρίσκονταν στα νότια του Λίγηρα. Ο χωρισμός του Λουδοβίκου Ζ’ (1119-80) από την Ελεονόρα και ο γάμος της με τον Ερρίκο Πλανταγενέτη, κόμη του Ανζού (Ανδηγαυίας) και κατοπινό βασιλιά της Αγγλίας, έγινε αιτία σοβαρής διαμάχης μεταξύ της Αγγλίας και της Γ. που κατέληξε αργότερα στον Εκατονταετή πόλεμο.
Ο Φίλιππος Αύγουστος Β’ (1165-1223), αφού απέσπασε από τους Άγγλους τη Νορμανδία (1204), κινήθηκε προς την Τουλούζ, ηγεμόνας της οποίας ήταν ο κόμης Ραϋμόνδος Ζ’. Με το πρόσχημα ότι πολεμούσε εναντίον των αιρετικών θεωριών των Καθαρών και των Αλβηγινών, που προστατεύονταν από τον Ραϋμόνδο, ο Φίλιππος-Αύγουστος έδωσε στην επέμβασή του χαρακτήρα Σταυροφορίας και πήρε μάλιστα και την ευλογία της επίσημης Εκκλησίας. Ο αγώνας τελείωσε με νίκη της γαλλικής μοναρχίας και μετά τον θάνατο του Ραϋμόνδου Ζ’ (1249) μεγάλο μέρος από τις κτήσεις του περιήλθαν στον Αλφόνσο του Πουατιέ, δευτερότοκο αδελφό του Λουδοβίκου Θ’ (1214-1270). Επί Λουδοβίκου Θ’, οι Καπετίδες έφτασαν σχεδόν στο αποκορύφωμα της ισχύος τους. Την εποχή του Φιλίππου του Ωραίου (1268-1314) η δυναστεία γνώρισε μεγάλη δύναμη. Αξιοσημείωτο γεγονός της βασιλείας του είναι η σύγκρουσή του με τον πάπα Βονιφάτιο Η’, επειδή ο πάπας αμφισβήτησε και τελικά αρνήθηκε στον Γάλλο μονάρχη να επιβάλει έκτακτη φορολογία στον γαλλικό κλήρο (1294). Η διαμάχη κορυφώθηκε το 1303, όταν ο πάπας με βούλα απαγόρευσε στους κληρικούς της Γ. να πληρώσουν τον φόρο και αφόρισε τον μονάρχη. Ο Φίλιππος Δ’ όμως δεν πτοήθηκε και αφού συγκάλεσε γενική συνέλευση των ευγενών, του κλήρου και του λαού για να εγκρίνει τις ενέργειές του, έκαψε τη βούλα. Αποφάσισε ακόμα να παραπέμψει τον Βονιφάτιο Η’ σε δίκη και απεσταλμένοι του ξεκίνησαν με εντολή να τον συλλάβουν. Ο πάπας γνώρισε τότε τον μεγαλύτερο διασυρμό από την ανερχόμενη δύναμη ενός νέου εθνικού κράτους και πέθανε αφού έμεινε για έναν χρόνο φυλακισμένος στη Ρώμη. Ο Φίλιππος πέτυχε να ανεβάσει στον θρόνο του Βατικανού τον φίλο του Κλήμεντα Ε’ και μετέφερε την παπική έδρα από τη Ρώμη στην Αβινιόν, όπου και έμεινε για 70 χρόνια (1309-77).
Ο Εκατονταετής πόλεμος και οι σφοδρές θρησκευτικές συγκρούσεις. Από τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι., η γαλλική μοναρχία αποδείχτηκε ισχυρός και ζωντανός θεσμός. Η άνοδος στον θρόνο της νέας δυναστείας των Βαλουά με τον Φίλιππο ΣΤ’ (1328) μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου Ι’ (1316) και την κρίση διαδοχής που ακολούθησε, ενίσχυσε περισσότερο τη θέση της. Τα σαθρά θεμέλιά της έγιναν φανερά πολύ αργότερα, με σοβαρές επιπτώσεις.
Οι Βαλουά βασίλευσαν στη Γ. μέχρι το 1589. Από την αρχή της δυναστείας η γαλλική ιστορία χαρακτηρίζεται από τους συνεχείς πολέμους με την Αγγλία, που έμειναν γνωστοί ως ο Εκατονταετής πόλεμος. Αιτία του πολέμου ήταν οι αξιώσεις του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου Γ’ (ο οποίος από θηλυκή γραμμή καταγόταν από τον πρώτο Καπετικό οίκο) στο γαλλικό στέμμα, το οποίο όταν εξέλειψε η κατευθείαν από αρρενογονία καπετική γραμμή, πέρασε στον Φίλιππο ΣΤ’ Βαλουά, αρχηγό του πλάγιου καπετικού κλάδου.
Ο Εδουάρδος νίκησε τον Φίλιππο ΣΤ’ στη μάχη του Κρεσί (1346) και τον διάδοχό του Ιωάννη Β’ τον Αγαθό στη μάχη του Πουατιέ (1356) και έτσι προσάρτησε ολόκληρη την Ακουιτανία και άλλες περιοχές της Γ. στο κράτος του. Ο Ιωάννης είχε στο μεταξύ συλληφθεί αιχμάλωτος και του είχε επιβληθεί στο Λονδίνο μια ταπεινωτική ειρήνη, την οποία ο Δελφίνος αρνήθηκε να αναγνωρίσει. Έτσι, ο Εδουάρδος Γ’ επανέλαβε τον πόλεμο, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα, και κατέληξε στην ειρήνη του Μπρετινί (1360). Το 1364, μετά τον θάνατο του Ιωάννη του Αγαθού, ανέβηκε στον θρόνο ο Δελφίνος, με το όνομα Κάρολος Ε’. Αφού κατέπνιξε μια ανταρσία του βασιλιά της Ναβάρα Καρόλου του Κακού, ξανάρχισε τις εχθροπραξίες εναντίον των Άγγλων και κατέλαβε την πόλη Λα Ροσέλ (1372).
Ο πνευματικά ανάπηρος γιος του Κάρολος ΣΤ’ (1380-1422) που τον διαδέχτηκε δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές διαμάχες που ξέσπασαν στο μεταξύ. Το 1413, όταν στον αγγλικό θρόνο ανέβηκε ο Ερρίκος Ε’ Λάνκαστερ, ο πόλεμος επαναλήφθηκε στο γαλλικό έδαφος και τα στρατεύματα των Αρμανιάκ (οπαδών των Ορλεανιστών και αντιπάλων των δουκών της Βουργουνδίας) νικήθηκαν στην αιματηρή μάχη του Αζενκούρ (1415). Από την ήττα θέλησε να επωφεληθεί ο δούκας της Βουργουνδίας Ιωάννης ο Άφοβος, που μπήκε στο Παρίσι και ανακηρύχθηκε βασιλιάς, ενώ ο Δελφίνος και οι Αρμανιάκ αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στα νότια του Λίγηρα. Στο μεταξύ, ο Άγγλος βασιλιάς Ερρίκος Ε’ είχε κυριεύσει τη Ρουέν και πολιορκούσε το Παρίσι. Μια απόπειρα για συμφιλίωση των Αρμανιάκ με τους Βουργουνδούς απέτυχε όταν ο δούκας της Βουργουνδίας δολοφονήθηκε μετά από προδοσία οπαδών των Αρμανιάκ. Ο γιος του, Φίλιππος ο Καλός, δεν δίστασε τότε να πάει με το μέρος των Άγγλων και να υπογράψει την ειρήνη του Τρουά (1420), σύμφωνα με την οποία ο Δελφίνος εξοριζόταν από το βασίλειο και ο Άγγλος βασιλιάς γινόταν και αντιβασιλιάς της Γ.
Μετά τον θάνατο του Ερρίκου Ε’ και του Καρόλου ΣΤ’ μέσα στον ίδιο χρόνο (1422), η Γ. βρέθηκε μοιρασμένη σε τρεις ηγεμονίες. Οι Λάνκαστερ βασίλευαν στη Νορμανδία, σε μέρος της Γκουιέν (Ακουιτανία), στην Πικαρδία, στην Ιλ ντε Φρανς και στην Καμπανία. Ο Φίλιππος ο Καλός (αν και υπό αγγλική κηδεμονία) είχε τη Φλάνδρα, το Ενό, το Αρτουά και τη Βουργουνδία. Στον Κάρολο Ζ’, τέλος, που φυσικά διεκδικούσε τον τίτλο του βασιλιά της Γ., απέμεναν οι επαρχίες του κέντρου, η Λανγκντόκ, το Δελφινάτο και η περιοχή της Λιόν. Η θέση του φαινόταν να γίνεται με το πέρασμα των χρόνων απελπιστική. Το 1429 οι Άγγλοι περιέσφιξαν την πολιορκία της Ορλεάνης, η απώλεια της οποίας φαινόταν βέβαιη.
Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε στη σκηνή της ιστορίας η Ζαν ντ’ Αρκ. Με την καθοδήγησή της, τα γαλλικά στρατεύματα ανάγκασαν τους Άγγλους να λύσουν την πολιορκία της Ορλεάνης και, μετά από δική της επιμονή, πείστηκε ο βασιλιάς να πάει στη Ρενς για να στεφθεί. Έπειτα από λίγο (1430) η ίδια έπεσε στα χέρια των Άγγλων. Η σύντομη όμως και ένδοξη περιπέτειά της βοήθησε τους Γάλλους να ξεπεράσουν την κρίση. Οι Αρμανιάκ με τους Βουργουνδούς συμφιλιώθηκαν και επικύρωσαν τη συμφωνία τους με τη συνθήκη του Αράς (1435). Ο Κάρολος Ζ’ ξαναγύρισε (1437) στο Παρίσι και αποκατέστησε (μεταξύ 1440 και 1450) το μοναρχικό κράτος. Το ολοκληρωμένο έργο της αποκατάστασης και της ανανέωσης των θεσμών, που εφάρμοσε ο Κάρολος Ζ’, έκανε ευκολότερο το έργο των Γάλλων κατά την τελευταία περίοδο του Εκατονταετούς πολέμου. Μεταξύ του 1448 και του 1452 αποσπάστηκαν από τους Άγγλους όλα τα βόρεια και νότια εδάφη. Υπό αγγλική κατοχή έμεινε μόνο η πόλη Καλέ, στο στενό της Μάγχης.
Το 1461, τον Κάρολο Ζ’ διαδέχτηκε ο γιος του Λουδοβίκος ΙΑ’, μία από τις ισχυρότερες φυσιογνωμίες της ιστορίας της Γ. Μελετητής και θαυμαστής της πολιτικής των ιταλικών ηγεμονιών, επιδέξιος διπλωμάτης, κατόρθωσε να ολοκληρώσει το έργο του Καρόλου Ζ’, καταβάλλοντας τη δύναμη της αριστοκρατίας (κυρίως την αντίσταση του δούκα της Βουργουνδίας Καρόλου του Τολμηρού). Ενίσχυσε τη βασιλική εξουσία και έμμεσα την ενότητα του έθνους. Ήταν τόσο μεγάλη η δύναμη στην οποία έφτασε, ώστε ο διάδοχός του Κάρολος Η’ (1483-98) επιχείρησε να εκστρατεύσει κατά της Ιταλίας με τον σκοπό να περάσει από εκεί στην Ανατολή για να πολεμήσει τους Τούρκους και να ελευθερώσει και την Ιερουσαλήμ. Αλλά η εκστρατεία αυτή αποκρούστηκε από τον συνασπισμό των άλλων ευρωπαϊκών στρατών εναντίον της Γ. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η ανάλογη προσπάθεια του διαδόχου τού Καρόλου Η’, Λουδοβίκου ΙΒ’ (1498-1515), τον οποίο διαδέχτηκε ο φημισμένος Φραγκίσκος Α’ (1515-47). Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από τους πολέμους εναντίον του μεγάλου αψβουργικού κράτους και τη συμμαχία του με τον Τούρκο σουλτάνο Σουλεϊμάν Β’. Πολέμησε κατά του Καρόλου Ε’ σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, από την Ιταλία έως τη Φλάνδρα και από την Προβηγκία μέχρι τα σύνορα των Πυρηναίων, και κατόρθωσε να προσαρτήσει στο γαλλικό κράτος τη Βρετάνη, το Καλέ και τις πόλεις Μετς, Τουλ και Βερντέν. Ο γιος του Ερρίκος Β’ (1547-59) που τον διαδέχτηκε, συνέχισε τους πολέμους εναντίον του Καρόλου Ε’ και του διαδόχου του Φιλίππου Β’ της Ισπανίας. Η επιθυμία του να καταπνίξει το κίνημα των Διαμαρτυρομένων τον παρακίνησε να διαπραγματευτεί με τον Φίλιππο Β’ τη συνθήκη του Κατό-Καμπρεζί (1559), με την οποία τερματίστηκαν οι ιταλικοί πόλεμοι. Λίγο μετά τη σύναψη της συνθήκης, ο Ερρίκος Β’ με το έδικτο του Εκουάν κήρυξε πραγματικά τον πόλεμο κατά των Γάλλων μεταρρυθμιστών, εγκαινιάζοντας έτσι τους θρησκευτικούς πολέμους – εμφύλιες διαμάχες που αιματοκύλισαν τη χώρα.
Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας των γιων και διαδόχων του Ερρίκου Β’, Φραγκίσκου Β’ (1559-60), Καρόλου Θ’ (1560-74) και Ερρίκου Γ’ (1574-89), η χώρα σπαρασσόταν από εμφύλιους θρησκευτικούς πολέμους, με αντιπάλους από τη μία τους καθολικούς, που ενισχύονταν από την ισχυρή οικογένεια της Γκιζ, και από την άλλη τους μεταρρυθμιστές (ουγενότους), που υποστηρίζονταν από τους Βουρβόνους. Τον Φραγκίσκο Β’ διαδέχτηκε, ανήλικος ακόμα, ο Κάρολος Θ’, που επιτροπευόταν από τη μητέρα του Αικατερίνη των Μεδίκων. Για να σταματήσει η διαμάχη, πάντρεψαν την αδελφή του βασιλιά Μαργαρίτα Βαλουά με τον νεαρό Βουρβόνο Ερρίκο της Ναβάρα. Η Αικατερίνη, όμως, ανησυχώντας για μια ενδεχόμενη αύξηση της επιρροής των βουρβόνων, ήρθε σε συνεννόηση με τους καθολικούς, οι οποίοι την ημέρα των γάμων άρχισαν τρομερές σφαγές κατά των ουγενότων. Μόνο στο Παρίσι έσφαξαν δύο χιλιάδες ανθρώπους (Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, 23-24 Αυγούστου 1572) και γρήγορα οι σφαγές επεκτάθηκαν στην επαρχία. Σε τριάντα χιλιάδες υπολογίστηκαν οι νεκροί σε ολόκληρη τη χώρα.
Μεταρρυθμίσεις και εδαφικές επεκτάσεις. Η προσπάθεια των καθολικών να εμποδίσουν την άνοδο στον θρόνο του Ερρίκου της Ναβάρα, νόμιμου διαδόχου του άτεκνου Ερρίκου Γ’, απέτυχε. Μετά από αιματηρές συγκρούσεις και αφού ασπάστηκε το καθολικό δόγμα, στέφθηκε στο Παρίσι βασιλιάς με το όνομα Ερρίκος Δ’. Μία από τις πρώτες πράξεις της βασιλείας του Ερρίκου Δ’ ήταν το περίφημο έδικτο της Ναντ (3 Απριλίου 1598), που αναγνώριζε οριστικά την ύπαρξη δύο λατρειών στη Γ. και επιβεβαίωνε στους ουγενότους την κατοχή πολλών θέσεων ασφαλείας. Τόσο ο Σουλί όσο και ο Ολιβιέ ντε Σερ, δύο από τους κυριότερους συνεργάτες της οικονομικής πολιτικής του Ερρίκου Δ’, ήταν ουγενότοι. Σε αυτούς μάλιστα οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η οικονομική ανόρθωση της Γ. Η γαλλική απόλυτη μοναρχία άρχισε να παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός μοντέρνου κράτους. Πραγματικά, ο βασιλιάς κυβερνούσε με τη βοήθεια τεχνικών συμβουλίων (συμβούλιο επικρατείας, συμβούλιο οικονομικών) και προσπαθούσε να δώσει νέα μορφή στη διοίκηση. Στην περιφέρεια, στη θέση των κυβερνητών του παλιού καιρού, τοποθετήθηκαν οι διαχειριστές (intendants), τυπικός θεσμός της προεπαναστατικής Γ.
Ο αιφνίδιος θάνατος του Ερρίκου Δ’, που δολοφονήθηκε από έναν φανατικό καθολικό (14 Μαΐου 1610), κλόνισε την ισορροπία του κράτους. Επί αντιβασιλείας της Μαρίας των Μεδίκων ασκούσαν σημαντική επιρροή οι ομάδες των Ιταλών φυγάδων και το αντίθετο με την πολιτική του Ερρίκου θρησκευόμενο κόμμα, ενώ φάνηκαν να ξαναζωντανεύουν οι θρησκευτικές αντιθέσεις: οι αδιάλλακτοι ουγενότοι αντέδρασαν εναντίον των ιησουιτών και επαναλήφθηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις. Η Μαρία των Μεδίκων έκλινε όλο και περισσότερο προς το καθολικό κόμμα: ο διπλός γάμος, του Λουδοβίκου ΙΓ’ με την Άννα της Αυστρίας και της Ελισάβετ της Γ. με τον γιο του Φιλίππου Β’ της Ισπανίας, έδειχνε τον καθολικό και φιλοϊσπανικό χαρακτήρα της πολιτικής που ακολουθούσε.
Το 1617, όταν ο Λουδοβίκος ΙΓ’ ανέλαβε προσωπικά τη φροντίδα των κρατικών υποθέσεων, εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες στην ιστορία της Γ., ο Αρμάν ντι Πλεσί, καρδινάλιος Ρισελιέ (1585-1642), σε θέση πρωθυπουργού της χώρας. Άρχισε την πολιτική του δράση προσπαθώντας να εξουδετερώσει τη δύναμη των ουγενότων και το 1628, μετά από επίμονη πολιορκία, κατέλαβε τη Λα Ροσέλ, το ισχυρότερο φρούριό τους. Είχε όμως την οξυδέρκεια να διατηρήσει τη θρησκευτική ελευθερία και την ισότητα των δικαιωμάτων τους. Στην πρώτη φάση του Τριακονταετούς πολέμου δεν ανέμειξε άμεσα τη Γ., αλλά περιορίστηκε, με μια έξυπνη πολιτική συμμαχιών, να δημιουργήσει δυσκολίες στην αυτοκρατορία και στην Ισπανία. Η Γ. μπήκε στον πόλεμο το 1635 και το 1642 τα στρατεύματά της έφτασαν στα φυσικά σύνορα του Σκάλδη, των Άλπεων και των Πυρηναίων. Αλλά ούτε ο Ρισελιέ ούτε ο Λουδοβίκος ΙΓ’ μπόρεσαν να παραστούν στον θρίαμβο της πολιτικής τους· πέθαναν, ο πρώτος το 1642 και ο δεύτερος το 1643. Την κληρονομιά τους καρπώθηκε ο καρδινάλιος Μαζαρέν, ιταλικής καταγωγής, που διακρίθηκε ως αξιωματικός του παπικού στρατού και μετά ως διπλωμάτης στην υπηρεσία του πάπα. Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΓ’, η επιτροπεύουσα τον ανήλικο γιο της Λουδοβίκο ΙΔ’ βασιλομήτωρ Άννα της Αυστρίας τον διόρισε πρωθυπουργό της Γ. Ο Μαζαρέν κατόρθωσε να τερματίσει με επιτυχία την πολιτική που είχε εγκαινιάσει ο Ρισελιέ. Με τη συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) αναγνωρίστηκε στη Γ. η κατοχή της Αλσατίας, των πόλεων Μετς, Τουλ και Βερντέν, ενώ εγκαινιάστηκε ουσιαστικά η εποχή της γαλλικής ηγεμονίας στην Ευρώπη, που επικυρώθηκε με την παραχώρηση στη Γ. του Αρτουά και μεγάλου μέρους της Φλάνδρας (Ειρήνη των Πυρηναίων, 1659) και με τον γάμο του Λουδοβίκου ΙΔ’ με τη Μαρία Θηρεσία της Ισπανίας.
Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ και ο θρίαμβος της απόλυτης μοναρχίας. Με τον θάνατο του Μαζαρέν (1661), μόνος ρυθμιστής της γαλλικής πολιτικής έμεινε ο νεαρός βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ’ (1638-1715).
Στη βάση της γαλλικής ακμής του 17ου αι. υπάρχει μια εκπληκτική ανάπτυξη της οικονομίας και της αστικής κοινωνίας, που ευνοήθηκε και από την προοδευτική προσαρμογή της διοίκησης στις ανάγκες μιας εξελισσόμενης κοινωνίας. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε ο κυριότερος από τους συνεργάτες του Λουδοβίκου ΙΔ’, ο Κολμπέρ, που συγκέντρωσε τις αρμοδιότητες επτά αντίστοιχων σημερινών υπουργείων. Πίστευε ότι η βιομηχανία αναπτύσσεται μόνο με την επέμβαση του κράτους. Γι’ αυτό, το κράτος έπρεπε να παίρνει τα σχετικά προστατευτικά μέτρα, να εμποδίζει δηλαδή την εισαγωγή ξένων βιομηχανικών προϊόντων, να διευκολύνει την εισαγωγή πρώτων υλών και να ρυθμίζει την παραγωγή. Συγχρόνως, ο Κολμπέρ κατάργησε τους περιορισμός του εμπορίου, κατασκεύασε δρόμους και διώρυγες και οδήγησε τη χώρα σε μεγάλη οικονομική ακμή, συνέπεια της οποίας ήταν η μεγάλη στρατιωτική ισχύς του Λουδοβίκου. Δημιουργήθηκε ισχυρός στρατός, στήριγμα της απόλυτης μοναρχίας στο εσωτερικό και της επιβολής στο εξωτερικό. Οργανωτής του γαλλικού στρατού, που ανέδειξε τότε πολλούς ονομαστούς στρατηγούς, ήταν ο Λουβουά, ενώ τα βόρεια και τα ανατολικά σύνορα της χώρας οχύρωσε με νέες μεθόδους ο διάσημος μηχανικός Βομπάν.
Μετά τον θάνατο του Φιλίππου Δ’ της Ισπανίας, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ επικαλέστηκε την εκχώρηση των υπό ισπανική κατοχή Κάτω Χωρών στη σύζυγό του Μαρία Θηρεσία. Στον πόλεμο που ακολούθησε, σημείωσε εξαιρετικές στρατιωτικές επιτυχίες και μόνο η απειλή συνασπισμού της Αγγλίας, της Σουηδίας και των Ηνωμένων Επαρχιών τον έκανε να διαπραγματευτεί την ειρήνη του Εξ-λα-Σαπέλ, με την οποία η Γ. αποκτούσε τη βαλονική Φλάνδρα (1668). Νέα απόδειξη της δύναμης της Γ. επί Λουδοβίκου ΙΔ’ δόθηκε στον πόλεμο της Ολλανδίας, στην οποία ο Λουδοβίκος ΙΔ’ εισέβαλε κεραυνοβόλα το 1672. Η επέμβαση της Ισπανίας και της Αγίας Ρωμαïκής Αυτοκρατορίας κατόρθωσε να σώσει την ακεραιότητα του μικρού κράτους, αλλά κόστισε στους Ισπανούς την παραχώρηση στη Γ. της Ελεύθερης Κομητείας και συνοριακών θέσεων στο Βέλγιο (συνθήκη της Ναϊμέχεν, 1678). Κατόπιν, προσάρτησε στη Γ. και την κομητεία του Μομπελιέ, το Ζάαρ (Ζάαρλαντ) και την πόλη του Στρασβούργου (1681).
Έπειτα από τη μεταφορά της αυλής στις Βερσαλίες (1682), άρχισε στη μακρόχρονη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ’ μια νέα και περισσότερο ταραγμένη περίοδος. Η Αγγλική επανάσταση του 1688 και η άνοδος στον θρόνο, αντί των Στιούαρτ, του Γουλιέλμου της Οράγκης, φανατικού εχθρού του Λουδοβίκου ΙΔ’, απειλούσαν σοβαρά τη γαλλική ηγεμονία. Ο Άγγλος βασιλιάς προσχώρησε στην Ένωση της Αυγούστας (που είχε συγκροτηθεί το 1686 από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την Ισπανία, την Ολλανδία και τη Σουηδία) και η Γ. αντιμετώπισε έναν δεκαετή πόλεμο με όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις συνασπισμένες εναντίον της. Με τη συνθήκη της Ρέισουεϊκ (Ρίσβικ, 1697), η Γ. παραιτήθηκε από όλες τις εδαφικές κατακτήσεις που είχε πετύχει μετά την ειρήνη της Ναϊμέχεν (Νιμέγκεν), εκτός από το Στρασβούργο. Το πολεμικό και το οικονομικό βάρος που επιβάρυνε τον πληθυσμό, καθώς και μια σειρά από κακές σοδειές αύξαναν συνέχεια τη δυσφορία του λαού.
Σε αυτές τις συνθήκες βρισκόταν η Γ. όταν άρχισε ο τελευταίος πόλεμος της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’: ο πόλεμος για την ισπανική διαδοχή. Πριν πεθάνει ο Κάρολος Β’ την Ισπανίας είχε ορίσει διάδοχό του τον Φίλιππο τον Ανδηγαυικό (Ανζού), ανιψιό του Λουδοβίκου ΙΔ’. Η υπόδειξη αυτή αμφισβητήθηκε από τον αυτοκράτορα, που αντέταξε την υποψηφιότητα του Καρόλου των Αψβούργων, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της Αγγλίας και της Ολλανδίας. Με το μέρος της Γ. τάχθηκε η Βαυαρία και ο δούκας της Σαβοΐας. Ο πόλεμος ήταν σκληρός. Με τις συνθήκες της Ουτρέχτης (1713) και του Ράσταντ (1714), ο Φίλιππος ο Ανδηγαυικός αναγνωρίστηκε βασιλιάς της Ισπανίας, αλλά έχασε τις φλαμανδικές και τις ιταλικές κτήσεις του, που περιήλθαν στην Αυστρία. Με τη σειρά της, η Γ. παραχώρησε στην Αγγλία την Ακαδία και τη Νέα Γη.
Ο πόλεμος της ισπανικής διαδοχής σημείωσε την εμφάνιση στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή της Αγγλίας, ως δύναμης πρώτου μεγέθους. Και αυτό οδήγησε σε μια αγγλογαλλική προσέγγιση που συνετέλεσε στη γαλλική επιτυχία στον πόλεμο της πολωνικής διαδοχής (1733-38), όπου η Αγγλία δεν πήρε μέρος και ο οποίος έληξε με την προσάρτηση της Λορένης στη Γ. Αλλά η πολιτική της καλής γειτονίας με την Αγγλία δεν κράτησε πολύ. Ο πόλεμος της αυστριακής διαδοχής (1740-48) βρήκε τη Γ. σύμμαχο της Πρωσίας, στο αντίθετο στρατόπεδο από την Αγγλία, που υποστήριζε τη Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας. Αυτή τη φορά η Γ. βγήκε αλώβητη από τη δοκιμασία (συνθήκη του Εξ-λα-Σαπέλ, 1748). Αντίθετα, όμως, γνώρισε σοβαρές απώλειες στον Επταετή πόλεμο (1756-63), που ανέτρεψε τελείως το σύστημα των καθιερωμένων συμμαχιών. Ο πόλεμος αυτός, παρά τις εντυπωσιακές μάχες στην Ευρώπη, ήταν πάνω απ’ όλα μια καθαρά αγγλογαλλική αποικιακή διαμάχη. Τερματίστηκε με τη συνθήκη του Παρισιού (1763), με την οποία η Γ. έχασε μεγάλο μέρος από τις αποικιακές κτήσεις της. Η γαλλική ηγεμονία είχε πια οριστικά κλονιστεί. Η κατάληψη της Κορσικής (1768) από τους Γενοβέζους δεν μπορούσε βέβαια να αντισταθμίσει τις ζημιές του 1763, ούτε να ανορθώσει το γαλλικό γόητρο που είχε τρωθεί.
Η Γαλλική επανάσταση. Στη Γ. των Βουρβόνων, η φεουδαρχική αριστοκρατία και ο κλήρος αποτελούσαν τις δύο αριστοκρατικές τάξεις, απέναντι στις οποίες ο κύριος όγκος του γαλλικού πληθυσμού ονομαζόταν τρίτη τάξη (Τiers État). Στη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, τα οικονομικά του κράτους είχαν φτάσει σε αδιέξοδο και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των υπουργών Τιργκό και Νεκέρ απέτυχαν, αφού αντιμετώπισαν την αντίδραση της αυλής και των ευγενών. Ο βασιλιάς συγκάλεσε τότε τις γενικές τάξεις (États Généraux), τους αντιπροσώπους δηλαδή και των τριών τάξεων, οι οποίες δεν είχαν συγκληθεί από τις ημέρες του Ρισελιέ (1614). Οι αντιπρόσωποι συνήλθαν στις 5 Μαΐου 1789 στο ανάκτορο των Βερσαλιών. Αλλά το σύστημα ψηφοφορίας κατά τάξεις, όπως πρότειναν η αριστοκρατία και ο κλήρος, ή κατά κεφαλήν, όπως ζητούσαν οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης που ήταν και οι περισσότεροι, διαίρεσε οριστικά τη συνέλευση, με αποτέλεσμα να αυτοανακηρυχθούν εθνοσυνέλευση οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης. Δεν μπόρεσε να ανατρέψει την απόφασή τους αυτή ούτε η επέμβαση του βασιλιά που, στις 20 Ιουνίου, διέταξε να κλείσει η αίθουσα των συνεδριάσεων στο ανάκτορο των Βερσαλιών. Οι αντιπρόσωποι των αστών πήγαν στην αίθουσα των ανακτόρων, που χρησίμευε ως σφαιριστήριο (Jeu de Ρaume) και ορκίστηκαν να μη διαλυθούν πριν δώσουν στη χώρα νέο σύνταγμα (Όρκος του Σφαιριστηρίου, 20 Ιουνίου 1789). Λίγες μέρες αργότερα, στις 27 Ιουνίου, η αριστοκρατία και ο κλήρος δέχτηκαν να μετάσχουν στις συνεδριάσεις της νέας Συντακτικής συνέλευσης που ανακηρύχθηκε στην αίθουσα του σφαιριστηρίου.
Σε αυτό το σημείο μπήκε στη σκηνή ο λαός του Παρισιού και της υπαίθρου. Στις 14 Ιουλίου, μετά από αιματηρή συμπλοκή, κατελήφθη το φρούριο της Βαστίλης, το οποίο αποτελούσε τότε φυλακή πολιτικών κρατουμένων. Τη νύχτα μεταξύ 4ης και 5ης Αυγούστου η Συντακτική συνέλευση κήρυξε την κατάργηση όλων των φεουδαρχικών δικαιωμάτων και στις 26 Αυγούστου δημοσίευσε, μετά από πρόταση του Λαφαγιέτ, ήρωα του αγώνα της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, την περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, που στηριζόταν στις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας όλων των πολιτών απέναντι στον νόμο. Η λαϊκή επανάσταση είχε νικήσει και είχε λύσει υπέρ της τρίτης τάξης την αντίθεση που είχε εκδηλωθεί μετά τη σύγκληση των γενικών συμβουλίων. Η νίκη αυτή επικυρώθηκε στις 7 Οκτωβρίου, όταν ο παρισινός λαός βάδισε προς τις Βερσαλίες και ανάγκασε τον βασιλιά να επιστρέψει στο Παρίσι.
Οι εργασίες της Συντακτικής συνέλευσης τερματίστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1791, όταν τη διαδέχτηκε η Νομοθετική συνέλευση.
Από τις ημέρες της Συντακτικής, όμως, είχαν ήδη αρχίσει οι δυσκολίες. Στην πρωτεύουσα γινόταν λόγος για μια αριστοκρατική συνωμοσία που είχε σκοπό να συντρίψει, με τη βοήθεια των ξένων, την επανάσταση, ενώ στις πόλεις και στην ύπαιθρο εκδηλωνόταν έντονη και επικίνδυνη λαϊκή δυσφορία. Μέσα σε αυτό το κλίμα έφτασε η είδηση (20 Ιουνίου 1791) ότι ο βασιλιάς είχε αποπειραθεί να διαφύγει και είχε συλληφθεί στη Βαρέν. Η δυνατότητα μιας συνταγματικής μοναρχίας, κατά βάση τέτοια όπως την προέβλεπε το σύνταγμα, ξεπεράστηκε από τα γεγονότα. Η επανάσταση, αν ήθελε να σωθεί, θα έπρεπε να κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός και να κηρύξει τη Δημοκρατία. Στο μεταξύ, είχε αρχίσει να συνεδριάζει η Νομοθετική συνέλευση. Σε αυτήν υπερίσχυσε από την αρχή η ομάδα της φιλελεύθερης και εμπορικής αστικής τάξης των γιρονδίνων. Η κυβέρνηση των γιρονδίνων Μπρισό και Ρολάν εφάρμοζε μια πολιτική περισσότερο τυπικά παρά ουσιαστικά επαναστατική. Αντί να προσπαθήσει, πριν απ’ όλα, να επιλύσει τα εσωτερικά προβλήματα, προτίμησε να εκφράσει το επαναστατικό πνεύμα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Η ένταση μεταξύ της επαναστατικής Γ. και των ευρωπαϊκών κρατών γινόταν οξύτερη και τον Απρίλιο του 1792 η Γ. αντιμετώπισε πόλεμο με την Αυστρία.
Γρήγορα, η κατάσταση έγινε σοβαρότατη: οι στρατιωτικές ήττες και η ιλιγγιώδης πτώση του νομίσματος ενίσχυαν στις αντιδραστικές τάξεις την ελπίδα της παλινόρθωσης. Το καλοκαίρι του 1792 ξέσπασε η σύγκρουση. Στην παύση των γιρονδίνων υπουργών από τον βασιλιά, η συνέλευση απάντησε με τη συγκέντρωση στο Παρίσι επαρχιακών τμημάτων της εθνοφυλακής. Στις 10 Αυγούστου οι φρουρές της Μασσαλίας και ο λαός του Παρισιού εισέβαλαν στα ανάκτορα του Κεραμεικού. Η συνέλευση κήρυξε έκπτωτο τον βασιλιά και αποφάσισε, μετά από πρόταση του Ιακωβίνου Ροβεσπιέρου, τη σύγκληση νέας συνέλευσης που θα εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία, της Συμβατικής. Αυτή συνήλθε την ίδια μέρα που τα γαλλικά στρατεύματα σημείωσαν την πρώτη νίκη εναντίον των Πρώσων στο Βαλμί (20 Σεπτεμβρίου 1792), με την αρχική υπεροχή των μετριοπαθών γιρονδίνων, που προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να αναβάλουν και τη δίκη και την εκτέλεση του βασιλιά (21 Ιανουαρίου 1793), η οποία σημείωσε τη νίκη των πιο επαναστατικών ρευμάτων, με κύριους εκπροσώπους τους τον Ροβεσπιέρο και τον Σεν-Ζιστ.
Στο μεταξύ, η κατάσταση γινόταν διαρκώς σοβαρότερη. Στις 2 Ιουνίου 1793 η Συμβατική, κυκλωμένη από τα ένοπλα παρισινά σώματα, ψήφισε τη σύλληψη 29 γιρονδίνων βουλευτών. Οι ορεινοί (όπως ονομαζόταν η πιο αδιάλλακτη ομάδα, που καταλάμβανε τα πάνω έδρα της εθνοσυνέλευσης, εξ ου και η ονομασία) θεώρησαν ότι μοναδικός τρόπος για να επιβληθούν και να αντιμετωπίσουν την κατάσταση ήταν η Τρομοκρατία, που κηρύχθηκε τον Σεπτέμβριο του 1793 από τη Συμβατική. Παράλληλα, ψηφίστηκε και ο νόμος περί υπόπτων. Η εξουσία είχε συγκεντρωθεί στα χέρια της Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας, στην οποία μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Δάντων (Νταντόν), ο Ροβεσπιέρος και ο Σεν-Ζιστ. Η επιτροπή, παρότι μέσα σε έναν χρόνο κατάφερε να αναδιοργανώσει τον στρατό και να αυξήσει την παραγωγή, εφαρμόζοντας δρακόντεια μέτρα κατά της κερδοσκοπίας, προχώρησε σε σκληρότατα μέτρα για να επιβάλει το καθεστώς. Σχηματίστηκε Έκτακτο Επαναστατικό Δικαστήριο και άρχισαν θανατικές καταδίκες και ομαδικές εκτελέσεις. Ο χριστιανισμός παραμερίστηκε μπροστά στη λατρεία του Υπέρτατου Όντος (ντεϊσμός), που κηρύχθηκε από τον Ροβεσπιέρο, και τα λατινικά ονόματα των μηνών έδωσαν τη θέση τους σε λαϊκά. Η περίοδος των 14 μηνών, από τον Μάιο του 1793 έως τον Ιούλιο του 1794, ονομάστηκε Τρομοκρατία. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με την περίοδο αυτή, βλ. λ. Γαλλική Επανάσταση).
Η Αυτοκρατορία και οι Ναπολεόντειοι χρόνοι. Στις 27 Ιουλίου 1794 (στις 9 Θερμιδόρ, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο) η Συμβατική κατηγόρησε τους ιακωβίνους της επιτροπής, χωρίς καμία αντίδραση των λαϊκών μαζών. Την άλλη μέρα ο Ροβεσπιέρος, ο Σεν-Ζιστ και άλλοι διακεκριμένοι ιακωβίνοι θανατώθηκαν στη λαιμητόμο. Έτσι, η μετριοπαθής αστική τάξη ανακτούσε τον έλεγχο. Η νέα εθνοσυνέλευση ψήφισε πιο συντηρητικό σύνταγμα, παραχωρώντας την εκτελεστική εξουσία στο πενταμελές Διευθυντήριο, που κυβερνούσε με τη βοήθεια δύο κοινοβουλίων: της Βουλής των Πεντακοσίων και της Βουλής των Γερόντων (γερουσία). Για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη μοναρχική αντίδραση, η εθνοσυνέλευση αποφάσισε οι αντιπρόσωποι της νέας βουλής να προέρχονται κατά τα 2/3 από τη Συμβατική. Η μοναρχική εξέγερση που ακολούθησε αυτό το μέτρο συνετρίβη στις 5 Οκτωβρίου 1795.
Έμενε το πρόβλημα του τερματισμού του συνεχιζόμενου πολέμου. Τον Απρίλιο του 1796 ο στρατηγός Βοναπάρτης εισέβαλε στη βόρεια Ιταλία και ανάγκασε, έπειτα από μια κεραυνοβόλα εκστρατεία, τους Πεδεμοντίους να παραδοθούν. Κύριος του Μιλάνου και του φρουρίου της Μάντοβα, συνέτριψε έπειτα τους Αυστριακούς στο Ριβολί και προχώρησε έως τη Βιέννη, ενώ τα στρατεύματα του Ος περνούσαν τον Ρήνο. Με τη δύναμη που του έδιναν οι λαμπρές αυτές νίκες, ο Βοναπάρτης διαπραγματεύτηκε με τους Αυστριακούς την παραχώρηση στη Γ. του Βελγίου και της Λομβαρδίας, ως αντάλλαγμα για την προσάρτηση της Δημοκρατίας της Βενετίας στην Αυστρία. Αυτό ήταν, εκτός από πράξη ανυπακοής, απάρνηση μιας από τις βασικές αρχές της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή της πρωταρχικής σημασίας των συνόρων του Ρήνου και του μικρότερου ενδιαφέροντος για το ιταλικό μέτωπο. Το Διευθυντήριο δεν τόλμησε όμως να αποδοκιμάσει τον στρατηγό του. Τον Απρίλιο του 1797 η μερική ανανέωση του νομοθετικού σώματος ήταν μεγάλη επιτυχία των συνταγματικών μοναρχικών. Μόνο ο στρατός μπορούσε να βγάλει την επαναστατική αστική τάξη από αυτή τη δυσκολία. Ο Βοναπάρτης άρπαξε την ευνοϊκή ευκαιρία: γυρίζοντας στο Παρίσι, τη νύχτα της 3ης προς 4η Σεπτεμβρίου (17-18 Φρουκτιδόρ), ο στρατός κύκλωσε τον Κεραμεικό. Δύο από τα μέλη του Διευθυντηρίου (ο Καρνό και ο Μπαρτελεμί) αντικαταστάθηκαν από πιο πιστά δημοκρατικά στοιχεία. Σε αντάλλαγμα, ο Βοναπάρτης πήρε απόλυτη εξουσιοδότηση για τις διαπραγματεύσεις με την Αυστρία. Η συνθήκη του Καμποφόρμιο, που υπογράφηκε στις 17 Οκτωβρίου 1797, παραχωρούσε το Βένετο στην Αυστρία και το Βέλγιο στη Γ. Ένα μυστικό πρωτόκολλο, όμως, επικύρωνε την παραχώρηση της αριστερής όχθης του Ρήνου στη Γ. Στην Ιταλία δημιουργήθηκε η Εντεύθεν των Άλπεων Δημοκρατία, που συνδεόταν στενά με τη Γ.
Οι εχθροπραξίες όμως συνεχίζονταν με την Αγγλία. Ο Βοναπάρτης έπεισε το Διευθυντήριο να επιχειρήσει μια εκστρατεία στην Αίγυπτο με σκοπό να πλήξει την Αγγλία στις αποικιακές κτήσεις της. Του παρασχέθηκαν όλα τα στρατιωτικά, ναυτικά και οικονομικά μέσα και ο ίδιος διάλεξε 30.000 άντρες από τη στρατιά της Ιταλίας. Έφτασε στην Τουλόν στις 8 Μαΐου και απέπλευσε στις 19 του ίδιου μήνα. Αφού κυρίευσε τη Μάλτα, έπλευσε κατευθείαν στην Αίγυπτο. Την 1η Ιουλίου ο γαλλικός στόλος εμφανίστηκε έξω από την Αλεξάνδρεια. Πριν από την αποβίβαση του στρατού, ο Ναπολέων απηύθυνε προκήρυξη προς τον αιγυπτιακό λαό, λέγοντας ότι σκοπός του ήταν να τερματίσει την τυραννία των Μαμελούκων και ότι θα σεβόταν τα ήθη, τη θρησκεία και τους νόμους τους. Μετά την κατάληψη της Αλεξάνδρειας, ο Ναπολέων προέλασε εναντίον της πρωτεύουσας της Αιγύπτου. Στις 21 Ιουλίου ο γαλλικός στρατός έφτασε στα περίχωρα του Καΐρου και σε μικρή απόσταση από τις πυραμίδες δόθηκε μάχη, στην οποία καταστράφηκε τελείως ο αιγυπτιακός στρατός. Ενώ όμως ο Ναπολέων ετοιμαζόταν για νέες κατακτήσεις, επιστολή του διοικητή της Αλεξάνδρειας, στρατηγού Κλεμπέρ, του ανήγγειλε την καταστροφή του γαλλικού στόλου από τον Νέλσον, στον κόλπο του Αμπουκίρ (1 Αυγούστου 1798). Ο Ναπολέων στράφηκε τότε κατά της Συρίας. Με μικρή δύναμη διέσχισε την έρημο μεταξύ Αιγύπτου και Συρίας και κατέλαβε την Ιόπη. Αλλά συνάντησε ισχυρή αντίσταση στην Πτολεμαΐδα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αίγυπτο, όπου στις 25 Ιουλίου 1799 κατέστρεψε τον τουρκικό στρατό, τον οποίο είχε αποβιβάσει ο αγγλικός στόλος στην παραλία του Αμπουκίρ. Μαζί με τον Ναπολέοντα, στη διάρκεια των επιχειρήσεών του στην Αίγυπτο, πολέμησε και σώμα Ελλήνων εθελοντών, με αρχηγό τον Νικόλαο Τσεσμελή ή Παπάζογλου. Ακριβώς για το ελληνικό αυτό στρατιωτικό σώμα συνέθεσε ο Αδαμάντιος Κοραής το Άσμα Πολεμιστήριον (1800).
Στο μεταξύ, οι εδαφικές κατακτήσεις των Γάλλων στην Ιταλία (κατάληψη των παπικών κρατών του Πεδεμοντίου και εγκατάσταση στη Νάπολη της Δημοκρατίας της Νάπολης) και στην Ελβετία (ίδρυση της Ελβετικής Δημοκρατίας) προκάλεσαν τη νέα επέμβαση στον πόλεμο της Αυστρίας και της Ρωσίας. Σύντομα, όλες οι ιταλικές κτήσεις χάθηκαν και η θέση του Διευθυντηρίου στο εσωτερικό έγινε ασταθής.
Ο Βοναπάρτης αγνοούσε την κατάσταση στη Γ., όταν ο αδελφός του Ιωσήφ εμπιστεύτηκε στον Σωτήρη Βούρβαχη από την Κεφαλονιά τη ριψοκίνδυνη αποστολή να μεταφέρει επιστολή στην Αίγυπτο με την οποία τον παρότρυνε να επισπεύσει την επάνοδό του στη χώρα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ο Βοναπάρτης κατέλαβε την εξουσία με το πραξικόπημα της 18ης Μπριμέρ (Νοέμβριος 1799) και πρωτοστάτησε στη σύνταξη νέου συντάγματος, με το οποίο ο ίδιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους για δέκα χρόνια ως πρώτος ύπατος. Ήταν ο ανώτατος αρχηγός του στρατού, ρύθμιζε την εξωτερική πολιτική και είχε την εκτελεστική εξουσία. Διόριζε επίσης τα 60 μέλη της γερουσίας (Senat) και εξέλεγε τα μέλη των δύο βουλών από κατάλογο που κατάρτιζαν οι εκλογείς.
Το 1798, η Γ. βρέθηκε αντιμέτωπη με νέο εχθρικό συνασπισμό, στον οποίο έλαβαν μέρος η Αγγλία, η Αυστρία, η Ρωσία και η Τουρκία. Στην αρχή, οι Γάλλοι είχαν σημαντικές αποτυχίες. Ο αρχιδούκας Κάρολος της Αυστρίας νίκησε τον γαλλικό στρατό κοντά στον Ρήνο, ενώ στην Ιταλία ο διάσημος Ρώσος στρατηλάτης Σουβάροφ σημείωσε λαμπρές επιτυχίες ως επικεφαλής των ρωσοαυστριακών στρατευμάτων. Η έκβαση του πολέμου άλλαξε όταν ο Ναπολέων, με εφεδρική στρατιά που είχε κρυφά ετοιμάσει, πέρασε από τον Άγιο Βερνάρδο στην Ιταλία και σημείωσε στο Μαρέγκο (14 Ιουνίου 1800) αποφασιστική νίκη, την ίδια στιγμή που ο στρατηγός Μορό κατατρόπωνε τους Αυστριακούς στο Χοχενλίντεν. Η Αυστρία αναγκάστηκε να υπογράψει την Ειρήνη της Λουνεβίλ (1801), που επικύρωσε τους όρους της ειρήνης του Καμποφόρμιο. Την ακολούθησε η Αγγλία, η οποία με την ειρήνη της Αμιένης (1802) υποχρεώθηκε να επιστρέψει τις γαλλικές αποικίες και να εγκαταλείψει τη Μάλτα και την Αλεξάνδρεια.
Η παραμονή των Άγγλων στην Αλεξάνδρεια και στη Μάλτα, παρά τη συνθήκη της Αμιένης, σήμανε την επανάληψη των εχθροπραξιών. Με πρωτοβουλία του Άγγλου πρωθυπουργού Πιτ, η Αγγλία, η Αυστρία, η Ρωσία και η Σουηδία ενώθηκαν για να πολεμήσουν τον Ναπολέοντα. Ο γαλλικός στρατός, που είχε συγκεντρωθεί στη Βουλόνη, προχώρησε χωρισμένος σε δύο τμήματα κατά της Αυστρίας αναγκάζοντας τον στρατηγό Μακ να συνθηκολογήσει. Στο μεταξύ η Πρωσία προσχώρησε στη συμμαχία εναντίον της Γ. και ο Ναπολέων, περικυκλωμένος από εχθρικές δυνάμεις, βρέθηκε σε μειονεκτική θέση. Αλλά ο ρωσικός στρατός, βοηθούμενος από μικρή αυστριακή δύναμη, επιτέθηκε με διαταγή του τσάρου –πριν ακόμα φτάσουν οι ενισχύσεις των συμμάχων– κοντά στο Αούστερλιτς, όπου γνώρισε συντριπτική ήττα (2 Δεκεμβρίου 1805). Με τη μάχη αυτή η συμμαχία εναντίον της Γ. ουσιαστικά διαλύθηκε. Η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και δημιουργήθηκε η Ομοσπονδία του Ρήνου, από την ένωση 14 ηγεμόνων.
Η υποταγή της Πρωσίας ήταν το επόμενο σχέδιο του Ναπολέοντα. Προελαύνοντας ακάθεκτος με τα στρατεύματά του, συνέτριψε τον πρωσικό στρατό στην Ιένα και στην Άουερστετ και μπήκε θριαμβευτής στο Βερολίνο (Οκτώβριος 1806). Στη μάχη του Φρίντλαντ κατέβαλε και τα ρωσικά στρατεύματα, που έσπευσαν να βοηθήσουν τους Πρώσους, και ανάγκασε τον τσάρο Αλέξανδρο να συνθηκολογήσει. Τότε έγινε η ονομαστή συνάντηση του Ναπολέοντα με τον τσάρο Αλέξανδρο στον ποταμό Νιέμεν, απέναντι από την πόλη Τίλσιτ, μέσα σε πλωτό περίπτερο. Τη συνάντηση αυτή ακολούθησε η συνθήκη του Τίλσιτ (18 Ιουλίου 1807), με την οποία η Πρωσία έχασε τα μισά από τα εδάφη της και υποχρεώθηκε να πληρώσει 160 εκατ. φράγκα για πολεμική αποζημίωση.
Παράλληλα, με μυστική διάταξη της ίδιας συνθήκης, η Ρωσία παραχώρησε στους Γάλλους την περιοχή του Κατάρο και κατά πλήρη κυριότητα τα νησιά του Ιονίου. Σε εκτέλεση της διάταξης αυτής ο στρατηγός Μπερτιέ κατέλαβε τον Σεπτέμβριο του 1807 τα Επτάνησα.
Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Τίλσιτ, η προσοχή του Ναπολέοντα στράφηκε προς την Αγγλία, η οποία είχε κηρύξει σε αποκλεισμό τη Γ. Από το Βερολίνο ο Βοναπάρτης εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο επέβαλε κι αυτός τον αποκλεισμό του αγγλικού εμπορίου και απαγόρευε την πώληση αγγλικών εμπορευμάτων στη Γ. και στους συμμάχους της. Την ίδια εποχή ο Ναπολέων, επωφελούμενος από τις εσωτερικές δυσχέρειες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, έστειλε στρατό στην Ιβηρική χερσόνησο, κατέλαβε τη Μαδρίτη και κατέλυσε την ισπανική δυναστεία. Στην Πορτογαλία όμως αποβιβάστηκε αγγλικός στρατός, ο οποίος νίκησε τους Γάλλους και τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Συγχρόνως, στην Ισπανία άρχισε αντίσταση του λαού, η οποία αν και ανοργάνωτη έφθειρε σε μεγάλο βαθμό τις γαλλικές δυνάμεις.
Από την άλλη μεριά, οι γερμανικές χώρες άρχισαν –με την υποκίνηση της Αυστρίας– αγώνα για την αποτίναξη του γαλλικού ζυγού. Ο Ναπολέων κήρυξε πάλι (1809) τον πόλεμο κατά της Αυστρίας και, μετά από περιπετειώδεις συγκρούσεις κοντά στον Δούναβη, νίκησε στη μάχη του Βάγκραμ (5-6 Ιουλίου 1809). Με την ειρήνη της Βιέννης που ακολούθησε (Οκτώβριος 1809), η Αυστρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει στη Γ. τμήματα της Καρνιόλης, της Καρινθίας, της Κροατίας και της Δαλματίας και να καταβάλει σημαντική πολεμική αποζημίωση.
Νέες περιπλοκές προέκυψαν από την άρνηση του τσάρου Αλεξάνδρου Α’ να εφαρμόσει τον αποκλεισμό του αγγλικού εμπορίου. Οι γαλλορωσικές σχέσεις γρήγορα οξύνθηκαν και ο Ναπολέων αποφάσισε να εισβάλει στη Ρωσία. Τον Απρίλιο του 1812, με δύναμη περίπου 500.000 στρατιωτών, αποτελούμενη από Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς και Πολωνούς, πέρασε το Νέμαν (Νιέμεν) και προχώρησε μέχρι το Σμολένσκ, το οποίο οι Ρώσοι εγκατέλειψαν έπειτα από αιματηρή μάχη. Μετά από νέα αποφασιστική μάχη στο Μποροντίν, 70 χλμ. έξω από τη Μόσχα, ο Ναπολέων εισήλθε στη Μόσχα, την οποία όμως είχαν πυρπολήσει κατά την υποχώρησή τους οι Ρώσοι. Για πέντε εβδομάδες, μάταια ο Βοναπάρτης περίμενε ότι ο τσάρος θα ζητούσε ειρήνη. Ο χειμώνας πλησίαζε, τα τρόφιμα σπάνιζαν και η αταξία άρχισε να επικρατεί στο στράτευμα. Έτσι, στις 18 Οκτωβρίου 1812 ο Ναπολέων έδωσε το σύνθημα της υποχώρησης. Η υποχώρηση αυτή μεταβλήθηκε σε κόλαση για τους στρατιώτες του, καθώς η πείνα, το κρύο και οι επιτιθέμενοι Κοζάκοι τους αποδεκάτιζαν. Συγχρόνως, η υποχώρηση έδωσε το σύνθημα για την εξέγερση των γερμανικών λαών.
Ύστερα από την καταστρεπτική μάχη του Μπερεζίνα (Νοέμβριος), ο Ναπολέων, αφού άφησε στον Μιρά την αρχηγία των δυνάμεων που του είχαν απομείνει, γύρισε μόνος, με ταχυδρομική άμαξα, στο Παρίσι. Ανασυγκρότησε τότε νέο στρατό, με τον οποίο αντιμετώπισε τον συνασπισμό της Ρωσίας, της Πρωσίας, της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Σουηδίας. Μετά από δύο νίκες του, στο Λούτσεν και στο Μπάουτσεν, αντιμετώπισε τον ενωμένο στρατό των συμμάχων στη Λειψία (μάχη της Λειψίας ή μάχη των Εθνών, 16-19 Οκτωβρίου 1813). Ο γαλλικός στρατός νικήθηκε και υποχώρησε στη Γ. Η Γερμανία μέχρι τον Ρήνο ήταν ελεύθερη, οι Γερμανοί ηγεμόνες αποστάτησαν και η Ομοσπονδία του Ρήνου διαλύθηκε.
Στις αρχές του 1814, πέντε στρατιές προσπαθούσαν να παραβιάσουν από διαφορετικά σημεία το γαλλικό έδαφος που ο Ναπολέων υπερασπίστηκε σπιθαμή προς σπιθαμή, ώσπου μετά την είσοδο του εχθρού στο Παρίσι (Μάρτιος 1814) παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στο νησί Έλβα, ενώ στον θρόνο της Γ. ξαναγύριζαν οι Βουρβόνοι. Ακολούθησε η ειρήνη των Παρισίων (30 Μαΐου 1814), με την οποία η Γ. επανερχόταν στα σύνορα του 1792 και αποκτούσε πάλι σχεδόν όλες τις αποικίες της. Αλλά τον Μάρτιο του 1815, οι ηγεμόνες και οι υπουργοί που ήταν συγκεντρωμένοι στο συνέδριο της Βιέννης πληροφορήθηκαν ξαφνικά ότι ο Ναπολέων, ξεφεύγοντας από την αγγλική επιτήρηση, είχε επιστρέψει στο Παρίσι, όπου τον είχε δεχτεί με ενθουσιασμό ο λαός. Ήταν η ύστατη αναλαμπή του, που έμεινε γνωστή στην ιστορία με την ονομασία οι Εκατό Ημέρες. Όταν είδε να απορρίπτονται οι προτάσεις του για ειρήνη, ο Ναπολέων οργάνωσε στρατό και εισέβαλε στο Βέλγιο. Έπειτα όμως από μερικές αρχικές νίκες, νικήθηκε οριστικά στο Βατερλό (18 Ιουνίου 1815) από τους Άγγλους του Γουέλινγκτον και τους Πρώσους του Μπλίχερ. Ξαναγυρίζοντας στο Παρίσι, παραιτήθηκε για δεύτερη φορά και παραδόθηκε στους Άγγλους, οι οποίοι τον μετέφεραν στην Αγία Ελένη, ένα νησάκι στο μέσον του Ατλαντικού. Εκεί ο Κορσικανός αυτοκράτορας των Γάλλων έζησε αιχμάλωτος μέχρι τον θάνατό του (5 Μαΐου 1821).
Από την εδαφική συρρίκνωση στη Δεύτερη Αυτοκρατορία. Η δεύτερη ειρήνη των Παρισίων, που ακολούθησε τη μάχη του Βατερλό, επανέφερε τη Γ. στα πριν από την επανάσταση σύνορά της. Μεταξύ του 1820 και του 1827 το πνεύμα της Παλινόρθωσης επικρατούσε σε όλους τους τομείς της γαλλικής ζωής. Μετά από μια σύντομη παρένθεση της φιλελεύθερης κυβέρνησης Μαρτινιάκ, οι βασιλικοί ξαναγύρισαν στην εξουσία με τον Πολινιάκ. Η νέα κυβέρνηση, για να αποσπάσει την προσοχή από τα προβλήματα της εσωτερικής πολιτικής, κατέλαβε το Αλγέρι το 1830. Αλλά η κοινή γνώμη και ο Τύπος εξακολουθούσαν να είναι εχθρικοί. Ο Κάρολος Ι’, που διαδέχτηκε τον Λουδοβίκο ΙΗ’ το 1824, επέβαλε με τέσσερα διατάγματα (25 Ιουλίου 1830) τη λογοκρισία, διέλυσε τη βουλή, καθιέρωσε νέο εκλογικό νόμο και προκήρυξε εκλογές. Μεταξύ 27 και 29 Ιουλίου ο λαός ξεσηκώθηκε, κατέλαβε το Παρίσι και ο βασιλιάς έφυγε από τη Γ. Τότε, ο Ταλεϋράνδος κατόρθωσε να επιβάλει μια συνταγματική μοναρχία. Ο Λουδοβίκος Φίλιππος της Ορλεάνης θα βασίλευε με τον τίτλο βασιλιάς των Γάλλων και ο Χάρτης θα γινόταν σύνταγμα.
Η συνταγματική μοναρχία του Λουδοβίκου Φιλίππου κράτησε 18 χρόνια, κατά τα οποία η Γ. γνώρισε μια περίοδο γαλήνης και περισυλλογής. Στην εξωτερική πολιτική η μοναρχία του Ιουλίου στηρίχτηκε κυρίως στη συνεργασία με την Αγγλία και στην αρχή της μη επέμβασης. Η κατάκτηση της Αλγερίας –που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1840 και 1847– συνέβαλε επίσης στην ενίσχυση του γοήτρου της μοναρχίας, που έγινε εντονότερη με την οικονομική πρόοδο. Η ίδια όμως η ανάπτυξη της κοινωνίας δημιουργούσε νέα προβλήματα. Ιδιαίτερα η εκβιομηχάνιση δημιουργούσε ένα εργατικό προλεταριάτο σύγχρονου τύπου, συγκεντρωμένο στα μεγάλα κέντρα ορυχείων του βορρά και γύρω από τις υφαντουργίες της Λιόν. Η οικονομική κρίση του 1847, που όξυνε τις πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις, οδήγησε σε παραίτηση την κυβέρνηση (22 Φεβρουαρίου 1848) και σε λαϊκή εξέγερση. Στις 24 Φεβρουαρίου κατελήφθη η πρωτεύουσα και ο Λουδοβίκος Φίλιππος έφυγε βιαστικά από το Παρίσι. Η Δεύτερη Δημοκρατία, που κηρύχθηκε με την πίεση των επαναστατημένων Παριζιάνων, είχε να αντιμετωπίσει ένα απειλητικό κοινωνικό πρόβλημα που γινόταν οξύτερο από τη σοβαρή οικονομική κρίση.
Η Δεύτερη Δημοκρατία έσπευσε να επαναφέρει την καθολική ψηφοφορία και να καθιερώσει (12 Νοεμβρίου 1848) το νέο σύνταγμα, που όριζε ότι η εκλογή του προέδρου θα γινόταν άμεσα από τον λαό. Πρόεδρος εξελέγη, με 5,5 εκατ. ψήφους, ο ανιψιός του Ναπολέοντα, Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης, που συγκέντρωνε τις συμπάθειες του κλήρου και των αδιάλλακτων συντηρητικών. Στις 2 Δεκεμβρίου 1851 ο Λουδοβίκος Ναπολέων με πραξικόπημα συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες και έναν χρόνο αργότερα ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Η Δεύτερη Αυτοκρατορία είχε καθαρά απολυταρχικό χαρακτήρα. Διπλωματικές και πολιτικές επιτυχίες που σημειώθηκαν κατά την πρώτη 15ετία εδραίωσαν τη θέση του Ναπολέοντα, ενώ η γαλλική οικονομία έμπαινε σε μια περίοδο μεγάλης ανάπτυξης. Η παραγωγή ατσαλιού πενταπλασιάστηκε, ο αριθμός των ατμομηχανών έφτασε από 7.000 το 1851 σε 15.000 το 1869, το σιδηροδρομικό δίκτυο, περιορισμένο έως τότε, έφτανε το 1860 τα 18.000 χλμ., ο πληθυσμός αυξήθηκε σε 38 εκατ. το 1868. Η απολυταρχικότητα όμως του συστήματος άρχισε να γίνεται εμπόδιο στην εξέλιξη. Το αυτοκρατορικό γόητρο, μετά την άνοδο της πρωσικής δύναμης, γνώρισε καθαρή πτώση και δεν ανακτήθηκε παρά με μια απόπειρα φιλελευθεροποίησης με τον σχηματισμό υπεύθυνης κυβέρνησης με πρόεδρο τον Εμίλ Ολιβιέ.
Η Κομούνα του Παρισιού και η Τρίτη Δημοκρατία. Οι σχέσεις με την Πρωσία χειροτέρευαν και τελικά κατέληξαν σε σύγκρουση που έληξε με την ήττα του Ναπολέοντα, ο οποίος μάλιστα συνελήφθη αιχμάλωτος στο Σεντάν, μαζί με 100 χιλιάδες άντρες. Οι Πρώσοι πολιόρκησαν το Παρίσι, όπου οι φανατικοί φιλοπόλεμοι είχαν ήδη απομονωθεί. Στις 27 Φεβρουαρίου 1871, ο Θιέρσος, «αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας της Γαλλικής Δημοκρατίας», όπως τον ονόμασε η συνέλευση, εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης για την ανακωχή που είχε ήδη διαπραγματευθεί με τον Βίσμαρκ: η Γ. παραχωρούσε την Αλσατία και μέρος της Λορένης και πλήρωνε τεράστια πολεμική αποζημίωση. Μόνο το Παρίσι δεν δέχτηκε την ανακωχή. Η αγανάκτηση για την ταπείνωση, οι ταλαιπωρίες της πολιορκίας, η λαϊκή δυσπιστία προς τον Θιέρσο, η επαναστατική παράδοση, οι νέες σοσιαλιστικές τάσεις ξέσπασαν στην εξέγερση της πρωτεύουσας (την Κομούνα), που ανάγκασε την κυβέρνηση του Θιέρσου να εγκαταλείψει την πόλη στις 18 Μαρτίου 1871. Ξαναγύρισε εκεί μόνο στις 28 Μαΐου. Την πρωτεύουσα κυβερνούσαν τα όργανα των επαναστατών και η λαϊκή τάξη, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία, έθεσε ζήτημα εξουσίας. Για τον λόγο αυτό και παρά τις υπερβολές που έγιναν μέσα στη σκληρότητα του αγώνα, το επεισόδιο θεωρείται τεράστιας ιστορικής σημασίας. Οι αγριότητες που διαπράχθηκαν από τα στρατεύματα της κυβέρνησης του Θιέρσου όταν ξαναμπήκαν στο Παρίσι και οι καταδίκες σε θάνατο που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια που ανέλαβαν να δικάσουν τους αρχηγούς της εξέγερσης, συνέβαλαν με τη σειρά τους στο να κάνουν το επεισόδιο αυτό ένα από τα πιο αιματηρά της γαλλικής ιστορίας, μετά την περίοδο της Τρομοκρατίας.
Στη συνέλευση του Φεβρουαρίου του 1871 την πλειοψηφία αποτελούσαν βουλευτές που προέρχονταν κυρίως από αγροτικές περιοχές, με μοναρχικές τάσεις. Η παλινόρθωση της μοναρχίας με πιθανό βασιλιά τον κόμη του Σαμπόρ φαινόταν μάλιστα βέβαιη, όταν τον Μάιο του 1873 ο στρατάρχης Μακ Μαόν διαδέχτηκε στην προεδρία της δημοκρατίας τον Θιέρσο. Αλλά οι εσωτερικές διαφωνίες των μοναρχικών και η ρωμαλέα δημοκρατική εκστρατεία του Γαμβέτα συνέβαλαν στην αλλαγή της κατάστασης ακόμα και μέσα στη συνέλευση, η οποία στις 30 Ιανουαρίου 1875 επιβεβαίωσε με πλειοψηφία μόλις μίας ψήφου τη δημοκρατική μορφή του κράτους. Με την Τρίτη Δημοκρατία η Γ. ανακτούσε τις δημοκρατικές παραδόσεις που είχαν διακοπεί από τη Δεύτερη Αυτοκρατορία, με την αποκατάσταση του κρατικού σχολείου, την απευθείας εκλογή των δημοτικών συμβουλίων, την αναγνώριση των εργατικών επιμελητηρίων, την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία των συγκεντρώσεων. Στο μεταξύ, η γαλλική οικονομία συνέχιζε τη γρήγορη ανάπτυξη που είχε αρχίσει επί αυτοκρατορίας, ευνοούμενη από τη μακρά περίοδο ειρήνης που γνώρισε η Ευρώπη για πολλές δεκαετίες. Είναι η εποχή της ευρωπαϊκής αποικιακής επέκτασης στην οποία η Γ. πήρε μέρος δραστήρια.
Μία δεκαετία μετά τη γέννησή της, η Τρίτη Δημοκρατία αντιμετώπισε μια σοβαρή οικονομική κρίση, ένα κύμα από απεργίες και αναταραχές, που οδήγησαν στην ενθάρρυνση αντιδραστικών κινημάτων, όπως ο αντισημιτισμός και ο άμετρος εθνικισμός, που βρήκαν την τραγικότερη έκφρασή τους στην υπόθεση Ντρέιφους. Στο εξωτερικό πεδίο η ισορροπία είχε αρχίσει να κλονίζεται. Η Γ. θέλησε να βγει από την απομόνωση, στην οποία την είχε κλείσει ο Βίσμαρκ, κι έτσι προχώρησε στη γαλλορωσική συμμαχία του 1893. Με τη φιλική διευθέτηση των διαφορών που είχε στην Αίγυπτο με την Αγγλία, δημιούργησε τις βάσεις για την κατοπινή αγγλογαλλική φιλία.
Οι νέες συμμαχίες του 20ού αι. και οι δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι. Γύρω στο 1906 είχε αρχίσει ήδη να διαγράφεται το σύστημα συμμαχιών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Το 1911, η Γ. κατάφερε να επικυρωθούν τα δικαιώματά της στο Μαρόκο, ως αντάλλαγμα στις εδαφικές παραχωρήσεις που είχαν γίνει προς τη Γερμανία στο Κονγκό. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Αγγλίας και Γ. από τη μία μεριά και Γερμανίας από την άλλη, σχετικά με το ζήτημα του Μαρόκου και την εκμετάλλευση των ασιατικών σιδηροδρόμων, σε συνδυασμό με τον πόλεμο Τουρκίας και Ιταλίας και τους Βαλκανικούς πολέμους, αποτέλεσαν το προοίμιο της παγκόσμιας σύρραξης που ακολούθησε.
Η κρίση που προκλήθηκε από τη δολοφονία του Αυστριακού διαδόχου στο Σαράγιεβο οδήγησε στην κήρυξη του πολέμου από μέρους της Γερμανίας προς τη Γ. και τη Ρωσία (Αύγουστος 1914). Τα γερμανικά στρατεύματα, παραβιάζοντας τη βελγική ουδετερότητα, προχώρησαν μέχρι τον Μάρνη και τις πύλες του Παρισιού, αφού συνέτριψαν τη γαλλική αντίσταση στις Αρδένες. Τον Σεπτέμβριο, όμως, στη μάχη του Μάρνη, οι Γερμανοί απωθήθηκαν στην Εν. Έπειτα από αυτή την πρώτη φάση πολέμου ελιγμών, ο πόλεμος στο γαλλικό μέτωπο μεταβλήθηκε σε πόλεμο χαρακωμάτων.
Το 1917 ήταν η αποφασιστική χρονιά του πολέμου: η Ρωσική επανάσταση του Φεβρουαρίου, η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο, η ιταλική ήττα του Οκτωβρίου στο Καπορέτο και η Οκτωβριανή ρωσική επανάσταση ήταν γεγονότα που ακολουθούσαν το ένα το άλλο και ανανέωναν διαδοχικά τις ελπίδες και τους φόβους των δύο αντιπάλων. Ακόμα και στη Γ., οι ενδείξεις της κούρασης ήταν φανερές. Στην ειρηνευτική προπαγάνδα, όμως, αντέδρασε έντονα ο Κλεμανσό, που ανέλαβε την πρωθυπουργία στα τέλη του 1917 και οδήγησε τελικά τη Γ. στη νίκη. Με τη συνθήκη των Βερσαλιών (28 Ιουνίου 1919) η Γ. ανέκτησε την Αλσατία και τη Λορένη. Η γερμανική Ρηνανία αποστρατιωτικοποιήθηκε και στη Γερμανία επιβλήθηκε η πληρωμή σημαντικότατων επανορθώσεων. Με την ίδια συνθήκη οι πρώην γερμανικές αποικίες του Τόγκο και του Καμερούν και τα πρώην τουρκικά εδάφη της Συρίας και του Λιβάνου τέθηκαν υπό γαλλική διοίκηση.
Όσο κι αν οι γαλλικές αρχές πίστευαν πως τα σοβαρά μεταπολεμικά οικονομικά προβλήματα μπορούσαν να λυθούν με τα ποσά των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων και την κατάληψη (1923) της λεκάνης του Ρουρ, οι ΗΠΑ και η Αγγλία δεν ήταν σύμφωνες. Ο Μπριάν, όταν ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών, εγκαινίασε μια πολιτική μεγαλύτερης ευκαμψίας έναντι της Γερμανίας και συνεργασίας με τους Αγγλοαμερικανούς συμμάχους μέσα στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών, ενώ τα γαλλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τον Ρουρ (1925).
Η άνοδος του φασιστικού κινήματος στις χώρες της Ευρώπης και η αμερικανική οικονομική κρίση του 1930 βρήκαν τη Δεξιά στην εξουσία. Η κατάσταση φάνηκε να μεταβάλλεται με τις εκλογές του 1936 που έφεραν την ενωμένη Αριστερά στην κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον σοσιαλιστή Λεόν Μπλουμ (4 Ιουνίου). Στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου που σχηματίστηκε με την υποστήριξη των κομουνιστών, μετείχαν σοσιαλιστές και ριζοσπάστες. Αμέσως, ακολούθησε ο δρόμος των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων· η ενότητα των κομμάτων του Λαϊκού Μετώπου διαλύθηκε όμως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Από το ένα μέρος οι δισταγμοί τους στην υποστήριξη της δημοκρατικής Ισπανίας εναντίον της ανταρσίας του Φράνκο κι από το άλλο η υποχώρηση μπροστά στις απαιτήσεις του Χίτλερ για την Τσεχοσλοβακία (Διάσκεψη του Μονάχου, Σεπτέμβριος 1938) έφεραν τη φθορά της ένωσης, που είχε πραγματοποιηθεί το 1936, ακριβώς τη στιγμή που η Ευρώπη κατρακυλούσε προς τον πόλεμο. Κι όμως, ένα μεγάλο μέρος της γαλλικής άρχουσας τάξης θεωρούσε, ακόμα και το 1939, την ΕΣΣΔ μεγαλύτερο κίνδυνο από τη χιτλερική Γερμανία, πράγμα που συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στο να εγκαταλείψει (Αύγουστος 1939, όταν ήδη ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να επιτεθεί εναντίον της Πολωνίας) η ΕΣΣΔ τις συνεννοήσεις με τους Αγγλογάλλους και να υπογράψει με τη χιτλερική Γερμανία σύμφωνο μη επίθεσης (23 Αυγούστου 1939). Λίγο αργότερα, η Γερμανία εξαπέλυσε τη σχεδιασμένη εισβολή στην Πολωνία και έτσι άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος μεταξύ της Γερμανίας από το ένα μέρος και της Γ. και της Αγγλίας από το άλλο.
Τον Μάιο του 1940, αφού κατέλαβε την Πολωνία και εισέβαλε στη Νορβηγία, ο γερμανικός στρατός επιτέθηκε από το Βέλγιο στη Γ. και προκάλεσε βαρύτατες καταστροφές στον γαλλικό στρατό. Στις 14 Ιουνίου η κυβέρνηση Ρενό υπέβαλε την παραίτησή της και η νέα κυβέρνηση που σχηματίστηκε από τον στρατάρχη Πετέν άρχισε αμέσως διαπραγματεύσεις ανακωχής. Η νέα κυβέρνηση είχε την έδρα της στο Βισί, στο μη κατεχόμενο τμήμα της Γ., και ξέπεσε γρήγορα σε απλό εξάρτημα του κατακτητή.
Γύρω από τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκολ, που στις 18 Ιουνίου 1940 απηύθυνε από το αγγλικό ραδιόφωνο έκκληση για Αντίσταση, συγκεντρώνονταν όλο και μεγαλύτερες δυνάμεις. Στα εδάφη της γαλλικής ισημερινής Αφρικής σχηματίστηκαν οι πρώτοι πυρήνες των ελεύθερων γαλλικών δυνάμεων που πολέμησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων στη βόρεια Αφρική, στην Ιταλία και στην εκστρατεία της Γ. Ο Ντε Γκολ, αφού υπερνίκησε τις πρώτες συμμαχικές δυσπιστίες, μπόρεσε να προχωρήσει στο Αλγέρι στον σχηματισμό μιας Γαλλικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (1943), η οποία τον Ιούνιο του 1944 συγκροτήθηκε σε προσωρινή Κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Όταν αργότερα (6 Ιουνίου 1944) τα αγγλοαμερικανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία, η Αντίσταση αναπτύχθηκε και στο μητροπολιτικό έδαφος. Στις 19 Αυγούστου 1944 το Παρίσι ξεσηκώθηκε και ανάγκασε τον κατακτητή να παραδοθεί. Στις 25 Αυγούστου ο στρατηγός Ντε Γκολ μπήκε στην πρωτεύουσα ως αρχηγός της προσωρινής κυβέρνησης της Γ.
Η μεταπολεμική ομαλότητα, η κρίση της αποικιοκρατίας και ο Γαλλικός Μάης. Με το τέλος του πολέμου, ένα πρώτο σύνταγμα που συντάχθηκε από μια αριστερών τάσεων συνέλευση αποκρούστηκε και αντικαταστάθηκε από ένα άλλο μετριοπαθέστερο, με το οποίο εγκαινιάστηκε η Τέταρτη Δημοκρατία (Οκτώβριος 1946). Η επιρροή της Δεξιάς, που συσπειρώθηκε γύρω από τον Συνασπισμό του Γαλλικού Λαού του στρατηγού Ντε Γκολ, ενισχύθηκε και στις εκλογές του Οκτωβρίου 1947 εξασφάλισε συντριπτική πλειοψηφία. Η εξωτερική πολιτική χαρακτηρίστηκε τότε από αντισοβιετισμό και φιλοαμερικανικές τάσεις, που επιστεγάστηκαν με την είσοδο της Γ. στο ΝΑΤΟ (1949).
Στο μεταξύ, στις ασιατικές και αφρικανικές αποικίες σημειώθηκαν επαναστατικά κινήματα, που οδήγησαν τη Γ. σε μια σειρά πολέμων. Ο σημαντικότερος από τους πολέμους αυτούς έγινε στην Ινδοκίνα εναντίον του αριστερού κινήματος των Βιέτ-Μινχ. Τον Μάιο του 1954 τα γαλλικά στρατεύματα υπέστησαν βαρύτατη ήττα από τους Βιέτ-Μινχ στο Ντιέν-Μπιέν-Φου. Ο αντίκτυπος στην κοινή γνώμη ήταν σοβαρότατος. Η νέα κυβέρνηση Μαντές-Φρανς έδειξε πως ήθελε να εφαρμόσει νέα πολιτική: υπέγραψε στη Γενεύη τις συμφωνίες που τερμάτισαν τον πόλεμο της Ινδοκίνας και εφάρμοσε μια πολιτική χαλάρωσης, αλλά έπεσε το 1955. Στις εκλογές του Ιανουαρίου 1956 πλειοψήφησαν τα κόμματα της Aριστεράς. Η νέα κυβέρνηση, όμως, με πρόεδρο τον σοσιαλιστή Μολέ, προσκολλημένη σε μια παραδοσιακή αντίληψη των σχέσεων μητρόπολης-αποικιών, παρέσυρε τη Γ. στον πόλεμο του Σουέζ (Οκτώβριος 1956) και σε μια αιματηρή καταστολή του αλγερινού κινήματος ανεξαρτησίας χωρίς θετικό αποτέλεσμα ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση, πράγμα που προκάλεσε, τον Μάιο του 1958, εξέγερση των αποικιοκρατικών στοιχείων στην Αλγερία και στην Κορσική και την επάνοδο στην εξουσία του στρατηγού Ντε Γκολ. Το σύνταγμα αναθεωρήθηκε με υπερενισχυμένες τις εξουσίες του προέδρου και εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία στο δημοψήφισμα που ακολούθησε.
Τον πρόεδρο της δημοκρατίας Κοτί διαδέχτηκε έτσι ο στρατηγός Ντε Γκολ, ως εκπρόσωπος των αποικιοκρατών. Η πολιτική του όμως τούς απογοήτευσε. Η αλλαγή των κατευθύνσεων του Ντε Γκολ φάνηκε καθαρά στα τέλη του 1959 και προκάλεσε τη ρήξη μεταξύ του προέδρου και των παλιών υποστηρικτών του. Τον Ιανουάριο του 1960 σημειώθηκε στο Αλγέρι εξέγερση των αδιάλλακτων (ΟΑS) που κατεστάλη αμέσως, αλλά αυτό δεν έφερε την ειρήνη με τους Αλγερινούς. Όταν απέτυχε και νέα ανταρσία των αδιάλλακτων του Αλγερίου (22 Απριλίου 1961), που τέλειωσε με τη σύλληψη και την καταδίκη των ηγετών της (Σαλ, Σαλάν, Ζουό, Ζελέρ), κηρύχθηκε τον Μάιο ανακωχή που κατέληξε στην υπογραφή των συμφωνιών του Εβιάν (18 Μαρτίου 1962) με τις οποίες η Αλγερία απέκτησε απόλυτη ανεξαρτησία. Η εξωτερική πολιτική του Ντε Γκολ στράφηκε τότε σε μια πολιτική και στρατιωτική ανεξαρτητοποίηση από τις ΗΠΑ, με παράλληλο άνοιγμα προς τις χώρες του πρώην Ανατολικού συνασπισμού.
Μια περίοδος σχετικής σταθερότητας τερματίστηκε τον Μάιο του 1968, όταν η ευρύτατη δυσαρέσκεια απέναντι στην αυταρχική πολιτική της κυβέρνησης, ιδιαίτερα στα ζητήματα της εκπαίδευσης, παράλληλα με τους χαμηλούς μισθούς και την έλλειψη κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, κατέληξε σε μια μεγαλειώδη εξέγερση φοιτητών και εργαζομένων, που συγκλόνισε ολόκληρη τη Γ. για έναν μήνα και έμεινε στην ιστορία ως ο Γαλλικός Μάης του ’68. Για τέσσερις εβδομάδες τα πάντα είχαν παραλύσει, οι συγκρούσεις αστυνομικών και φοιτητών ήταν καθημερινό φαινόμενο και μια γενική απεργία προς στιγμήν απείλησε και τον ίδιο τον Ντε Γκολ. Τελικά, όμως, η κατάσταση εκτονώθηκε, οι εργατικές κινητοποιήσεις περιορίστηκαν δραστικά μετά από γενναίες αυξήσεις μισθών και ο Γαλλικός Μάης έμεινε στην ιστορία ως μια περίοδος έντονης ριζοσπαστικής αμφισβήτησης που γονιμοποίησε όλα τα ιδεολογικοπολιτικά και κοινωνικά ρεύματα και κινήματα των επόμενων δεκαετιών.
Η ευρωπαϊκή προοπτική και η άνοδος του εθνικισμού. Τον Απρίλιο του 1969 ο Ντε Γκολ παραιτήθηκε και λίγο αργότερα εξελέγη πρόεδρος ο μέχρι τότε πρωθυπουργός Ζορζ Πομπιντού. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται και από τον σχηματισμό της Ένωσης της Αριστεράς, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1972 από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το γαλλικό Κομουνιστικό Κόμμα, στη βάση ενός κοινού προγράμματος και η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1977. Ο Πομπιντού πέθανε το 1974 και τον διαδέχτηκε ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, νικώντας τον Φρανσουά Μιτεράν, ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το 1974 ο Ζακ Σιράκ παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και αντικαταστάθηκε από τον Ρεϊμόν Μπαρ. Ο Ντ’ Εστέν, προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την περίοδο της αυτοεξορίας του τελευταίου στη Γ. (1965-74), υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής και μάλλον καταλυτικός παράγοντας της ελληνικής υποψηφιότητας για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η οποία πραγματοποιήθηκε επί προεδρίας του το 1980 (μάλιστα, προλόγισε σε σπαστά ελληνικά την είσοδο της χώρας μας, στην τελετή στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας).
Τον Μάιο του 1981 ο Μιτεράν επικράτησε στις προεδρικές εκλογές, χάρη και στην υποστήριξη των κομουνιστών. Ο Πιερ Μορουά ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε την πρώτη κυβέρνηση με τη συμμετοχή της Αριστεράς μετά από 23 χρόνια. Η νέα κυβέρνηση, στην οποία μετείχαν τέσσερα μέλη του γαλλικού ΚΚ, εισήγαγε ένα πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, εθνικοποίησε ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις και προχώρησε στη διοικητική αποκέντρωση. Ωστόσο, μέσα σε δύο χρόνια οι συνέπειες της οικονομικής ύφεσης οδήγησαν σε μέτρα περιορισμού των δημοσίων δαπανών και τα κόμματα της Δεξιάς αύξησαν τη δύναμή τους στις ευρωεκλογές του 1984. Οι διαφωνίες ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό και το Κομουνιστικό Κόμμα για το πρόγραμμα οικονομικής λιτότητας οδήγησαν στην παραίτηση του Μορουά και στον διορισμό του Λοράν Φαμπιούς στην πρωθυπουργία, ενώ οι κομουνιστές αποχώρησαν από την κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1986 στις γενικές εκλογές η συμμαχία της κεντροδεξιάς συγκέντρωσε την πλειοψηφία και το ακροδεξιό και ρατσιστικό Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν κέρδισε έδρες για πρώτη φορά. Ο Μιτεράν ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Ζακ Σιράκ και έτσι εγκαινιάστηκε στη Γ. η περίοδος της λεγόμενης συγκατοίκησης, με σοσιαλιστή πρόεδρο και συντηρητικό πρωθυπουργό. Ο Σιράκ προσπάθησε να εισαγάγει νομοθεσία που θα του επέτρεπε να κυβερνά παρακάμπτοντας τις προεδρικές αρμοδιότητες, προκαλώντας ένταση στις σχέσεις του με τον Μιτεράν, αλλά ταυτόχρονα αντιμετώπισε μεγάλες εργατικές και φοιτητικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον των μέτρων της κυβέρνησής του.
Στις προεδρικές εκλογές του 1988 ο Μιτεράν επανεξελέγει με ποσοστό 54%, νικώντας τον Σιράκ, ο οποίος παραιτήθηκε από πρωθυπουργός. Ο Μιτεράν διόρισε τον Μισέλ Ροκάρ πρωθυπουργό και στις επόμενες εκλογές το Σοσιαλιστικό Κόμμα κατάφερε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία μαζί με τους συμμάχους του. Δύο μεγάλα σκάνδαλα συγκλόνισαν το γαλλικό πολιτικό σύστημα, αποκαλύπτοντας τις παράνομες συναλλαγές σχετικά με την κίνηση των μετοχών στο χρηματιστήριο. Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε επίσης από την άνοδο της ακροδεξιάς καθώς και από ρατσιστικές και αντισημιτικές εκδηλώσεις πίσω από τις οποίες βρίσκονταν συνήθως οπαδοί του Εθνικού Μετώπου. Νέα σκάνδαλα που σχετίζονταν με τη χρηματοδότηση των κομμάτων ήρθαν στην επιφάνεια και το 1991 ο Μισέλ Ροκάρ, όταν δεν κατάφερε να περάσει τρία κρίσιμα νομοσχέδια, παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από την Εντίτ Κρεσόν που έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Γ. Η Κρεσόν βρέθηκε αντιμέτωπη με το τεράστιο ζήτημα των ξένων εργατών και μεταναστών, το οποίο όξυνε τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα γαλλικά κόμματα, αλλά δημιουργούσε συγκρούσεις και στην ίδια την κοινωνία. Στις περιφερειακές εκλογές του 1992 διαπιστώθηκε μια σημαντική μείωση στη δύναμη όλων των παραδοσιακών κομμάτων και νέα άνοδος του Εθνικού Μετώπου, το οποίο συγκέντρωσε το 14% των ψήφων. Ο Μιτεράν τοποθέτησε πρωθυπουργό τον Πιερ Μπερεγκοβουά και το νέο ζήτημα που απασχολούσε τη Γ. ήταν η επικύρωση της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωστή ως Συνθήκη του Μάαστριχτ. Μετά από σκληρή αντιπαράθεση των οπαδών των δύο απόψεων, οι Γάλλοι εκφράστηκαν σε δημοψήφισμα υπέρ της επικύρωσης, με οριακό ποσοστό μόλις 51,05%.
Η επόμενη περίοδος σημαδεύτηκε από νέα σκάνδαλα στα οποία ενέχονταν δημόσια πρόσωπα και στελέχη κομμάτων, ενώ η αποκάλυψη μολυσμένων ποσοτήτων αίματος από αιμοδότες οδήγησε στην παραπομπή στη δικαιοσύνη τριών υπουργών. Στις αρχές του 1993 τα δύο μεγάλα κόμματα της κεντροδεξιάς ένωσαν τις δυνάμεις τους και στις εκλογές το Σοσιαλιστικό Κόμμα ηττήθηκε, ως αποτέλεσμα της κοινωνικής πολιτικής του αλλά και των σκανδάλων που συνδέθηκαν με αυτό. Με τις εκλογές αυτές άρχισε μια νέα περίοδος συνύπαρξης ανάμεσα στον σοσιαλιστή πρόεδρο και σε κεντροδεξιά κυβέρνηση. Ο Μιτεράν ανέθεσε στον Εντουάρ Μπαλαντίρ να σχηματίσει κυβέρνηση και η νέα κυβέρνηση επέβαλε αυστηρά μέτρα λιτότητας και σκληρούς νόμους για τη μετανάστευση. Απεργίες και διαδηλώσεις, στη διάρκεια των δύο επόμενων χρόνων, χαρακτήρισαν την περίοδο και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ένα επίμαχο νομοσχέδιο για τη μείωση του ελάχιστου ορίου μισθών.
Το 1994 ο Ζακ Σιράκ παραιτήθηκε από την προεδρία του κόμματός του για να διεκδικήσει την προεδρία και στις εκλογές του Μαΐου 1995 νίκησε τον υποψήφιο των σοσιαλιστών Λιονέλ Ζοσπέν με ποσοστό 52,64% και έγινε πρόεδρος της Γ. για τα επόμενα 7 χρόνια. Ο νέος πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ παρουσίασε το πρόγραμμά του με κύριο στόχο την αντιμετώπιση του ζητήματος της ανεργίας. Τον Ιούνιο, στις δημοτικές εκλογές, σημειώθηκε η μεγαλύτερη μέχρι τότε ενίσχυση του Εθνικού Μετώπου, το οποίο κέρδισε για πρώτη φορά και τη δημαρχία μιας μεγάλης πόλης, της Τουλόν. Το καλοκαίρι του 1995 ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ αποφάσισε την επανάληψη των πυρηνικών δοκιμών της Γ. στην ατόλη της Μουρουροά, στον Ειρηνικό ωκεανό, προκαλώντας τη διεθνή κατακραυγή.Οι απαρχές και η μεσαιωνική γαλλική λογοτεχνία. Η γαλλική γλώσσα προέρχεται από την παραφθορά της λατινικής καθομιλουμένης, που ήταν η γλώσσα της ρωμαϊκής Γαλατίας, παραφθορά που τονίστηκε από τον 5ο αι. και έπειτα, εξαιτίας των γερμανικών εισβολών. Οι νέες διάλεκτοι που συγχωνεύθηκαν ονομάστηκαν ρομανικές και διακρίθηκαν σε δύο ιδιώματα: στη γλώσσα ντ’ όιλ στις περιοχές βόρεια του Λίγηρα και στη γλώσσα ντ’ οκ στις περιοχές του νότου. Η ντ’ οκ και η ντ’ όιλ καθιερώθηκαν η καθεμία στη δική της περιοχή έως τα μέσα του 13ου αι.: η πρώτη πλαισίωσε μια λογοτεχνία αποκλειστικά δική της (προβηγκιανή λογοτεχνία) έως τη στιγμή που η πολιτική και οικονομική παρακμή της περιοχής έγινε αιτία να υποβιβαστεί η προβηγκιανή γλώσσα σε διάλεκτο. Η δεύτερη, αντίθετα, διαδόθηκε τόσο ώστε να επιβληθεί ως επίσημη γλώσσα όλης της Γ. (η γαλλική).
Η προβηγκιανή λογοτεχνία, που ανθούσε στις πλούσιες πόλεις της Προβηγκίας και της νότιας Γ., αναπτύχθηκε μεταξύ του 11ου και του 13ου αι. ως έκφραση ενός πολιτισμού ιδιαίτερα εξελιγμένου και εκλεπτυσμένου. Τέχνη του ευρίσκειν (Αrt de trobar) ονομάστηκε η ποίηση και τροβαδούροι (από το προβηγκιανό trobador που υπονοεί τον στιχουργό) ονομάστηκαν οι ποιητές, που ήταν συχνά περιπλανώμενοι και κυνηγοί της περιπέτειας, αλλά συνήθως ιππότες ή τουλάχιστον υπασπιστές ευγενών. Οι πιο γνωστοί ήταν: ο Γουλιέλμος Θ’ της Ακουιτανίας, ο Ζοφρέ Ριντέλ, ο Μπερνάρ ντε Βενταντόρν και ο δαντικός Αρνό Ντανιέλ, ο Ζιρό ντε Μπορνέιγ, ο Μπερτράν ντε Μπορν και τέλος ο Πέιρε Βιντάλ (ή Πεϊρόλ), ο Ραϊμπάουτ ντε Βακέιρας και ο Εμερίκ ντε Πεγκιλάν, πάνω στα ίχνη των οποίων δημιουργήθηκε και στην Ιταλία μια προβηγκιανή ποίηση.
Η λογοτεχνία του γαλλικού βορρά σε γλώσσα ντ’ όιλ, σχεδόν πάντα αφηγηματική, ήταν ουσιαστικά μια φεουδαρχική λογοτεχνία, παράλληλα όμως αναπτύχθηκε επίσης μια αστική λογοτεχνία με τελείως δικό της χαρακτήρα. Αυτή η μεγάλη παραγωγή που είχε ως πηγές έμπνευσης τους πολέμους, τους έρωτες και τις περιπέτειες, χωρίζεται σε τρεις κύριους κύκλους: τον καρολίγγειο, τον βρετονικό και τον αρχαίο.
Στον καρολίγγειο κύκλο ανήκουν τα λεγόμενα τραγούδια των ηρωικών κατορθωμάτων (chansons de geste) του Λουδοβίκου και διαφόρων φεουδαρχών. Το πιο διάσημο και πιο ωραίο από αυτά είναι Το τραγούδι του Ρολάνδου (La chanson de Roland) με 4.000 δεκασύλλαβους στίχους. Στον ίδιο φεουδαρχικό τύπο ανήκει η Μatière de Βretagne του βρετονικού κύκλου, που βασίζεται σε ένα φανταστικό λατινικό μυθιστόρημα, την Ιστορία του βασιλείου της Βρετάνης (Ηistoria regum Βritanniae) του Γοδεφρείδου του Μόνμαουθ, που μεταφράστηκε σε γαλλικούς στίχους από τον Ρόμπερτ Βας (1155). Είναι όμως πολύ πιθανό να προϋπήρχαν διάφοροι κελτικοί μύθοι στη βάση όλης αυτής της λογοτεχνίας. Μπορούμε να αναφέρουμε κυρίως το Μυθιστόρημα του Τριστάνου (Le roman de Τristan). Είναι η γνωστή και συγκινητική ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης που έφτασε έως εμάς σε δύο ημιτελή κείμενα: ενός Μπερούλ (που μοιάζει λιγότερο παλιό) και του Αγγλονορμανδού Τόμας. Η Μαρία της Γαλλίας, μια Νορμανδή ποιήτρια που έγραψε στην αυλή της Αγγλίας στις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αι., αφηγήθηκε σε ελαφρύ ύφος τις πιο ωραίες από αυτές τις γεμάτες μυστικισμό ιστορίες αγάπης και θανάτου, σε δώδεκα ωραιότατα Λαϊκά (Lais). Ένας άλλος κύκλος ποιημάτων είναι αυτός των Μυθιστορημάτων της Στρογγυλής Τραπέζης (Les romans de la Τable Ronde), δηλαδή των περιπετειών των ιπποτών του βασιλιά Αρθούρου.
Αν και ο γαλλικός Μεσαίωνας θεωρείται η εποχή που θριάμβευσε ο σχολαστικισμός, οι κλασικοί είχαν φανατικούς αναγνώστες και μελετητές. Γεννήθηκε έτσι (περ. 1200) ο αρχαίος κύκλος: Το μυθιστόρημα της Τροίας (Le roman de Τroie), μακρότατη συλλογή (30.000 στίχοι) του Μπενουά ντε Σεν-Μορ, Το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου (Le roman d’ Αlexandre) των Αλμπέρ ντε Μπερνέ και Λαμπέρ Λε Τορ, Το μυθιστόρημα του Αινεία (Le roman d’ Εneas), Το μυθιστόρημα των Θηβών (Le roman de Τhebes) και αφηγήσεις λίγο έως πολύ εκτεταμένες για τον Καίσαρα, τον Μέγα Κωνσταντίνο κλπ. Αλλά το άνθος αυτής της λογοτεχνίας παραμένει Το μυθιστόρημα του Ρόδου (Le roman de la Rose), μακρύ αφηγηματικό ποίημα σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος (4.058 στίχοι) γράφτηκε (περ. 1235) από τον Γκιγιόμ ντε Λορίς και είναι εμπνευσμένο από το έργο Η τέχνη του έρωτα (Αrs amatoria) του Οβιδίου. Ο Ζαν ντε Μενγκ, ο οποίος ασχολήθηκε σαράντα χρόνια αργότερα με το ποίημα που είχε μείνει ημιτελές και συμπλήρωσε σε αυτό επιπλέον 18.000 στίχους, δημιούργησε στην πραγματικότητα ένα είδος εγκυκλοπαίδειας της επιστήμης της εποχής.
Η αστική λογοτεχνία του Μεσαίωνα, μια λογοτεχνία ουσιαστικά μυθική, δεν απεικονίζει μεγάλα πάθη ή διάσημες ιστορίες, αλλά εκθέτει εύθυμα επεισόδια ή ανέκδοτα. Το παλαιότερο δείγμα του είδους είναι το περίφημο Μυθιστόρημα της αλεπούς (Le roman de renart), ποίημα σατιρικό με ήρωες τα ζώα. Τα παραμυθάκια (fabliaux) που παρουσιάστηκαν αργότερα είναι έμμετρες κωμικές ιστοριούλες, ανέκδοτα, συχνά ακόλαστα, διεισδυτικά και κάποτε μεγαλοφυή. Σώζονται από αυτά περίπου 150, που χρονολογούνται από το τέλος του 13ου έως τις αρχές του 15ου αι., γραμμένα από διάφορους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι Γκοτιέ Λε Λον, Ριτμπέφ, Ζαν Μποντέλ, Κουρτμπάρμπ και Χεζέλ. Η ανάρρηση των Βαλουά (1328) και ο Εκατονταετής πόλεμος (1339-1453) σημείωσαν την αρχή μιας κρίσης που ήταν άλλωστε η κρίση του μεσαιωνικού πολιτισμού στο σύνολό του. Η παλιά λογοτεχνία πέρασε από το ρομαντικό στο ρεαλιστικό στοιχείο. Αυτό το νέο πνεύμα που είχε ήδη εκδηλωθεί βρήκε στα έργα των χρονικογράφων το ποιητικό του σχήμα με τον Φρανσουά Βιγιόν (1431-1463;). Γεννημένος σε ταπεινό περιβάλλον, δημιούργησε γρήγορα κακές συναναστροφές. Ληστής και δολοφόνος, καταδικάστηκε σε θάνατο, αν και του δόθηκε αργότερα χάρη, και μας άφησε δύο ποιήματα, τη Μικρή διαθήκη (Ρetit testament) και τη Μεγάλη διαθήκη (Grand testament), καθώς και μερικά σκόρπια ποιήματα, ανάμεσα στα οποία τη διάσημη Μπαλάντα των κρεμασμένων (La ballade des pendus), που τον χαρακτηρίζουν ως μεγάλο ποιητή.
Από την Αναγέννηση έως τον 18ο αι. Η γαλλική Αναγέννηση εμφανίστηκε αιφνίδια τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αι. με την επιρροή του ιταλικού ουμανισμού. Ο Φρανσουά Ραμπελέ (1493;-1553), που επηρεάστηκε άμεσα από τη ζωή του καιρού του, ήταν μια μεγάλη μορφή στα γαλλικά γράμματα, εκφραστής των παθών και των ιδεωδών της Αναγέννησης σε κάθε όψη της. Σημαντικός λόγιος υπήρξε ο Πιερ ντε Ρονσάρ (1524-1585), ο οποίος, μεγαλωμένος σε αυλή και προορισμένος για υψηλά στρατιωτικά και διπλωματικά αξιώματα, στράφηκε προς τα γράμματα από ακατανίκητη κλίση, ξαναρχίζοντας στα 23 του χρόνια τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας. Δημοσίευσε 15 ποιητικά βιβλία (ωδές, ύμνους και σονέτα). Μιμητής του Πετράρχη στα ερωτικά σονέτα, του Οράτιου στις ωδές και του Πινδάρου στους ύμνους, ήταν φανατικός μελετητής του Αριόστο, αν και ποτέ δεν το ομολόγησε. Ο Ρονσάρ πίστεψε στην ικανότητα της γαλλικής γλώσσας να εξισωθεί με την ελληνική και τη λατινική και συνειδητοποίησε την ανάγκη να εμπλουτιστεί η γλώσσα με τεχνικά συστήματα δανεισμένα από τους κλασικούς και τα αριστουργήματα των αρχαίων. Αυτή ήταν στην ουσία η διακήρυξη εκείνης της ομάδας των επτά ποιητών που ονομάστηκε Πλειάς (La Ρleiade) και της οποίας ο Ρονσάρ υπήρξε αρχηγός.
Το έργο του Μισέλ Εκέμ ντε Μοντένι (1533-1592) είναι η συνισταμένη των πιο διαφορετικών στοιχείων του γαλλικού ουμανισμού στην περίοδο εκείνη που θα μπορούσε να ονομαστεί δεύτερη περίοδος της Αναγέννησης. Τα πρώτα δύο βιβλία των Δοκιμίων του (Εssais) κυκλοφόρησαν το 1580. Εδώ, η άρνηση κάθε μορφής της επιστήμης που δεν απορρέει από την άμεση προσωπική εμπειρία –η περίφημη συστηματική αμφισβήτηση– θα αποτελέσει αργότερα το σημείο εκκίνησης του Καρτέσιου (Ντεκάρ). Ο Μοντένι, βέβαιος για την ανικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος να αντιμετωπίσει και να επιλύσει δυναμικά τα λεγόμενα μέγιστα προβλήματα της φιλοσοφίας, υποστηρίζει ότι είναι αναγκαία η επιστροφή στη θρησκεία, με την προϋπόθεση ότι όλες οι μεγάλες θρησκείες είναι ίσες, καθώς ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι η μία είναι πιο σωστή από την άλλη. Αλλά η αληθινή βάση της διδασκαλίας του βρίσκεται στις θεωρίες του για την εκπαίδευση. Σκοπός της πρέπει να είναι, υποστήριξε, η δημιουργία μυαλών «καλά σχηματισμένων» και όχι «παραγεμισμένων» και η προετοιμασία του ανθρώπου για να ζήσει με αξιοπρέπεια στην εποχή του και στην κοινωνία για την οποία είναι προορισμένος.
Το μπαρόκ είναι χρονικά η εποχή που προβάλλεται και καθιερώνεται μια τελείως νέα σύλληψη της θέσης του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν και μαζί με αυτήν μια όψη δυναμική, δραματική, συχνά τραγική, της ηθικής και πνευματικής ζωής. Αυτή η θεώρηση βρίσκει τη φυσική της έκφραση σε εκείνες τις ακραίες μορφές, εύγλωττες και δηκτικές, βίαιες και ίσως παραστολισμένες, χαρακτηριστικές του μπαρόκ. Αυτή η περίοδος, που μπορεί σε γενικές γραμμές να τοποθετηθεί χρονολογικά ανάμεσα στις τελευταίες δεκαετίες του 16ου και στο πρώτο μισό του 17ου αι., συνδυάζει (πλάι στον μάλλον επιπόλαιο μπαροκισμό των κληρονόμων της Πλειάδας και των μιμητών του Τανσίλο και του Μαρίνο) το ζωντανό και αληθινό μπαρόκ των θρησκευτικών ποιητών, των σατιρικών και ρεαλιστών ποιητών και το μπαρόκ των Μπουρλέσκ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ανθεί η θεατρική μεγαλοφυΐα του Κορνέιγ (1606-1684), με τον έντονο ατομικισμό και τη μεγαλόψυχη και μεγαλόστομη γλώσσα των ηρώων του. Σε αυτό το κλίμα ο Μπλεζ Πασκάλ (1623-1662) παρουσιάζει τα Επαρχιακά (Les provinciales) και τις Σκέψεις (Les pensées). Ενάντια στην τάση του μπαρόκ να παραβιάζει όλους τους κανόνες και να καινοτομεί παντού, παρατηρείται μια αντίδραση που αποβλέπει στην επιβολή των κλασικών κανόνων που είναι βασισμένοι στη χρήση της λογικής. Αυτή η κίνηση ονομάστηκε κλασικισμός και χαρακτηρίζει το δεύτερο μισό του 17ου αι. Μεταξύ των αντιπροσωπευτικότερων συγγραφέων αυτής της περιόδου που έζησαν στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’ αναφέρουμε τον Νικολά Μπουαλό-Ντεπρεό (1636-1711) με την περίφημη Ποιητική τέχνη του (Αrt poétique), τον Ζαν ντε Λα Φοντέν (1621-1695) με τους Μύθους του (Fables), τον Μολιέρο (1622-1673) με τις κωμωδίες του, τον Ρακίνα (1639-1699) με τις τραγωδίες του, τον Φρανσουά ΣΤ’ δούκα ντε Λα Ροσφουκό (1613-1680) με τα περίφημα Αξιώματά του (Μaximes), τη Μαντάμ ντε Λα Φαγέτ (1634-1693), τη Μαντάμ ντε Σεβινιέ (1626-1696) με τον οξύ χρωματισμένο ρεαλισμό των Επιστολών της (Lettres), τον Ζαν ντε Λα Μπριγέρ (1645-1696) με τους Χαρακτήρες του (Charactères) και τον δούκα του Σεν-Σιμόν (1675-1755) με τα Απομνημονεύματά του (Μémoires). Η τάση όμως για τη μίμηση των αρχαίων συνάντησε και ουσιαστικές αντιδράσεις. Έτσι ξέσπασε η περίφημη έριδα (querelle) των παλαιών και των συγχρόνων. Ο καινούργιος αιώνας εγκαινιάστηκε με τη γνωστή Ιστορία του ιππότη Ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκό (Ηistoire du chevalier des Grieux et de Μanon Lescaut) του αβά Αντουάν Φρανσουά Πρεβό (1697-1763) και το Ζιλ Μπλα (Gil Βlas) του Αλέν Ρενέ Λεσάζ (1668-1747).
Το κίνημα του Διαφωτισμού και οι Εγκυκλοπαιδιστές. Τον 18ο αι. κλονίζεται η στατική λογοτεχνική ισορροπία. Αναβιώνει η λατρεία της λογικής, που παίρνει διαστάσεις νέας εξουσίας: η λογοτεχνία θα έχει τάσεις φιλοσοφικές, κριτικές και πολεμικές. Γεννιέται έτσι εκείνο το μεγάλο πολιτιστικό κίνημα που θα ονομαστεί Διαφωτισμός και του οποίου μεγαλύτεροι εκπρόσωποι είναι ο Μοντεσκιέ, ο Βολτέρος και ο Ρουσό.
Ο Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος του Μοντεσκιέ (1689-1755), δημοσίευσε το 1734 τις Σκέψεις πάνω στα αίτια του μεγαλείου των Ρωμαίων και της παρακμής τους (Considerations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur décadence), που αποτέλεσε ένα πρότυπο της φιλοσοφίας της ιστορίας. Αλλά πιο τολμηρός και βαθύς, απαλλαγμένος από τις δεσμεύσεις ενός υπερβολικού αυστηρού ιστορικού πλαισίου, εμφανίζεται ο Μοντεσκιέ στο αριστούργημά του Το πνεύμα των νόμων (L’ esprit de lois), όπου εξετάζει συγκριτικά τους νόμους και τους θεσμούς των σημαντικότερων χωρών του κόσμου. Πριν ακόμα πεθάνει ο Μοντεσκιέ, το γόητρό του είχε ήδη σκιαστεί από εκείνο του μεγάλου του μαθητή και αντιπάλου του, Βολτέρου (1694-1778, βλ. λ.), που υπήρξε η προεξάρχουσα μορφή του 18ου αι. αγκαλιάζοντας με το έργο του όλες τις πολιτιστικές δραστηριότητες της εποχής του. Η μεγάλη ευκαιρία δόθηκε στον Ζαν-Ζακ Ρουσό (1712-1778) όταν κέρδισε (1749) στον διαγωνισμό της Ακαδημίας της Ντιζόν, απαντώντας με μια σχετική πραγματεία στο ερώτημα «Εάν η πρόοδος των επιστημών και των τεχνών έχει συμβάλει στο να διαφθείρει ή να εξαγνίσει τα ήθη». Από την πραγματεία αυτή προήλθε (1754) ο Λόγος για την καταγωγή και τη βάση της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων (Discours sur l’ origine et le fondament de l’ inégalité parmi les hommes). Είναι οι δύο διακηρύξεις του περίφημου νατουραλισμού (φυσιοκρατία) όπου καταγγέλλει την κοινωνία ως υπεύθυνη για κάθε ελάττωμα, δυστυχία ή διαστροφή του ανθρώπου. Αυτά όλα ήταν πράγματα άγνωστα, κατά τη γνώμη του, στην ανθρωπότητα όταν εκείνη βρισκόταν ακόμα σε φυσική κατάσταση και δεν ίσχυε η ιδιοκτησία, βάση του ολέθριου ανθρώπινου εγωισμού. Αυτά τα γραπτά έκαναν τον Ρουσό διάσημο, και έτσι στη διετία 1761-62 δημοσίευσε τα τρία πιο πετυχημένα έργα του: το μυθιστόρημα Ιουλία ή Η νέα Ελοΐζ (Julie ou La nouvelle Ηeloise), την πολιτική πραγματεία Το κοινωνικό συμβόλαιο (Le contrat social) και το πολύ γνωστό παιδαγωγικό έργο Αιμίλιος ή εκπαίδευση (Εmile ou de l’ éducation). Το βιβλίο αυτό γνώρισε εκπληκτική απήχηση και σφράγισε την προ-ρομαντική περίοδο. Το Κοινωνικό συμβόλαιο δεν είναι ίσως πολύ πρωτότυπο στις αρχές του, αλλά χάρη στην εκπληκτική του ευγλωττία στάθηκε πραγματικά η κινητήρια δύναμη στο ξέσπασμα της Γαλλικής επανάστασης, αφού κατάφερε να μεταβάλει την καθαρή ιδεολογία σε συναισθήματα και πάθη. Το πιο αντιπροσωπευτικό και πιο ολοκληρωμένο έργο του Ρουσό είναι Οι εξομολογήσεις (Les confessions), μακρά, ειλικρινής και ποιητική ιστορία της ζωής του που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του στη Γενεύη.
Πλάι στον Μοντεσκιέ, στον Βολτέρο και στον Ρουσό θα πρέπει να αναφέρουμε τον Ντενί Ντιντερό (1713-1784), ιδρυτή και εμψυχωτή του μεγάλου έργου Εγκυκλοπαίδεια (Εncyclopédie, η πρώτη της έκδοση, σε 17 τόμους, κράτησε από το 1751 μέχρι το 1772), το πιο ελεύθερο και οξύ πνεύμα της εποχής, που στους διαλόγους και στα δοκίμιά του (Όνειρο του ντ’ Αλαμπέρ κ.ά.) προλαμβάνει τη μεταγενέστερη επιστημονική σκέψη και δίνει και απροκάλυπτα συμπεράσματα ως προς την κοινή ζωή και την ηθική. Τα πιο γοητευτικά έργα του παραμένουν ακόμα τα αφηγηματικά Ζακ ο μοιρολάτρης και ο αφέντης του (Jacques le fataliste et son maître), Συζήτηση ενός πατέρα με τα παιδιά του (Εntretien d’ un père avec ses enfants), Ο ανιψιός του Ραμό (Le neveu de Rameau), Η καλογριά (La religieuse).
Ο αιώνας του ρομαντισμού και του νατουραλισμού. Ο ρομαντισμός αντιστοιχεί στο σύνολό του σε όλο τον 19ο αι. αλλά προετοιμάστηκε από διάφορες πολιτιστικές και λογοτεχνικές καινοτομίες που εκδηλώθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι. Οι πιο σημαντικοί χαρακτήρες αυτού του προ-ρομαντισμού απεικονίζονται στο έργο του Φρανσουά Ρενέ Ογκίστ ντε Σατομπριάν (1768-1848): Πνεύμα του χριστιανισμού (Génie du christianisme), Ρενέ (René), Αταλά (Αtala), Οι μάρτυρες (Les martyrs) κ.ά.
Μέσα στην πρώτη δεκαετία του 19ου αι. εκδηλώθηκε το μανιφέστο του γαλλικού ρομαντισμού με τη Μαντάμ ντε Σταλ (1766-1817) που εισήγαγε τις ιδέες του γερμανικού ρομαντισμού προσαρμόζοντάς τις στην πολιτιστική κατάσταση της χώρας της. Γύρω στο 1830 διαφάνηκαν ή επιβλήθηκαν οριστικά τουλάχιστον έξι από εκείνα που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τα πιο μεγάλα ονόματα του αιώνα.
Ο Στεντάλ (Ανρί Μπεΐλ, 1783-1842) το 1830 έδωσε με Το κόκκινο και το μαύρο (Le rouge et le noir) ένα διεισδυτικό πρότυπο του νέου κοινωνικού μυθιστορήματος που χαρακτήρισε τον 19ο αι. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799-1850) έγραψε, μέσα σε δεκαοκτώ χρόνια (από το 1832 έως τον θάνατό του), τους πενήντα τόμους της Ανθρώπινης κωμωδίας (Comédie humaine). Ο Ζιλ Μισελέ (1798-1874) δημιούργησε με την Ιστορία της Γαλλίας (Ηistoire de la France) ένα ασύγκριτο λογοτεχνικό έργο που ακόμα και σήμερα συνεπαίρνει με τη ζωντάνια του. Ο Σαρλ Ογκιστέν ντε Σεντ-Μπεβ (1804-1869), ο δημιουργός της ιστορίας της λογοτεχνικής κριτικής στη σύγχρονη έννοια του όρου, καθόρισε με την ιστορία του Πορ-Ρουαγιάλ τις βασικές γραμμές της λογοτεχνίας και του πολιτισμού του μεγάλου αιώνα. Ο Αλφρέ ντε Βινί (1797-1863) αντιπροσωπεύει κατά κάποιον τρόπο τη φιλοσοφική συνείδηση του ρομαντισμού. Ο Βικτόρ Ουγκό (1802-1885) ενσάρκωσε, κατά την περίοδο των συμβιβασμών της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και μετά την επάνοδο της δημοκρατίας, τα πιο προοδευτικά ιδανικά της δημοκρατικής αστικής τάξης.
Σε αυτά τα έξι κυριότερα ονόματα του 19ου αι. πρέπει να προστεθούν οι λίγο μεταγενέστεροι: ο ποιητής Σαρλ Μποντλέρ (1821-1867) και ο Γκιστάβ Φλομπέρ (1821-1880), εκφραστής του ρομαντικού αφηγηματικού ρεαλισμού με τη Μαντάμ Μποβαρί (Μadame Βovary, 1857), το μυθιστόρημα Σαλαμπό (Salammbo) και την Αισθηματική εκπαίδευση (L’ éducation sentimentale). Ο ίδιος ο Φλομπέρ ενθάρρυνε εκείνον που επρόκειτο να γίνει ένας εξίσου μεγάλος συγγραφέας, τον Γκι ντε Μοπασάν (1850-1893) που έγραψε έξι μυθιστορήματα: Μια ζωή (Une vie, 1883), Ο φιλαράκος (Βelami, 1885) κ.ά., καθώς και περίπου 300 νουβέλες.
Οπωσδήποτε μεγάλη συμβολή στο μεγαλείο του γαλλικού 19ου αι. είχαν επίσης και οι δευτερεύοντες συγγραφείς, πολιτικοί και ιστορικοί, από τον Μπενζαμέν Κονστάν (1767-1830), δογματικό του σύγχρονου φιλελευθερισμού, έως τον κυρίως ρομαντικό ιστορικό Ογκιστέν Τιερί, τον Γκιζό, τον διεισδυτικό Τοκβίλ. Διηγηματογράφοι όπως ο στεγνός και δραματικός Μεριμέ, ουτοπιστές και αναλυτές της νέας πολιτικής επιστήμης όπως ο Σεν-Σιμόν, ο Φουριέ και ο Προυντόν, ποιητές όπως ο αβρότατος Αλφρέ ντε Μισέ (1810-1857) και ο Τεοφίλ Γκοτιέ (1811-1872), χαρακτήρισαν τα γράμματα εκείνη την εποχή.
Ενώ η ποίηση γινόταν εσωστρεφής στην προσπάθειά της να απελευθερωθεί από την πραγματικότητα, η διηγηματογραφία στράφηκε προς την αντικειμενική αλήθεια. Μια αλήθεια που μπορεί να ελεγχθεί ακόμα και επιστημονικά. Ακριβώς από αυτή την τάση προς τη μέθοδο των φυσικών επιστημών, η κίνηση ονομάστηκε νατουραλισμός. Ο πραγματικός αρχηγός της σχολής του νατουραλισμού, που μπορεί να θεωρηθεί ότι άρχισε με τους αδελφούς Εντμόν (1822-1896) και Ζιλ ντε Γκονκούρ (1830-1870), υπήρξε ο Εμίλ Ζολά (1840-1902), συγγραφέας της μακράς ιστορίας μιας οικογένειας στην περίοδο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας καθώς και αναρίθμητων μυθιστορημάτων, από την Τερέζ Ρακέν (Τherese Raquin) έως τον Παράδεισο των κυριών (Αu bonheur des dames), τη Νανά (Νana) και το Ζερμινάλ (Germinal). Το 1880 δημοσίευσε το έργο Οι βραδιές του Μεντάν (Les soirées de Μedan) που θεωρήθηκε προγραμματική και ενδεικτική διακήρυξη του νατουραλισμού. Αξιόλογος συγγραφέας υπήρξε επίσης ο Ζορί Καρλ Ισμάν (1848-1907), που από τον νατουραλισμό του Ζολά πέρασε στον παρακμάζοντα συμβολισμό. Στην ποίηση του Μποντλέρ διαφαίνεται ήδη πολύ καθαρά εκείνη η νέα ποιητική μανιέρα που θα γίνει γνωστή με τον όρο συμβολισμός και θα χαρακτηρίσει την πιο ζωντανή λυρική παραγωγή τόσο του δεύτερου μισού του 19ου αι. όσο και των πρώτων δεκαετιών του 20ού.
Ο πρώτος αληθινά συμβολιστής ποιητής ήταν ο Πολ Βερλέν (1844-1896). Στο έργο του Ποιητική τέχνη (Αrt poétique), πρώτος απ’ όλους διευκρίνισε ότι δεν γίνεται λόγος τόσο για το πώς να περιγράψει κανείς ή να συμβολίσει όσο για το πώς να υποβάλει: πώς να επικαλεστεί την απλή και ομόφωνη αλήθεια των συναισθημάτων που ταυτίζονται με τις ψυχικές καταστάσεις. Ο Βερλέν, εξάλλου, απέκτησε πλήρη συνείδηση της τέχνης του μέσα από τη βίαιη σχέση του με τον Ζαν Αρτούρ Ρεμπό (1854-1891) που προσέθεσε σε αυτό τον ακόμα αόριστο και συναισθηματικό συμβολισμό τις απαιτήσεις της απείθαρχης ιδιοσυγκρασίας του. Το έργο του Στεφάν Μαλαρμέ (1842-1898) ακολουθεί μια γραμμή κάπως διαφορετική από εκείνη του Ρεμπό. Και υπήρξε ο καρπός μιας αργής ωριμότητας όπου η διατύπωση μιας ποιητικής τέχνης συμβάδισε απόλυτα με τη δημιουργία στην καθαρή της έννοια. Από τον Μαλαρμέ ξεκίνησε μια ποιητική τέχνη με διανοούμενο χαρακτήρα που επρόκειτο να δώσει τους καρπούς της αργότερα με τον Πολ Βαλερί (1871-1945).
Ο 20ός αι.: από τον υπερρεαλισμό στον υπαρξισμό και στον μεταμοντερνισμό. Οι αρχές του 20ού αι., παρότι υπήρξαν μια περίοδος γόνιμη και με αξιόλογα έργα, έχουν να επιδείξουν μόλις δύο μεγάλους συγγραφείς: τον Ανατόλ Φρανς και τον Μορίς Μπαρές. Ο Ανατόλ Φρανσουά Τιμπό, γνωστότερος ως Ανατόλ Φρανς, αν και τολμηρός χλευαστής των εθνικιστικών μύθων, σεβάστηκε την πολιτιστική και λογοτεχνική παράδοση –υπήρξε πάντα αντίθετος προς τον συμβολισμό– και στάθηκε με τα τέσσερα μυθιστορήματα της Σύγχρονης ιστορίας (Ηistoire contemporaire) ο καυστικότερος επικριτής της οικονομικο-θρησκευτικής νοοτροπίας, που ήταν ακόμα πολύ ισχυρή, και ένας από τους εμψυχωτές του γαλλικού σοσιαλισμού της εποχής, εκφράζοντας έτσι μια διανοητική ανατρεπτική τάση που δεν ήταν μόνο των σαλονιών. Αντίθετος ήταν ο στανταλικός Μορίς Μπαρές.
Στην ποίηση, ο συμβολισμός δεν υπήρχε πια ως σχολή. Η λυρική έκφραση του αιώνα ακολούθησε αναρίθμητες τάσεις, επιστρέφοντας συχνά στο παρελθόν. Από την πραγματικότητα ο Γκιγιόμ Απολινέρ άντλησε μόνο θέματα και προσχήματα για έναν δικό του λυρικό κόσμο. Συμμετέχοντας στην ίδρυση του κυβισμού και κάθε άλλου προοδευτικού κινήματος, ο Απολινέρ επινόησε τη λέξη υπερρεαλισμός (surrealisme) για να καταδείξει εκείνο το κοινό χαρακτηριστικό που, χωρίς να είναι απτό, γίνεται αντικειμενικά αντιληπτό και βρίσκεται στη συνείδηση και στα συναισθήματα του καθενός: την υποσυνείδητη πραγματικότητα.
Μέσα από την τεράστια παραγωγή της περιόδου από το 1919 έως την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, διακρίνονται κυρίως, εκτός από τα έργα του Μαρσέλ Προυστ, που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του, και τα καινούργια έργα του Αντρέ Ζιντ και της Σιντονί-Γκαμπριέλ Κολέτ, τα μυθιστορήματα του Ζαν Ζιροντού, του Αντρέ Μορουά και του Ζαν Κοκτό.
Μια στροφή πραγματοποιήθηκε στα χρόνια του πολέμου με έργα που ξεπήδησαν μέσα από τον υπαρξισμό (existentialisme) του Ζαν Πολ Σαρτρ, της Σιμόν ντε Μποβουάρ και του Αλμπέρ Καμί. Η ρωμαλέα προσωπικότητα του Ζαν Πολ Σαρτρ εκδηλώθηκε με σημαντικά έργα: Το είναι και το μηδέν (L’ être et le néant), Η κριτική της διαλεκτικής λογικής (La critique de la raison dialectique), ένας τόμος από νουβέλες στρατευμένες επαναστατικά, Ο τοίχος (Le mur), Η ναυτία (La nausée), το κυκλικό μυθιστόρημα Οι δρόμοι της ελευθερίας (Les chemins de la liberté) κ.ά. Δίπλα του η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η φλογερή φεμινίστρια του Δεύτερου φύλου (Le deuxième sexe), αφού δοκίμασε κι αυτή το θέατρο και την αφήγηση υπαρξιστικού τύπου με την Προσκεκλημένη (L’ invitée), γνώρισε τις μεγαλύτερες επιτυχίες με ένα έργο που αντικατοπτρίζει τους πολύ γνωστούς σε αυτήν κύκλους των διανοουμένων, το μυθιστόρημα Οι μανδαρίνοι (Les mandarins), και με τα αυτοβιογραφικά της βιβλία Αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει νέας (Μémoires d’ une jeune fille rangée), Η δύναμη της ηλικίας (La force l’ age des choses). Ο Αλμπέρ Καμί μας έδωσε δύο κλασικά αφηγηματικά έργα: τον Ξένο (L’ étranger, 1942) και την Πανούκλα (La peste, 1947). Ο Αντρέ Μαλρό υπήρξε συγγραφέας αξιόλογων μυθιστορημάτων, κριτικών και φιλοσοφικών έργων.
Με την Αντίσταση, στην οποία πήραν μέρος προσωπικά οι σημαντικότεροι ποιητές, εγκαταλείφθηκε η ασάφεια του υπερρεαλισμού μπροστά στην ανάγκη του «να λέγονται όλα». Τη γραμμή αυτή ακολούθησαν ο Λουί Αραγκόν, ο Πολ Ελιάρ και ο Ζακ Πρεβέρ που έγινε ξαφνικά διάσημος το 1946 με τις Λέξεις (Ρaroles), λυρική ποίηση σε ελεύθερο στίχο, κοινωνικά στρατευμένη, σε ύφος παρλάτας. Στα πρότυπα αυτά έγραψαν και οι Πιερ Εμανιέλ, Φρανσίς Πονζ και Ζαν Φολέν. Οι Σεγκέρ, Φομπέρ και Ρουσελό ήταν αντίθετα πιο δεμένοι με τους παραδοσιακούς τύπους. Όσο για τον Αλέν Μπορν, υπήρξε ο πιο πρωτότυπος και ρωμαλέος ποιητής των τελευταίων γενεών.
Στη διηγηματογραφία εμφανίστηκε μια ομάδα νέων συγγραφέων, πολιτικά ή κοινωνικά στρατευμένων, που εξέφρασαν την εξέγερση της νεολαίας κατά του κομφορμισμού. Τυπικό παράδειγμα είναι η Φρανσουάζ Σαγκάν. Το σπουδαιότερο όμως φαινόμενο της μεταπολεμικής γενιάς είναι η λεγόμενη Σχολή του βλέμματος του Αλέν Ρομπ-Γκριγέ, τη Διακήρυξη της οποίας δημοσίευσε στην ανανεωμένη Νέα Γαλλική Επιθεώρηση συνοδεύοντάς την αμέσως (1957) με το ρωμαλέο διήγημα Η ζήλια (La jalousie). Ο Ρομπ-Γκριγέ υποστήριξε την ανάγκη να καταργηθεί η εκτός πραγματικότητας παλιά ψυχολογία, για να εκφραστεί ποιητικά μόνο «αυτό που φαίνεται»: πράγματα, πρόσωπα, χειρονομίες. Με τον Ρομπ-Γκριγέ ενώθηκαν συγγραφείς κάπως διαφορετικοί, που όμως είχαν κοινό χαρακτηριστικό τη ριζική άρνηση της παραδοσιακής τεχνικής. Ανάμεσα σε αυτούς πρέπει να αναφερθούν η Ναταλί Σαρότ, ο Μισέλ Μπιτόρ, η Μαργκερίτ Ντιράς και ο Κλοντ Σιμόν, ο οποίος κέρδισε το Νομπέλ λογοτεχνίας το 1985. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτέλεσε ο Μπορίς Βιάν, με τη βίαιη και επιθετική γραφή του, επηρεασμένη από τους Αμερικανούς μπιτ λογοτέχνες.
Σημαντική απήχηση είχαν στη σύγχρονη πολιτιστική ανανέωση τα διάφορα ρεύματα κριτικής. Σε ό,τι αφορά την ισχυρή επίδραση που άσκησαν οι ανθρωπιστικές επιστήμες (καθώς και η στρουκτουραλιστική μέθοδος που απορρέει από αυτές) στον τομέα αυτόν, θα πρέπει να αναφερθεί η υποδειγματική συνεισφορά συγγραφέων όπως ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Κλοντ-Λεβί Στρος, ο ψυχαναλυτής Ζαν Λακάν, ο φιλόσοφος Μισέλ Φουκό και ο Λουί Αλτουσέρ. Αν ο υπαρξισμός του Σαρτρ και του Μπασλάρ παρέμεινε σημαντικός για μελετητές όπως ο Γ. Πουλέ και ο Ζ.Π. Ρισάρ, ο στρουκτουραλισμός καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις πιο σύγχρονες και αυθεντικές κριτικές τάσεις. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί ο Λ. Γκολντμάν, ο Ρολάν Μπαρτ, καθώς και όσοι αποτέλεσαν τον πυρήνα της επιθεώρησης Communications (Μπρεμόν, Ζενέτ, Τονιόροφ), οι οποίοι προσπάθησαν να ανακαλύψουν τις ακραίες δυνατότητες που προσφέρει η γλώσσα.
Στην ποίηση, το Ψυχρό Μανιφέστο (Le Μanifeste Froid, 1973) των Ζ.Κ. Μπεγί, Ι. Μπινί, Σ. Σοτρό και Α. Βελτέρ, προσπάθησε να εξηγήσει με ψυχρό ρεαλισμό την επικαιρότητα, ενώ στον πεζό λόγο η Λογοτεχνία στο μαγνητόφωνο (La Littérature au magnétophone) παρουσίαζε συζητήσεις με διάσημους συγγραφείς, οι συντονιστές των οποίων ήταν επίσης υπεύθυνοι για τη λογοτεχνική μορφή και την παρουσίασή τους, εμπλουτισμένη με έναν πρόλογο ή έναν επίλογο.
Μεταξύ των πολιτικών συγγραφέων εμφανίστηκαν οι νέοι φιλόσοφοι, μετα-μαρξιστές που επανεξέτασαν τις αντιλήψεις περί κράτους υπό το φως άλλων φιλοσοφικών συστημάτων όπως το νιτσεϊκό, με τους Ζακ Ντελέζ και Ζαν Φρανσουά Λιοτάρ, το καταστασιακό (situationnisme, υπαρξιακά βιωμένη κατάσταση του «εδώ και τώρα», πολιτικοκοινωνικός υπαρξισμός) με τους Γκι Ντεμπόρ και Ζ. Μποντριγιάρ, καθώς και το ρουσοϊκό με τους Ζ.Π. Ντολέ και Μ.Α. Λεβί.Οι παλαιολιθικοί και νεολιθικοί πολιτισμοί. Ο πλούτος και η σπουδαιότητα των σχετικών ευρημάτων καθιστούν τη Γ. αδιαμφισβήτητο επίκεντρο της ευρωπαϊκής αρχαϊκής ιστορίας. Εκπολιτιστικά στοιχεία που συνδέονται άμεσα με τις μαγικο-φυσιολατρικές θρησκείες της εποχής εμφανίζονται άφθονα εδώ. Αναφέρονται συνήθως στις συμβολικές έννοιες της γονιμότητας και στα έθιμα που σχετίζονταν με τον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση. Γι’ αυτό και είναι τόσο συχνές οι παραστάσεις κυνηγιού. Το θαυμάσιο Κεφάλι γυναίκας –μοναδικό προϊστορικό πορτρέτο με εξαιρετική ευαισθησία στις γραμμές του προσώπου– προέρχεται ακριβώς από ένα τέτοιο σύμπλεγμα, την Αφροδίτη του Μπρασαμπουί. Η μεγάλη βραχογραφία στο σπήλαιο της Λασκό, στη Δορδόνη, που ανακαλύφθηκε το 1940 από τον αβά Μπρέιγ, είναι αφιερωμένη στη σχεδόν θεϊκή δύναμη των ζώων. Στις μεγάλες δυνάμεις της φύσης αναφέρονται τα παράξενα ζωομορφικά συμπλέγματα των σπηλαίων της Πες-Μερλ.
Ανάλογα θέματα υπάρχουν επίσης στις ζωγραφικές παραστάσεις του Μαγδαλένιου πολιτισμού. Από την τρίτη όμως χιλιετία και έπειτα, η μεταβολή των κλιματικών συνθηκών, που επηρέασε αποφασιστικά την οικονομία και επομένως και τις συνθήκες της ζωής, άφησε τα ίχνη της και στην τέχνη: ο άνθρωπος παύει να αντιμετωπίζει παθητικά τη φύση στην προσπάθειά του να την κυριαρχήσει.
Ανάμεσα στην τρίτη και τη δεύτερη χιλιετία προ Χριστού τοποθετούνται τα ταφικά μνημεία του μεγαλιθικού πολιτισμού, κατά κύριο λόγο στη Βρετάνη (και ιδιαίτερα στο Φινιστέρ και στο Μορμπιάν). Πρόκειται για μεγάλους τάφους με ντολμενικούς διαδρόμους (η λέξη ντόλμεν προέρχεται από μια βρετονική διάλεκτο: ντολ σημαίνει τραπέζι και μεν πέτρα), για ντόλμεν που ακολουθούν ύστερα από έναν διάδρομο, για ημιυπόγεια ντόλμεν ή για ανυψωμένους κολοσσιαίους λίθους (μενίρ: μεν σημαίνει πέτρα και (χ)ιρ επιμήκης) στο Καρνάκ, στην περιοχή του Μορμπιάν. Παραπλήσιος με τον μεγαλιθικό πολιτισμό, παρότι δεν συνδέεται με αυτόν, είναι ο πολιτισμός του κωδωνόσχημου αγγείου, που χαρακτηρίστηκε έτσι από ένα τέτοιο είδος αγγείων, που βρέθηκαν στην Ιβηρική χερσόνησο και στη νότια Γ.
Κατά την εποχή του σιδήρου η Γ. γνώρισε τον ελληνικό πολιτισμό με τις ελληνικές αποικίες που άκμασαν εκεί: τη Μασσαλία, τη Μόνικο (Μονακό), τη Νίκαια (Νις) και την Αντίπολη (Αντίμπ). Ελληνικές και ετρουσκικές επιδράσεις παρατηρούνται επίσης ανάμεσα στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., στη δεύτερη φάση του πολιτισμού του σιδήρου, γνωστή με την ονομασία Λα Τεν (La Τene). Η Γαλατία πέρασε μέσα στον ευρύτερο κύκλο της ιστορίας της Δύσης, με τη ρωμαϊκή κατάκτηση που ολοκληρώθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα μεταξύ 58 και 51 π.Χ. Κατά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, το έδαφος ήταν σχεδόν παρθένο και με τη ζωτικότητα των Ρωμαίων κατασκευαστών στάθηκε εύκολο να δημιουργηθούν κατοικημένοι πυρήνες και να δοθούν έτσι στη χώρα οι πρώτες αρχές πολεοδομίας. Ιδρύθηκαν πόλεις που γνώρισαν μεγάλη άνθηση, όπως η Ναρμπόν και η Νιμ, η Οράνζ και η Φρεζίς καθώς και η μεγάλη Αρλ. Αλλά οι βαρβαρικές εισβολές, που είχαν ήδη αρχίσει από τον 4ο αι., κατακερμάτισαν τους ζωντανούς κατοικημένους πυρήνες και η διάσπαση που ακολούθησε βάρυνε για μακρύ χρονικό διάστημα πάνω στη ζωή και στην πολιτική οργάνωση των Γάλλων. Με τον χριστιανισμό –που είχε ήδη διαδοθεί από το 334– προσαρμόστηκαν προοδευτικά και οι βόρειοι φράγκικοι πληθυσμοί σε έναν τρόπο ζωής κληρονομημένο από τους Ρωμαίους.
Ίσως τα πρώτα χριστιανικά αρχιτεκτονήματα (τέλη 5ου αι.) είναι η εκκλησία του Αγίου Πέτρου της Βιέν και η εκκλησία του Νερί. Πιο πολυάριθμα είναι τα μικρότερης σημασίας μνημεία. Πάνω στα γαλλορωμαϊκής τεχνοτροπίας οικοδομήματα οι Γάλλοι ξυλουργοί τοποθέτησαν ψηλούς ξύλινους πύργους, με πολλά στοιχεία από τη βαρβαρική τέχνη, που φανέρωναν την αυθόρμητη εκείνη κατασκευαστική γνώση, η οποία αργότερα επέτρεψε καλλιτεχνικούς πειραματισμούς τεχνικά δυσχερέστατους, όπως εκείνους της γοτθικής εποχής.
Από τον 8ο και έως τα μέσα του 10ου αι., στη διάρκεια της λεγόμενης καρολίγγειας αναγέννησης, η αρχιτεκτονική κατευθύνθηκε σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού και στη θεμελίωση μέτριου αριθμού νέων κατασκευών. Ο ίδιος ο Καρλομάγνος παρήγγειλε στον Εντ του Μετς το ανακτορικό παρεκκλήσιο του Εξ-λα-Σαπέλ (790-804). Η εκκλησία του Ζερμινί-ντε-Πρε χτίστηκε για τον Θεόδουλφο, επίσκοπο της Ορλεάνης. Το μεγάλο αβαείο του Κλινί, που χτίστηκε το 1088 από τον άγιο Ούγο, με θολωτή στέγη σύμφωνα με μια λύση που είχε ήδη υιοθετηθεί από τον Γουλιέλμο του Βολπιάνο στο Σεν-Μπενίν της Ντιζόν (1002), υπήρξε το επίκεντρο της ρομανικής τέχνης στη Γ. Από τη Βουργουνδία έως την Προβηγκία, από την Οβέρνη έως το Πουατού, τη Νορμανδία και την Ακουιτανία, οι διάφορες κατά τόπους παραλλαγές του βασικού προτύπου που είναι το αβαείο του Κλινί δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υποδηλώνουν τη ζωτικότητα της ρομανικής τέχνης ως έκφραση λαϊκής και εθνικής ευαισθησίας.
Σε ορισμένα από τα ρομανικά αρχιτεκτονήματα παρατηρείται ήδη το στοιχείο που αργότερα θα χαρακτηρίσει μαζί με τα άλλα τους επιβλητικούς γοτθικούς ναούς: αυτή η υπερκόσμια ανάταση προς τον ουρανό, οι κατακόρυφες γραμμές που μοιάζουν σαν να χάνονται μέσα στα σύννεφα. Ιδιαίτερη έξαρση των στοιχείων αυτών παρατηρείται στους δύο επόμενους αιώνες, τον 13ο και τον 14ο. Στατικό και νευρώδες τώρα, το σύνολο του οικοδομήματος δεν χαρακτηρίζεται πια από ογκώδεις τοίχους αλλά από πλευρές και κιονίσκους ενωμένους σε δυνατά σύνολα. Το άνοιγμα διακοσμητικών παραθύρων ελαφρύνει τους τοίχους. Η λατρεία συγκεντρώνεται γύρω από τον καθεδρικό ναό και όχι πια στο αβαείο, καθώς ο πόλος έλξης είναι η καθέδρα του επισκόπου και όχι ο μικρός θώκος του αβά. Ο γοτθικός ρυθμός επιβάλλει μια περίεργη επιπεδομετρία, ιδιαίτερα φανερή στην πρόσοψη και στο εσωτερικό της Νοτρ-Νταμ στο Παρίσι. Της ίδιας περιόδου είναι επίσης οι καθεδρικοί ναοί των Σανς, Νογιόν, Σανλί, Λαόν που ιδρύθηκαν όλοι, αν και δεν ολοκληρώθηκαν, στη διάρκεια του 12ου αι. Η Σαρτρ (που ξαναχτίστηκε μετά την πυρκαγιά του 1194), η Μπουρζ (περ. 1190 – τέλη 13ου αι.), η Ρενς (που ιδρύθηκε το 1211 και τελείωσε στα μέσα του ίδιου αιώνα), η Νοτρ-Νταμ της Αμιένης (1220-69), οι αψίδες του Λε Μαν και του Μποβέ, το κλίτος του Σεν-Ντενί και η Σεντ-Σαπέλ, που ιδρύθηκε το 1248 για να δεχτεί τα λείψανα του αγίου Λουδοβίκου, είναι τα πιο αξιόλογα και τα πιο αυθεντικά γοτθικά έργα του 13ου και του 14ου αι. Εξαιρετικής τέχνης, αντιπροσωπευτικός του γοτθικού ρυθμού, είναι επίσης και ο καθεδρικός ναός του Στρασβούργου.
Αντίθετα με τη ζωγραφική, η αρχιτεκτονική κατά τον 14ο και 15ο αι. ακολούθησε τα καθαρά γοτθικά πρότυπα. Το παλαιό γοτθικό εξαφανίστηκε μόνο γύρω στα μέσα του 16ου αι. Τότε πλέον, το γοτθικό ύφος έγινε καθαρά διακοσμητικό θυμίζοντας τους μεγάλους καθεδρικούς ναούς των προηγούμενων αιώνων. Αυτή η διεθνής παραλλαγή της γοτθικής αρχιτεκτονικής ορίστηκε πιο ζωηρά με τον όρο flamboyant, το φλογόμορφο, δηλαδή το ανθισμένο. Είναι πιθανό να σχετίζεται η νέα αυτή εποχή του γοτθικού ρυθμού με την κατάκτηση της Γ. από τους Άγγλους. Η Πικαρδία συγκεντρώνει τα καλύτερα δείγματα (Σεν Βιλφράν ντ’ Αμπεβίλ) δουλεμένα με φλαμανδικά στοιχεία. Η Νορμανδία υπήρξε για μεγάλο διάστημα στενά συνδεδεμένη με την Αγγλία. Ο θόλος του καθεδρικού ναού της Αλανσόν αποπερατώθηκε από τους Άγγλους το 1444. Στη Βρετάνη, το αβαείο του Σεν-Μισέλ αποτελεί κι αυτό τυπικό δείγμα της εποχής. Στο Παρίσι, θαυμάσιο δείγμα της ίδιας περιόδου είναι το ωραίο αίθριο της εκκλησίας Σεν-Ζερμέν-λ’ Οξερουά (1431-39).
Από τις εκκλησίες, ο νέος γοτθικός ρυθμός μεταφέρθηκε εύκολα και στις κατοικίες των ευγενών και των νεόπλουτων αστών. Η Γκραν-Μεζόν του Ζακ Κερ στην Μπουρζ, γεμάτη πυργίσκους και οξυκόρυφες κατασκευές, είναι χαρακτηριστική αυτής της ιδιωτικής αρχιτεκτονικής στα μέσα του 15ου αι. Το νέο αυτό είδος του γοτθικού ρυθμού, όπως επίσης και το προηγούμενο, αντικατοπτρίζεται σε όλο το πλούσιο και πλατύ πεδίο των εφαρμοσμένων τεχνών, εισβάλλοντας και στον χώρο της χαρακτικής πάνω σε ξύλο και σε πέτρα, του σφυρηλατημένου σιδήρου και της μνημειακής χρυσοχοΐας των λειψανοθηκών. Στη διάρκεια της πρώτης πεντηκονταετίας η μεγάλη εκκλησιαστική αρχιτεκτονική παρέμεινε ακόμα πιστή στα επίμονα πρότυπα του φλογόμορφου γοτθικού ρυθμού. Περισσότερο νεωτεριστικές ήταν οι ιδιωτικές παραγγελίες, με αποτέλεσμα να πλουτιστεί η ιδιωτική αυτή αρχιτεκτονική με στοιχεία που αξιοποιούν την ανθρώπινη διάσταση μέσα στον καθημερινό χώρο της ζωής.
Ανάμεσα στα τελευταία δείγματα του γοτθικού ρυθμού είναι το μέγαρο της δικαιοσύνης στη Ρουέν (1499). Περίπου την ίδια εποχή στην Γκαγιόν και στο Μπλουά παρουσιάστηκαν οι πρώτες στοές με παράθυρα, οι πρώτες ρoμανικές καμάρες. Ο Φραγκίσκος Α’ εισήγαγε ακόμα πιο αποφασιστικούς νεωτερισμούς που παρουσιάστηκαν στον πύργο του Σαμπόρ (1519-24), μετά στη Μιέτ και στο Σεν-Ζερμέν-αν-Λε.
Η πραγματική Αναγέννηση αναπτύχθηκε στη Γ. με τους αρχιτέκτονες που διαμορφώθηκαν στα πρότυπα του Βιτρούβιο, του Σέρλιο και του Βινιόλα, και με τους ελληνίζοντες γλύπτες που βάδισαν στα ίχνη του Μιχαήλ Αγγέλου και του Πριματίστο· αλλά ήταν κυρίως επηρεασμένη από το νεότερο πνεύμα στη Γ. εκείνης της εποχής, το οποίο αντιπροσώπευε η αποκαλούμενη σχολή του Φoντενεμπλό, όπου από το 1520 μια σειρά Ιταλών μανιεριστών διακοσμητών δημιούργησε μέσα σε λίγα χρόνια ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό κέντρο. Η γαλλική αρχιτεκτονική, ενώ έως την πρώτη δεκαετία του 16ου αι. είχε συμπεριλάβει ελάχιστα αναγεννησιακά στοιχεία στις γοτθικές κατασκευαστικές αρχές της, υιοθέτησε κατά τις επόμενες δεκαετίες την οριζόντια και εκτεταμένη διάταξη των ιταλικών αρχιτεκτονημάτων.
Ένα ενημερωτικό ταξίδι στη Ρώμη ήταν την εποχή εκείνη απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε αρχιτέκτονα. Ήθελαν όλοι να δουν με τα ίδια τους τα μάτια την αρμονία των forum. Αλλά σε αντίθεση με τους Ιταλούς αναγεννησιακούς δασκάλους, το ταξίδι τους γινόταν υπό την επίδραση μιας ήδη διαμορφωμένης πεποίθησης που βασιζόταν στις νέες θεωρίες του Βινιόλα και του Σέρλιο· τα αρχαία πρότυπα έπρεπε να προσαρμοστούν στο νέο πνεύμα της εποχής. Γι’ αυτό συχνά οι κατασκευές των νέων αυτών αρχιτεκτόνων κατέληγαν να είναι ψυχρές και λογικές, δημιουργήματα του διακοσμητή παρά του αρχιτέκτονα. Αυτή είναι ιδιαίτερα η περίπτωση του Ζακ Αντρουέ ντι Σερσό του πρεσβύτερου. Αυτό ισχύει επίσης και για τα διασημότερα έργα, όπως για το Λούβρο του Π. Λεσκό (1546-78), το ανάκτορο του Ανέ του Φ. Ντελόρμ (1547-60) το ανάκτορο του Κεραμεικού (1563;) των Ντελόρμ και Μπιλάν.
Με τον Ερρίκο Δ’ το Παρίσι έγινε το κέντρο της μοναρχίας. Η πόλη άρχισε να παίρνει διαστάσεις και ιδιαίτερη σπουδαιότητα. Έπρεπε να διαμορφωθεί· και το καλύτερο γι’ αυτήν πολεοδομικό σχέδιο, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, ήταν να γίνει μια πόλη ορθολογική, με μεγάλους ανοιχτούς χώρους και επιβλητικά κτίρια. Με αυτό το πνεύμα πραγματοποιήθηκαν η Πλας Ρουαγιάλ (κατόπιν Πλας ντε Βοζ) και η Πλας ντε Φρανς και έγινε η ανακατασκευή (1598) της Πον Νεφ (που είχε αρχίσει το 1578) για να συνδέσει την πανεπιστημιούπολη με τη συνοικία της δεξιάς όχθης. Γύρω στο 1605, πάνω στο ανάχωμα της Πον Νεφ χτίστηκε σε τριγωνικό σχήμα με το άγαλμα του βασιλιά στην κορυφή του τριγώνου η Πλας Ντοφίν, περιστοιχισμένη όπως και η Πλας Ρουαγιάλ από ομοιόμορφα κτίρια. Στο Παρίσι, οι αριστοκράτες ανανέωσαν τα ανάκτορά τους, ενώ οι ευγενείς και αστικοί κύκλοι εγκαταστάθηκαν στις νέες περιοχές του Μαρέ, του Σεν-Ζερμέν. Στο βόρειο μέρος του Λούβρου και του Κεραμεικού ο Ρισελιέ έχτισε το Παλέ Ρουαγιάλ. Ο Μαζαρέν (Μαζαρίνος) οικοδόμησε επίσης το επιβλητικό σπίτι του, όπου σήμερα στεγάζεται η Εθνική Βιβλιοθήκη. Το 1615, ο Σαλομόν ντε Μπρος, ανιψιός του Σερσεό και μεγαλύτερος αρχιτέκτονας της εποχής, σχεδίασε τα Ανάκτορα του Λουξεμβούργου για τη Μαρία των Μεδίκων, ενώ κατά την επόμενη τριακονταετία (1630-1660) έγινε γνωστό το έργο του Ζακ Λεμερσιέ (1585-1654).
Νέα ώθηση στην αρχιτεκτονική δόθηκε από τον Λουδοβίκο ΙΔ’. Στη διάρκεια της βασιλείας του η Ακαδημία έγινε με τον Κολμπέρ το κέντρο των καλλιτεχνικών ερευνών. Οι Γάλλοι αρχιτέκτονες Λε Βο (1612-70), Σ. Περό (1613-88), Αντρέ Λε Νοτρ (1613-1700), Φρανσουά Μπλοντέλ (1618-86), Πιερ Μπιλέ (1639-1716), Λιμπεράλ Μπριάν (1637;-1697), Ζ. Αρντουέν Μανσάρ (1646-1708) δημιούργησαν σύμφωνα με τις μεγαλειώδεις επιθυμίες του Λουδοβίκου ΙΔ’ και κυριάρχησαν στο αρχιτεκτονικό προσκήνιο. Ο Μανσάρ ειδικά, αρχιτέκτονας-πρότυπο των επίσημων τάσεων της εποχής, κωδικοποίησε το γαλλικό κλασικό ύφος. Ο Λιμπεράλ Μπριάν έχτισε το Μέγαρο των Απομάχων (Ιnvalides, 1671), σε ψυχρό και αυστηρό ύφος, κάτι μεταξύ στρατώνα και μοναστηριού. Το Λούβρο και οι Βερσαλίες είναι επίσης συνδεδεμένα με το όνομα του Λουδοβίκου ΙΔ’.
Τέλος, ανάμεσα στα πολεοδομικά έργα του βασιλιά Ήλιου στο Παρίσι πρέπει να αναφέρουμε την Πλας ντε Βικτουάρ και την Πλας Βαντόμ που οφείλεται στον Μανσάρ. Μετά τον θάνατο του Μανσάρ (1708), μια ολόκληρη σειρά αρχιτεκτόνων, γιοι και ανιψιοί όσων προηγήθηκαν, διέδωσαν το αρχιτεκτονικό ύφος που δημιουργήθηκε από αυτόν και τον Περό. Ανάμεσά τους αξίζει να αναφέρουμε τον Ρομπέρ ντε Κοτ (1656-1735), εξάδελφο του Μανσάρ, και τον Γκαμπριέλ-Ζερμέν Μποφράν (1667-1754), που είχε τη διεύθυνση των διακοσμήσεων στις Βερσαλίες.
Κατά τα μέσα του αιώνα η αρχιτεκτονική προσανατολίστηκε από την petite manière προς τη sagesse simple des anciens (απλή σοφία των αρχαίων). Ανάμεσα στο 1750 και στο 1770 έγινε πιο προσεκτική η μελέτη των αρχαίων πηγών. Η αρχιτεκτονική έτεινε προς τη λιτότητα και υποτροπίαζε προς τον νεοκλασικισμό κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα. Ο Ζακ-Ανζ Γκαμπριέλ (1698-1782), γόνος μεγάλης οικογένειας αρχιτεκτόνων και πρώτος αρχιτέκτονας του Λουδοβίκου ΙΕ’, συνέχισε στις Βερσαλίες το έργο του πατέρα του. Στη Στρατιωτική Σχολή του Παρισιού (1751) τα αρχαία πρότυπα δέχτηκαν την επίδραση των σύγχρονων τάσεων, ενώ στην πλατεία της Ομονοίας (Πλας ντε λα Κονκόρντ), για να συνδέσει τον Κεραμεικό με τα Ηλύσια Πεδία, σχεδίασε δύο συμμετρικά ανάκτορα με κιονοστοιχίες στηριγμένα πάνω σε υπόβαθρα. Ανάμεσα στο 1762 και στο 1764 σχεδίασε στις Βερσαλίες το Μικρό Τριανόν. Ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης υπήρξε και ο Κλοντ Νικολά Λεντού (1736-1806) που ονειρεύτηκε μια πόλη ιδανική (την πόλη του Σο) σε κυκλικό σχήμα.
Τον 18ο αι. διαμορφώθηκε η πολεοδομική φυσιογνωμία πολλών γαλλικών πόλεων (Νανσί, Μπορντό, Στρασβούργο, Μετς, Ναντ) που, όπως και το Παρίσι, διέλυσαν τελείως ή κατά ένα μέρος τη μεσαιωνική δομή τους. Κατά την περίοδο της δημοκρατίας και μετά, στην εποχή της αυτοκρατορίας, οι καλλιτέχνες στράφηκαν προς τον νεοκλασικισμό που εκφράζεται σε όλη του την έκταση στο έργο του Ζαν - Φρανσουά Σαλγκρέν (1739-1811) που μεταξύ άλλων δημιούργησε και τη μεγαλόπρεπη Αψίδα του Θριάμβου, στο Ετουάλ, στην κορυφή των Ηλυσίων Πεδίων. Άλλοι καλλιτέχνες που πρέπει να αναφερθούν είναι οι Σαρλ Περσιέ (1764-1838) και Πιερ-Φρανσουά Φοντέν (1762-1853), αλλά το πιο μεγαλειώδες και γοητευτικό έργο εκείνης της περιόδου είναι η αρχιτεκτονική διαμόρφωση της περιοχής ανάμεσα στο Λούβρο και στο Ετουάλ με τις πλάγιες αρτηρίες (Ριβολί, Καστιγιόν, Ρι ντε λα Πε), καθώς και οι πλατείες Βαντόμ και Μαντλέν (γύρω από την ομώνυμη εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής του Βινιόν).
Τον 19ο αι. η γοητεία της γοτθικής αρχιτεκτονικής απασχόλησε τους ζωγράφους και τους αρχιτέκτονες. Το πρώτο ενδιαφέρον εξωτερικεύτηκε σε ένα εντατικό πρόγραμμα αναστηλώσεων: ο Λασί (1807-1857) άνοιξε τον δρόμο για αυτές τις αποκαταστάσεις, που πολλές φορές (Σεν-Ζερμέν-λ’ Οξερουά) ήταν ουσιαστικά κατασκευές από την αρχή. Ακολούθησε ο Βιολέ-λε-Ντικ (1814-1879) που αναστήλωσε πύργους και καθεδρικούς ναούς (Νοτρ Νταμ, Αμιένη, Ρενς, Σαρτρ). Τη φάση της γοτθικής ανανέωσης διαδέχθηκε η φάση του εκλεκτικισμού. Ο Φρανσουά Ριντ (1784-1855) φιλοτέχνησε για την Αψίδα του Θριάμβου την Αναχώρηση των εθελοντών του 1792, που αμέσως βαφτίστηκε Λα Μαρσεγέζ (Μασσαλιώτισσα), σύνθεση πλούσια σε ορμή και δύναμη που ξεπερνούσε τα πρότυπα της νεοκλασικής κουλτούρας, προμηνύοντας τον ρομαντισμό. Νεογοτθικό και νεοβυζαντινό στιλ υιοθετήθηκε σε μερικές εκκλησίες (Άγιος Αυγουστίνος του Μπαλτάρ), αναγεννησιακές φόρμες για τα πιο εντυπωσιακά κτίρια (Όπερα του Ζ. Γκαρνιέ), ενώ τελείως εκλεκτική ήταν είναι η ολοκλήρωση του Λούβρου από τον Α. Λεφιέλ.
Ενώ εξελισσόταν η λεγόμενη αρχιτεκτονική λίμπερτι, ακριβώς στη Γ. για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη το σίδηρο με το έργο του Ανρί Λαμπρούστ (1801-1875).
Ο Αλεξάντρ Άιφελ (1832-1923) ανέγειρε αργότερα στο Παρίσι (1887-89) τον πασίγνωστο πύργο που φέρει το όνομά του. Στις αρχές του 20ού αι. δέσποζε στην αρχιτεκτονική το έργο του Ογκίστ Περέ (1874-1954). Αλλά η σπουδαιότερη εκδήλωση υπήρξε ο πουρισμός (1918), κίνηση που προώθησε ο Σαρλ Εντουάρ Ζανερέ, ο επιλεγόμενος Λε Κορμπιζιέ (1887-1965) και ο ζωγράφος Αμεντέ Οζανφάν (1886-1966). Για τον Λε Κορμπιζιέ η αρχιτεκτονική αναγόταν σε στοιχεία πρωταρχικά και γεωμετρικά έτσι ώστε να γίνει «ένα παιχνίδι σοφό και μεγαλειώδες, όγκων συγκεντρωμένων κάτω από το φως». Τα πέντε σημεία της νέας αρχιτεκτονικής του ήταν η πιλοτή (pilotis, ελεύθερα υποστυλώματα), πάνω στην οποία στηρίζεται το κτίριο, η σκεπή-κήπος, το ελεύθερο σχέδιο της οικοδομής, το παράθυρο κατά μήκος και η ελεύθερη πρόσοψη. Το σπουδαιότερο ίσως δείγμα των τάσεων είναι η βίλα Σαβόι (1929-30), σε ένα πάρκο όχι μακριά από το Παρίσι.. Η ρομανική ζωγραφική εξελίχθηκε καθυστερημένα σε σύγκριση με τις πλαστικές τέχνες και την αρχιτεκτονική. Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των γαλλικών εικαστικών τεχνών, τα πρωτεία έχουν τα υαλογραφήματα (βιτρό) και όχι η ζωγραφική. Στο Σεν-Ντενί, στη Σαρτρ, στο Λε Μαν ή στην Ανζέ οι καλλιτέχνες πειραματίζονταν σε ποικιλόχρωμες συνθέσεις με βαθιά χρώματα. Την εποχή αυτή αναπτύχθηκαν επίσης η τέχνη του σμάλτου και η χρυσοχοΐα, ενώ στη Λιμουζέν εμφανίστηκαν τα πρώτα σμάλτα που ήταν εμπνευσμένα από τη βυζαντινή παράδοση. Η άνθηση στη ζωγραφική άρχισε από τον 13ο αι. Η πιο αξιόλογη προσωπικότητα του τέλους του 13ου αι. είναι ο Μετρ Ονορέ που υπέγραφε ως Ηonoratus Ιlluminator και άρχισε τη δραστηριότητά του γύρω στο 1288. Το 1328 δούλεψε στη διακόσμηση της Σεντ-Σαπέλ και το 1317 προσέφερε στον Φίλιππο τον Μακρύ τη σειρά των τριών τόμων του Βίου του Σεν Ντενί. Το έργο του Μετρ Ονορέ σημείωσε σημαντική επίδραση στη διακόσμηση των συγγραμμάτων και ιδιαίτερα των διαφόρων αντιγράφων της Βίβλου. Θεωρείται επίσης σχεδόν βέβαιη και η επίδραση που άσκησε ο καλλιτέχνης στην εξέλιξη της σύγχρονής του αγγλικής μινιατούρας.
Σε αυτή την εποχή ανάγεται η προσπάθεια ανάδειξης του Παρισιού σε πόλο έλξης της γαλλικής ζωγραφικής. Στο κέντρο της πόλης εργάστηκε ο Ζαν Πισέλ, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1323 και θεωρείται αρχιμάστορας της μινιατούρας. Στα κάστρα, στα παλάτια και στις κατοικίες των αρχόντων, αναπτύχθηκε η κοσμική ζωγραφική, που όμως άρχισε να παρουσιάζεται ως καλλιτεχνικά αξιόλογη εκδήλωση μόνο γύρω στα μέσα του 14ου αι.
Με τον όρο διεθνής γοτθικός ρυθμός αποδίδεται η έννοια της οικουμενικής διάδοσης του υστερογοτθικού ρυθμού που εμφανίστηκε σε φόρμες συγγενείς από άποψη ύφους και απόλυτα συσχετισμένες μεταξύ τους, σχεδόν σε όλες τις χώρες της Δύσης. Οι νέες μελέτες έχουν αποκαλύψει ότι στη βάση της καλλιτεχνικής αυτής κίνησης ήταν η πείρα των δασκάλων της Σιένα που δούλεψαν στην Αβινιόν πριν από το 1340, μετά τη μεταφορά εκεί της έδρας του πάπα. Στον Σιμόνε Μαρτίνι, που έφτασε στην Αβινιόν πριν από το 1340, ανήκουν οι θαμπές πια τοιχογραφίες που διακοσμούν το ημικύκλιο πάνω από την πύλη του ναού και το γνωστό πολύπτυχο που τα κομμάτια του βρίσκονται σήμερα διασκορπισμένα στα μουσεία του Παρισιού και της Αμβέρσας. Η δραστηριότητα των ζωγράφων της Σιένα στην Αβινιόν δεν τελείωσε με τον θάνατο του Σιμόνε (1344). Οι Λίπο και Φεντερίκο Μέμι συνέχισαν την ίδια παράδοση και έδωσαν (1347) ένα πολύπτυχο για μια εκκλησία της πόλης. Ταυτόχρονα χτίστηκαν τα περίφημα παλάτια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα ανάκτορα των παπών, και μεγάλες ομάδες καλλιτεχνών ασχολήθηκαν με τη διακόσμησή τους. Το πρώιμο έργο των καλλιτεχνών που δούλεψαν στην Αβινιόν υπήρξε καθοριστικό για τη διαμόρφωση της γαλλικής τέχνης του δεύτερου μισού του 14ου αι.
Αναρίθμητα ζωγραφικά έργα είδαν το φως στην εποχή του Καρόλου Ε’, που ευνόησε τις τέχνες. Το πρώτο πραγματικά αξιόλογο δείγμα χρονολογείται από το 1364-80. Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία όμως της γαλλικής ζωγραφικής ολοκληρώθηκε με την εμφάνιση του λεγόμενου Δίπτυχου του Γουίλτον (βλ. λ.) που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Για να γίνει κατανοητή η διαμόρφωση αυτή του διεθνούς γοτθικού ρυθμού θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τότε ακριβώς στη βόρεια Ιταλία, ειδικότερα μάλιστα στη Λομβαρδία, ανθούσε μια ζωγραφική πλούσια και υποβλητική που πολύ γρήγορα (14ος αι.) έγινε γνωστή στη Γ. με την ειδική ονομασία ouvrage de Lombardie. Σε τέτοια πληρότητα ύφους όμως η Γ. δεν έφτασε παρά μόνο μεταξύ της τελευταίας δεκαετίας του 14ου αι. και της σχεδόν απρόβλεπτης εμφάνισης της τέχνης των Λεμπούρ (Λίμπουργκ) με μια σειρά έργων που περιλαμβάνουν: το μικρό δίπτυχο της Προσκύνησης και της Σταύρωσης (Μπαρτζέλο, Φλωρεντία), τον Ευαγγελισμό της συλλογής Ζαξ (Νέα Υόρκη), τους πίνακες του μουσείου Μάγερ Βαν ντερ Μπεργκ (Αμβέρσα), τα έργα που βρίσκονται σήμερα σε μια ιδιωτική συλλογή της Βαλτιμόρης καθώς και το δίπτυχο Καράν (Μπαρτζέλο, Φλωρεντία). Με αυτά τα έργα η γαλλική τέχνη έλαβε μια προνομιακή θέση απέναντι στην ήρεμη εξέλιξη του διεθνούς γοτθικού ρυθμού. Ακριβώς αυτή είναι η γαλλική σχολή ή η παρισινή που καλλιεργήθηκε σε όλη τη χώρα εκτός από τη Βουργουνδία και την Αβινιόν.
Το τρίτο μεγάλο κέντρο της αυλικής τέχνης του βορρά μετά το Παρίσι και την Αβινιόν στα οποία έγινε ήδη αναφορά, ήταν η Βουργουνδία και ιδιαίτερα η Ντιζόν, όπου γεννήθηκε αυτή που έμεινε γνωστή ως γαλλο-φλαμανδική τέχνη. Στη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου του Τολμηρού (1364-1404) μεγάλη υπήρξε η συρροή Γάλλων καλλιτεχνών στην αυλή του δούκα. Τους καλούσε εκεί ο ίδιος όταν έγινε κύριος της Φλάνδρας (1384) και οι προτιμήσεις του στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά προς τους τοπικούς καλλιτέχνες. Έτσι, πολυάριθμοι Φλαμανδοί δάσκαλοι συνεργάστηκαν στενά με τους Γάλλους καλλιτέχνες της παρισινής σχολής.
Αυτά ήταν λοιπόν τα μεγάλα κέντρα της γαλλικής τέχνης: η Αβινιόν με τη ζωγραφική της Σιένα· η Ντιζόν με τη γαλλο-φλαμανδική ζωγραφική· το Παρίσι και οι ζωγράφοι του. Αλλά υπήρξε και ένα τέταρτο καλλιτεχνικό κέντρο στη Γ. Πρόκειται για την Μπουρζ όπου βρισκόταν η αυλή του δούκα Ζαν ντε Μπερί. Πολύ μεγάλος ήταν ο αριθμός των καλλιτεχνών που δούλεψαν και γι’ αυτόν. Εξαιρετική επίσης είναι και η καλλιτεχνική αξία των έργων που έχουν διασωθεί.
Μεταξύ 1410 και 1416 εργάστηκαν στην αυλή του Ζαν ντε Μπερί τρεις Φλαμανδοί αδελφοί, ο Πολ, ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος, ο Χέρμαν και ο Ζαν ντε Λεμπούρ. Στο αριστούργημά τους Πολύ πλούσιες ώρες του δούκα ντε Μπερί (Τrès riches heures du duc de Βerry, Μουσείο Κοντέ του Σαντιγί), διακρίνονται καθαρά οι επιδράσεις της ιταλικής διδαχής.
Μέσα στον 15ο αι. έγινε φανερή η ιταλική επίδραση σε έργα όπως η Στέψη της Παρθένου της Βιλνέβ-λεζ-Αβινιόν και η περίφημη Πιετά (Μουσείο του Λούβρου) που αποδίδονται σε κάποιον Ανγκεράν Σαροντόν που γεννήθηκε στη Λαόν και έζησε στην Αβινιόν από το 1447 έως το 1461. Μεταξύ 1460 και 1480 απέκτησε ξεχωριστή φήμη ένας ζωγράφος που μεγάλωσε στις όχθες του Λίγηρα, ο Ζαν Φουκέ. Από όσα χρονολογικά γνωρίζουμε γι’ αυτόν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ταξίδεψε στην Ιταλία χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις για τις περιοχές που επισκέφθηκε. Πάντως, από αυτή τη γνωριμία με την ιταλική τέχνη γεννήθηκαν τα σπουδαιότερα έργα του, όπως το Βιβλίο των Ωρών του Ετιέν Σεβαλιέ ή η περίφημη Παναγία της Αμβέρσας, αξιόλογη για τη μετριοπαθή αναζήτηση ενός κόσμου καθαρού και ορθολογιστικού.
Η Γ. έλαβε από αντανάκλαση και σχεδόν περιστασιακά μέρος στην ιταλική Αναγέννηση: η συναισθηματική και εικαστική της βάση ήταν και παρέμεινε νατουραλιστική και γοτθική. Στην πραγματικότητα, μόνο κατά τον 16ο αι. το μπαρόκ αντικατέστησε τη γοτθική ορμή και η γαλλική τέχνη έλαβε νέα ώθηση. Ο όρος Αναγέννηση δεν είναι παρά ένας βολικός προσδιορισμός της τέχνης του 16ου αι. Ο βασιλιάς ανέδειξε την αυλή του σε καλλιτεχνικό κέντρο αντίστοιχο με τη φλωρεντινή αυλή των Μεδίκων και προσκάλεσε στο Παρίσι τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Οι Ιταλοί καλλιτέχνες που εργάστηκαν στη Γ. (ανάμεσά τους οι Ρόσο και Ντομένικο Φιορεντίνο και ο Μπενβενούτο Τσελίνι) ίδρυσαν τη Σχολή του Φοντενεμπλό.
Τον 17ο αι. οι ζωγράφοι, πολυάριθμοι στο Παρίσι, συγκρότησαν οργανώσεις και συνέστησαν, μαζί με τους γλύπτες, την Ακαδημία (1648) υπό την προστασία του βασιλιά. Σκοπός τους ήταν η επιστροφή στη Φύση και στις ιδεαλιστικές επιδιώξεις του κλασικισμού. Η Ιταλία αποτέλεσε το υπόδειγμα για πολλούς Γάλλους καλλιτέχνες: ο Σιμόν Βουέ (1590-1649), που έζησε και δούλεψε στη Ρώμη μεταξύ 1614 και 1627, και πολλοί μαθητές του (Λεζιέρ, Περιέ, Μινιάρ, Λε Μπρεν) κυριάρχησαν στις προτιμήσεις για ένα τέταρτο του αιώνα. Άλλοι ζωγράφοι που ακολούθησαν την ίδια σχολή είναι ο Βαλαντέν ντε Μπουλόνι, που έφτασε στη Ρώμη γύρω στο 1612 και έμεινε εκεί μέχρι τον θάνατό του (1634), ο Νικολά Τουρνιέ (1590-1655;), οι αδελφοί Λε Νεν (Αντουάν 1588-1648, Λουί 1593-1648 και Ματιέ 1607-1677), ο Ζορζ ντε Λα Τουρ (1593-1652), ο Βέλγος Φιλίπ ντε Σαμπέν κ.ά.
Ο Νικολά Πουσέν ήταν ο εκπρόσωπος του γαλλικού κλασικισμού. Γεννημένος στη Νορμανδία (1594), εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1612 και ταξίδεψε στη Βενετία (1624) και στη Ρώμη όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό του (1665). Ο Κλαούντιο Λορενέζε (1600-1682) έμεινε στη Ρώμη σχεδόν για όλη του τη ζωή. Ενώ όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες δημιουργούσαν στην Ιταλία, στη Γ. υπερίσχυε το ύφος της Ακαδημίας, επιβάλλοντας ως πρότυπα τον Ραφαήλ, την ιταλική Αναγέννηση, τους Καράτσι και τον Πουσέν. Στις νέες αυτές τάσεις κυριάρχησε ο Σαρλ Λε Μπρεν (1619-1690) που δημιούργησε μεγάλους ιστορικούς και θρησκευτικούς πίνακες, προσωπογραφίες και διακοσμήσεις.
Η υπεροχή του χρώματος επί του σχήματος προετοίμασε, στο δεύτερο μισό του 17ου αι., την ελευθερία και τη ζωντάνια της ζωγραφικής του επόμενου αιώνα. Αξιόλογοι ζωγράφοι κατά την εποχή αυτή υπήρξαν οι Ιακίνθ Ριγκό (1659-1745) και Νικολά ντε Λαρζιλιέρ (1656-1746). Αλλά η προσωπικότητα-κλειδί της νέας γαλλικής ζωγραφικής ήταν ο Αντουάν Βατό (1684-1721). Ζωγράφος σκηνών συνόλου, εγκαταστάθηκε νεότατος στο Παρίσι, όπου δέχτηκε την επίδραση του Ζιλό. Λεπτεπίλεπτος ερμηνευτής του παριζιάνικου πνεύματος, παρουσίασε τη ζωή της κομψής κοινωνίας των σαλονιών και του θεάτρου. Μέσα από τα πρόσωπα της κομέντια ντελ’ άρτε έδωσε με απαλή και καλοπροαίρετη ειρωνεία την εικόνα του καιρού του και της σύγχρονής του κοινωνίας. Το επίκεντρο της γαλλικής ζωγραφικής ήταν τα Σαλόν (από το Τετράγωνο Σαλόνι του Λούβρου), εκθέσεις δηλαδή σύγχρονης τέχνης που είχε ήδη προωθήσει ο Λουδοβίκος ΙΔ’.
Μορφή πρωταρχικής σπουδαιότητας, ο Ζαν Μπατίστ Σιμεόν Σαρντέν (1699-1779) έζησε μια ζωή χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις, απόλυτα απορροφημένος από τη δουλειά του. Τα έργα που παρουσίασε σε μια έκθεση του 1728 τού εξασφάλισαν την έμμεση είσοδό του στην Ακαδημία. Ο Ζαν Μπατίστ Γκρεζ (1725-1805), με τον μελοδραματισμό του σε πίνακες όπως Η πατρική κατάρα, Η μνηστή του χωριού και Ο τιμωρημένος γιος, συγκίνησε τη γαλλική κοινωνία. Την ίδια εποχή άκμασε και η ιστορική ζωγραφική. Ο Φρανσουά Μπουσέ (1703-1770), μαθητής του Φρανσουά Λεμουάν (1688-1737), έτεινε προς το ύφος του ροκοκό.
Μαθητής και συνεχιστής του Μπουσέ υπήρξε ο Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ (1732-1806). Έφτασε νεότατος στο Παρίσι και γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία στο Σαλόν του 1765. Μεγάλος προσωπογράφος, θιασώτης της τεχνικής του παστέλ, ήταν ο Μορίς Κεντέν ντε Λατούρ (1704-1788). Αξιόλογοι υπήρξαν και οι προσωπογράφοι Ζαν Μπατίστ Περονό (1715-1783), Ελιζαμπέτ Βιζέ-Λεμπρέν (1755-1842), Αντελαΐντ Λαμπίγ-Γκιάρ (1748-1803) και Φρανσουά Ιμπέρ Ντρουέ (1727-1775). Στην τοπιογραφία διακρίθηκαν ο Ζαν Μπατίστ Ουντρί (1686-1755) και ο Κλοντ Ζοζέφ Βερνέ (1714-1789), που ζωγράφισε ζοφερές σκηνές από καταιγίδες και ναυάγια. Τρυφερός και απαλότερος στα θέματά του είναι ο Ιμπέρ Ρομπέρ (1733-1808) με έργα που πάλλονται από τη φωτεινότητα των χρωμάτων.
Μετά την κατάργηση της παλαιάς Ακαδημίας από την Επανάσταση, στην επίσημη τέχνη κυριάρχησε ο Ζακ Λουί Νταβίντ (1748-1825), που ακολουθούσε τα κλασικά πρότυπα επηρεασμένος από τον Ζιρό και τον Κατρ-Μερ ντε Κενσί. Ο Όρκος του Σφαιριστηρίου που παρουσιάστηκε σε εκθέσεις στη Ρώμη (1784) και στο Παρίσι (1785) θεωρείται ένα έργο καθαρά νεοκλασικό. Στην Αρπαγή των Σαβίνων το ύφος γίνεται απαλότερο, ενώ στους ιστορικούς πίνακες (Η στέψη του Ναπολέοντα) παραμένει αυστηρό. Στα πορτρέτα, όπου το σχέδιο παίρνει μια απαλή καθαρότητα, έδωσε τον καλύτερο εαυτό του (Ο θάνατος του Μαρά, Μουσείο Βρυξελλών). Γύρω από τον Νταβίντ δημιούργησαν ο προσωπογράφος Π.-Ν. Γκερέν, ο Α.-Ζ. Γκρο, ο ζωγράφος της ναπολεόντιας εποχής, ο Φ. Ζεράρ και ο Α.-Λ. Ζιροντέ, τυπικοί εκπρόσωποι του αμπίρ, ο Λ.-Λ. Μπουαγί και ο μινιατουρίστας Ζ.-Μπ. Ιζαμπέ.
Οι πρώτες αντιδράσεις κατά του νεοκλασικισμού ξεκίνησαν μέσα από τους ίδιους τους κόλπους του. Η συνειδητή όμως έκφραση της τέχνης ως δημιουργίας και όχι ως μίμησης και η μεγαλύτερη αντίθεση κατά του νεοκλασικισμού υπάρχει στο έργο της Μαντάμ ντε Σταλ Περί Γερμανίας (1813) και στην επιθεώρηση Η σφαίρα (1824) που αναπτύσσει τα θέματά της στο όνομα της ελευθερίας της τέχνης. Ζωγράφοι και λογοτέχνες συναντήθηκαν σε αυτή την επιδίωξη και οι λογοτέχνες συχνά επηρέασαν αποφασιστικά το έργο των εικαστικών καλλιτεχνών. Ο Ζαν Λουί Τεοντόρ Ζερικό (1791-1824) εξέφρασε την προσωπική του αντίθεση προς τον νεοκλασικισμό στον Έφιππο αξιωματικό που πήρε μέρος στην έκθεση του Σαλόν το 1812. Ο Εζέν Ντελακρουά (1798-1863) είχε επηρεαστεί κυρίως από τον Γκρο και τον Ζερικό. Ρομαντικός από ένστικτο, εξέθεσε το 1822 το περίφημο έργο Δάντης και Βιργίλιος. Η Σφαγή της Χίου (1824), Ο Μαρίνο Φαλιέρο (1827), Ο Θάνατος του Σαρδανάπαλου (1827), αποτελούν σταθμούς στο έργο του.
Ο Ζαν Ογκίστ Ντομινίκ Ενγκρ (1780-1867), μαθητής του Νταβίντ, προτίμησε σε όλη του τη ζωή τις προσωπογραφίες και τους ζωγραφικούς πίνακες με κλασικά και ιστορικά θέματα, καθώς και τα γυναικεία γυμνά. Με τη ζωγραφική της οροφής του Λούβρου (Η Αποθέωση του Ομήρου, 1827) έφτασε στο απόγειο της δόξας του. Ο Ζαν Μπατίστ Καμίγ Κορό (1796-1875) ήδη από τον πίνακά του Θέα από τη γέφυρα του Ναρνί, που είχε εκτεθεί στο Σαλόν το 1827, είχε ξεφύγει από την παραδοσιακή τοπιογραφία. Γύρω στο 1850, τόνισε το λυρικό και συγκινησιακό περιεχόμενο των έργων του (Χορός των νυμφών, Κοντσέρτο) που χαρακτήριζε και τις γεμάτες ευαισθησία προσωπογραφίες του. Δίπλα στον Κορό, κινήθηκαν μικρότερου αναστήματος τοπιογράφοι της σχολής του Φοντενεμπλό ή της Μπαρμπιζόν: ο Τ. Ρουσό (1812-1867), ο Ντιάζ ντε Λα Πένια, ο Ζ. Ντιμπρέ, ο Σ. Ντομπινί, ο Σ. Τρουαγιόν, ο Σ. Ζακ και ο Ρ. Μπονέρ.
Για να αντιληφθεί κανείς την αξία και την ιστορική σημασία του Γκιστάβ Κουρμπέ (1819-1877), που αντιτάχθηκε τόσο στον συναισθηματισμό των ρομαντικών όσο και στην επιφανειακή τεχνοτροπία των εκλεκτικών, είναι απαραίτητο να έχει υπόψη τη συγκεχυμένη κατάσταση της γαλλικής ζωγραφικής πριν από τη μεγάλη επανάσταση του ιμπρεσιονισμού. Ήδη στην Αυτοπροσωπογραφία του το δυνατό σχέδιο προκύπτει από την αντίθεση της σκιάς και του φωτός καθώς και από τη σταθερή, πυκνή και απλόχερη χρήση του χρώματος, με σπάτουλα και όχι με πινέλο. Μετά την Επανάσταση του 1848 ο Κουρμπέ άρχισε τη ρεαλιστική εκστρατεία του με τον Άνθρωπο με τη δερμάτινη ζώνη, την Κηδεία στην Ορνάν κ.ά. Στις Λουόμενες, στους Παλαιστές και στην Κοιμισμένη κλώστρια ο Κουρμπέ τόνισε τη ρεαλιστική αναζήτησή του, αλλά στην έκθεση του 1855 το Ατελιέ του δεν έγινε δεκτό. Πραγματοποίησε τότε μια προσωπική έκθεση με την υποστήριξη των καλύτερων κριτικών, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Μποντλέρ, ο Ντομιέ, ο Μπουβέν και ο Καστανιαρί. Τα επόμενα έργα του υπήρξαν αληθινοί θρίαμβοι: η παλέτα του φωτίστηκε, απέκτησε μια νέα μαγεία χρωμάτων και ζωγράφιζε νεκρές φύσεις με καταπληκτική χρωματική ένταση.
Ο όρος ιμπρεσιονισμός είναι αρκετά εύγλωττος ως προς το ποιο ήταν το σημείο αναζήτησης, κοινό σε καλλιτέχνες πολύ μεγάλους και πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους: να ζωγραφίζουν με την αυθεντικότητα της εντύπωσης (impression), ελεύθεροι από σχήματα και παραδοσιακές δομές, έτσι ώστε μορφή και χώρος –απελευθερωμένοι από τις τεχνητές εντυπώσεις που δίνουν η προοπτική και η φωτοσκίαση– να είναι μια άμεση έκφραση ζεστασιάς. Οι αντιδράσεις και οι αντιθέσεις σε αυτή τη νέα τεχνοτροπία υπήρξαν πολλές και μεγάλες. Η πρώτη εκδηλώθηκε με το Πρόγευμα στο γρασίδι του Εντουάρ Μανέ (1832-1883), που έγινε αντικείμενο μεγάλων αμφισβητήσεων. Ο πίνακας όμως ήταν ένα αριστούργημα και αυτό το κατάλαβαν νεαροί ζωγράφοι όπως ο Μονέ και ο Πισαρό. Η Ολυμπία (1865) και ο Φλαουτίστας ενίσχυσαν αυτή την άποψη. Την ίδια χρονιά ο Μονέ και ο Πισαρό γνώρισαν προσωπικά τον Μανέ, ενώ ο Μονέ γνώριζε ήδη άλλους τρεις νεαρούς ζωγράφους, τον Ρενουάρ, τον Σισλέ και τον Φρεντερίκ Μπαζίγ (1841-1870), που ήταν εξίσου ενθουσιασμένοι με τον Μανέ. Στη φιλία τους στηρίχτηκε αρχικά η νέα κίνηση και ο τόπος συνάντησής τους ήταν το Καφέ Γκερμπουά στην Μπατινιόλ.
Ο Κλοντ Οσκάρ Μονέ (1840-1924), ο Αλφρέ Σισλέ (1839-1899) και ο Καμίγ Ζακόμπ Πισαρό (1830-1903) στράφηκαν προς την ύπαιθρο, το φως και την κίνηση της ατμόσφαιρας, τα τυπικότερα ίσως χαρακτηριστικά του ιμπρεσιονισμού, που κατέληξαν να επηρεάσουν και τον ίδιο τον Μανέ. Μετά το 1870 οι νεαροί ζωγράφοι του κύκλου του Μανέ αποκλείστηκαν από τα Σαλόν μέχρι το 1874. Τότε εξέθεσαν μόνοι τα έργα τους σε μια ομαδική έκθεση στην οποία πήραν μέρος ο Μονέ, ο Πισαρό, ο Ρενουάρ, ο Σισλέ, ο Σεζάν, ο Ντεγκά, η Μπερτ Μοριζό (1841-1895) κ.ά. Ο Μανέ έγινε δεκτός στο Σαλόν χωρίς να εκθέσει. Από τον πίνακα του Μονέ, Εντύπωση (Ιmpression): Ανατολή του Ήλιου, γεννήθηκε ο όρος ιμπρεσιονισμός.
Ο Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ (1841-1919), από τους κυριότερους εκπροσώπους του ιμπρεσιονισμού, επηρεάστηκε αρχικά από τον Βατό και τον Φραγκονάρ, από τους οποίους διδάχτηκε τους απαλούς και ζεστούς χρωματισμούς του, αλλά το έργο του διαμορφώθηκε κυρίως από τη δημιουργία του Κουρμπέ και του Μανέ. Ο Εντγκάρ Ντεγκά (1834-1917), που εξέθεσε με τους ιμπρεσιονιστές αλλά απαρνήθηκε τον ορισμό, προτίμησε θέματα από την καθημερινή ζωή, που τα παρουσίασε με αμεσότητα και φυσικότητα. Είχε πνευματικό μαθητή τον Ανρί ντε Τουλούζ-Λοτρέκ (1864-1901), που προτίμησε από τη ζωγραφική το χρωματιστό σχέδιο και τη λιθογραφία. Ο Πολ Σεζάν (1839-1906), που η μεγάλη του αξία αναγνωρίστηκε στην αρχή μόνο από λίγους φίλους, σήμερα θεωρείται δίκαια ο μεγάλος πρόδρομος της μοντέρνας ζωγραφικής. Το 1873 ο Πισαρό τον μύησε στον υπαιθρισμό (plein-air) και μετά το 1877 ο καλλιτέχνης αποτραβήχτηκε στη νότια Γ. για να δουλέψει απομονωμένος.
Ο Πολ Γκογκέν (1848-1903), αφού ξεπέρασε την πρώτη ιμπρεσιονιστική εμπειρία, έζησε την περίοδο της αυθεντικότερης παραγωγής του στην Ταϊτή και στη Χίβα Όα· το ιδεώδες του πριμιτιβισμού τον βοήθησε να εμβαθύνει στα λυρικά αίτια των σχηματικών του απλουστεύσεων, των έντονων και καθαρών χρωμάτων του, που τείνουν προς τον συμβολισμό, του οποίου θεωρείται ο πρωτοπόρος. Στην ομάδα των συμβολιστών προσχώρησε ο Ανρί Ρουσό (1844-1910), η ζωγραφική του οποίου, απλοϊκά αρχαΐζουσα, είναι πλούσια σε δυνατή και έντονη ποίηση. Από το 1886 αναπτύχθηκε το ρεύμα του νεο-ιμπρεσιονισμού ή πουαντιλισμού (pointillisme), που επεδίωξε τις τονικές αποσυνθέσεις, αλλά αφήνοντας κατά μέρος τη διαίσθηση των ιμπρεσιονιστών, επεξεργάστηκε μια θεωρία βασισμένη στις οπτικές αρχές του Σεβρέλ, του Μάξγουελ και του Ριντ, σύμφωνα με την οποία τοποθετούνταν πάνω στον μουσαμά με πολύ αυστηρή σχολαστικότητα μικρές κουκκίδες, κομμάτια, ζώνες χρώματος που έδιναν στον πίνακα μεγάλη φωτεινότητα. Ανάμεσα στους νεο-ιμπρεσιονιστές ξεχώρισε ο Ζορζ Πιερ Σερά (1859-1891).
Το Παρίσι εξακολούθησε και στον 20ό αι. να κατευθύνει τις καλλιτεχνικές τάσεις. Φοβισμός και κυβισμός, οι κινήσεις που προανήγγειλαν όλη τη σύγχρονη ζωγραφική, ξεκίνησαν από εκεί. Για τους φοβιστές, η δημιουργία ενός χρωματιστού πίνακα υπήρξε η πρώτη, θεμελιώδης αρχή, πέρα από κάθε ορθολογιστική ή θεωρητική ανησυχία. Η πρώτη τους έκθεση έγινε στο Σαλόν του φθινοπώρου του 1905· εξέθεσαν ο Ματίς, ο Μπρακ, ο Ρουό, ο Αλμπέρ Μαρκέ (1875-1947), ο Μορίς Βλαμένκ (1876-1958) και ο Αντρέ Ντερέν (1880-1954). Κεντρική μορφή υπήρξε ο Ανρί Ματίς (1869-1954) που έμεινε πάντα πιστός στη φοβιστική αντίληψη. Με την επίδραση του κυβισμού (μετά το 1912) έφτασε σε μια σαφέστερη επεξήγηση των σχημάτων, που τονίστηκε περισσότερο από το 1914 και μετά. Προτιμούσε τις νεκρές φύσεις, τα τοπία και τα γυναικεία γυμνά και από κάθε του θέμα αναζητούσε τις ουσιαστικές γραμμές, βλέποντάς το ως αποτέλεσμα μιας «ασυμφωνίας ζωντανών χρωμάτων, μιας αρμονίας ίδιας με εκείνη που έχει μια μουσική σύνθεση». Το έργο του Ζορζ Ρουό (1871-1958) χαρακτηρίζεται από έναν έντονο θρησκευτικό ζήλο: μαθητής του Μορό, ανανέωσε την ακαδημαϊκή γραφή του μετά την επαφή του με τους φοβιστές και τους συμβολιστές. Το έργο του Ζορζ Μπρακ (1882-1963) συνδέεται, μαζί με το έργο του Πικάσο, με τη γένεση και τις εξελίξεις του κυβισμού. Ήδη ο Ματίς, μπροστά σε έναν πίνακα του Μπρακ, είχε μιλήσει για «μικρούς κύβους» (1905) και ο Λουί Βοξέλ για «κυβιστικές ιδιοτροπίες» στους πίνακες και των δύο καλλιτεχνών που με τρόπο τελείως προσωπικό ο καθένας συνέβαλαν στη γένεση του κυβισμού. Ο πρώτος κυβισμός, που έχει ονομαστεί αναλυτικός, χαρακτηρίζεται από έναν γεωμετρικό διαχωρισμό των σχημάτων, με μια αφηρημένη αναπαράσταση του όγκου και με μια τελείως νέα αντίληψη του χώρου. Μετά το 1912 μπήκε στη συνθετική του φάση που έτεινε προς έναν καθαρό ρυθμό και μια επίπεδη γεωμετρία. Συνδεδεμένα με τον κυβισμό είναι επίσης τα ονόματα του Χουάν Γκρι (1887-1927), του Φερνάν Λεζέ (1881-1955) και του Ρομπέρ Ντελονέ (1885-1941). Στα χρόνια που ακολούθησαν από τη γένεση του κυβισμού, στο Παρίσι εργάστηκαν καλλιτέχνες κάθε εθνικότητας: ο Σαγκάλ, ο Πασέν, ο Κίσλινγκ, ο Σουτίν, ο Μοντιλιάνι, ο Σεβερίνι, ο Ντε Κίρικο.
Ο Μπονάρ, ο Βιγιάρ, ο Ουτριλό προχώρησαν σε νέες αξιόλογες (αν και όχι τόσο εντυπωσιακές) αναζητήσεις. Ο Πιερ Μπονάρ (1867-1947) και ο Εντουάρ Βιγιάρ (1868-1940), που είχαν σχηματίσει μαζί με τον Ντενί, τον Βαλοτόν και άλλους την ομάδα των ναμπί (στα εβραϊκά, προφήτες), έμειναν πιστοί στις επαγγελίες του ιμπρεσιονισμού. Ο Μορίς Ουτριλό (1883-1955), ξεκινώντας από τον Σισλέ και τον Πισαρό και έχοντας δεχτεί την επίδραση των φοβιστών, άρχισε από το 1912 την εξαιρετικά προσωπική ζωγραφική του.
Στο μεταξύ, στο Παρίσι άκμαζε η απόλυτα αφηρημένη έκφραση που προωθήθηκε όμως από ξένους καλλιτέχνες. Το γεωμετρικό ρεύμα έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Μετά τον πόλεμο εμφανίστηκαν ζωγράφοι όπως ο Νικολά ντε Σταλ (1914-1955), ο Ζ. Ντιμπιφέ, που προώθησε την art brut, ο Ζ. Φοτριέ (1898-1964) και ο Χανς Χάρτουνγκ με τον κομψό και παλλόμενο γραφισμό του. Αλλά το Παρίσι, που υπήρξε σχεδόν επί έναν ολόκληρο αιώνα το χωνευτήρι των διαφόρων πειραματισμών της μοντέρνας τέχνης και το σταυροδρόμι των σύγχρονων πρωτοποριακών τάσεων, άρχισε πια να μοιράζεται τα πρωτεία του με άλλες καλλιτεχνικές εκφράσεις, ευρωπαϊκές αλλά και υπερατλαντικές.Τα γνωστότερα κέντρα όπου αναπτύχθηκε η πρώιμη γαλλική γλυπτική είναι οι πόλεις Βεζελέ, Κλερμόν-Φεράν, Οτέν, Μουασάκ, Τουλούζ και Αρλ. Κλασικότερα τα προβηγκιανά γλυπτά, ρεαλιστικότερα εκείνα της Οβέρνης, στενά συσχετισμένα με την τεχνική της μινιατούρας εκείνα του Μουασάκ και της Τουλούζ. Αργότερα, η μεγαλόπρεπη διακόσμηση της εκκλησίας Σεν Τροφίμ στην Αρλ φανερώνει έναν κλασικισμό βασισμένο στα βυζαντινά πρότυπα. Άμεσα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική τον 13ο και τον 14ο αι., η γλυπτική έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διακόσμηση και στην τελική διαμόρφωση των γοτθικών εκκλησιών, οι οποίες γέμισαν από αγάλματα, στολίδια και ανάγλυφα φυλλώματα που έδιναν την εντύπωση μιας πυκνής βλάστησης, όλο φωτοσκιάσεις, ενώ και εδώ οι μορφές των ανθρώπων και των ζώων εξακολουθούσαν να εκφράζουν τις σπουδαιότερες έννοιες.
Τον 15ο αι., η αναζήτηση στη γλυπτική αναπτύχθηκε σε παράλληλες τάσεις. Τα κέντρα της βρίσκονταν στην Μπουρζ, στη Ριόμ, στο Πουατιέ, στην Ορλεάνη, αλλά κυρίως στο Παρίσι. Στην αυλική αυτή γλυπτική ξαναβρίσκουμε τον γαλλο-φλαμανδικό ρεαλισμό που χαρακτήριζε τότε τη ζωγραφική.
Επιδράσεις αντίστοιχες της ζωγραφικής στην Αναγέννηση δέχθηκε και η γλυπτική. Ο Μεσαίωνας είχε σχεδόν περιφρονήσει το μάρμαρο. Τον 16ο αι., το υλικό αυτό υιοθετήθηκε απροσδόκητα με λαμπρά αποτελέσματα. Από τους μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής, ο Μισέλ Κολόμπ φιλοτέχνησε πολυάριθμα έργα από τα οποία δυστυχώς δεν σώζονται παρά δύο δείγματα και μάλιστα τα τελευταία: ο Τάφος του Φραγκίσκου Β’ στον καθεδρικό ναό της Ναντ και το Ανάγλυφο του βωμού του Αγίου Γεωργίου στην Γκαγιόν. Την ίδια περίοδο εργάστηκε στη Γ. η πολύ δραστήρια οικογένεια των Τζούστι (Ζιστ), που δημιούργησε μια δυναστεία που κράτησε και μετά τα μέσα του αιώνα.
Στη γλυπτική μπαρόκ του 17ου αι., λίγα πράγματα έχουν απομείνει από τα έφιππα αγάλματα του Ερρίκου Δ’ και του Λουδοβίκου ΙΓ’ που έγιναν από ξένους καλλιτέχνες και μαρτυρούν την εξέλιξη της γλυπτικής στην πρώτη τριακονταετία του αιώνα. Ο πιο αξιόλογος Γάλλος γλύπτης της εποχής ήταν ο Πιερ Μπιάρ (1559-1609), μαθητής του Τζαμπολόνια.
Με σχολαστικότητα χρυσοχόου εργάστηκε ο Ζαν Βαρέν, Φλαμανδός γλύπτης που πέθανε το 1672, αφού ήδη είχε αρχίσει η βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ’. Τότε περίπου έσβησε και η γενιά εκείνη των καλλιτεχνών που δούλεψαν πάνω στην κίνηση των αντικειμένων και έδωσαν σημασία στις ανατομικές λεπτομέρειες με όλο τον σεβασμό που φανερώνει το έργο τους για τη μετρημένη διάσταση του κλασικισμού. Στους καλλιτέχνες αυτούς ανήκε και ο Ζακ Σαραζέν (1592-1660), από τα έργα του οποίου σήμερα σώζονται ελάχιστα αλληγορικά ανάγλυφα και μερικά άλλα έργα. Ζωηρότερη και γονιμότερη ιδιοσυγκρασία υπήρξε ο Πιερ Πιζέ (1620-1694). Επειδή δεν είχε την εύνοια του Κολμπέρ και είχε έτσι αποκλειστεί από τις εργασίες των Βερσαλιών, δούλεψε κυρίως στη Γένοβα και στην Τουλόν, στη διακόσμηση των βασιλικών στοών. Μετά τον θάνατο του Κολμπέρ έστειλε στις Βερσαλίες τον περίφημό του Μίλωνα και μπόρεσε να δουλέψει για τα ανάκτορα. Ο Φρανσουά Ζιραρντόν (1628-1715), συνεργάτης του Λε Μπρεν και αργότερα προϊστάμενος του ατελιέ της γλυπτικής, άφησε μεγάλο μέρος της παραγωγής του, επηρεασμένο από τον Σαραζέν, από την αρχαία γλυπτική και από τον Πουσέν. Αλλά στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του παραμερίστηκε από τις νέες τάσεις μπαρόκ που είχαν ως κυριότερο ερμηνευτή τον Αντουάν Κουαζβόξ (1640-1720).
Όταν πέρασε η μόδα των μνημειακών και υπεροπτικών συνθέσεων της εποχής του Λουδοβίκου ΙΔ’, η γλυπτική έπαψε να είναι μέσο της βασιλικής δόξας και έκλινε προς τις χαριτωμένες και απαλές συνθέσεις. Το μάρμαρο και η πέτρα εγκαταλείφθηκαν ως υλικά, χάριν του ορείχαλκου, του γύψου, της τερακότας και του λεπτεπίλεπτου biscuit της πορσελάνης των Σεβρών. Στον Γκιγιόμ Κουστού (1677-1746) ανήκουν η σύνθεση των δύο Αλόγων του Μαρλί (σήμερα στην είσοδο των Ηλυσίων Πεδίων), όπου εκφράζεται ανεπανάληπτα η ορμητικότητα των σχημάτων σε κίνηση, και το Πορτρέτο της Μαρίας Λετζίνσκα.
Το κλασικιστικό και αντιροκοκό ρεύμα ενσαρκώθηκε από τον αυστηρό Εντμ Μπουσαρντόν (1698-1762). Πιο ζωντανή υπήρξε η προσωπικότητα του Ετιέν Μορίς Φαλκονέ (1716-1791), που δούλεψε σε μικρά μαρμάρινα αγάλματα, τα μοντέλα των οποίων μετέφερε και στα biscuits των Σεβρών, όταν διορίστηκε διευθυντής στο ομώνυμο εργαστήρι. Από τους γλύπτες του τέλους του αιώνα ξεχωρίζει ο Ζαν Αντουάν Ουντόν (1741-1828).
Η γαλλική γλυπτική του 19ου αι. εκφράζεται κυρίως από τους Καρπό και Ροντέν. Ο Ζαν Μπατίστ Καρπό (1827-1875) με τον Ψαρά και τον Κόμη Ιγκολέν και τα παιδιά του γνώρισε μεγάλη επιτυχία παρά τη δυσαρέσκεια των ακαδημαϊκών. Ο Ογκίστ Ροντέν (1840-1917) άρχισε να δουλεύει το 1861, αλλά μόλις το 1877 κατάφερε να τραβήξει την προσοχή. Ο Άγιος Ιωάννης προσευχόμενος (1879) άνοιξε μία περίοδο μεγάλης και θαυμαστής παραγωγής που κορυφώθηκε με τους Αστούς του Καλέ. Όμως, παρά τη νέα επίσημη ερμηνεία του πλαστικισμού, η τέχνη του Ροντέν συνδιαλεγόταν ακόμα με την παράδοση: ο Ντονατέλο και ο Μιχαήλ Άγγελος παρέμεναν γι’ αυτόν μύθοι μνημειακοί και αυτή η επιμονή φαίνεται αδρά σε έργα όπως ο Σκεπτόμενος ή το Φιλί.
Ο κυβισμός ανανέωσε και τη γλυπτική, που στην προηγούμενη περίοδο είχε να επιδείξει μόνο μερικά αξιολογότατα έργα του Ρενουάρ και του Ντεγκά. Ο ίδιος ο Ματίς υπήρξε γλύπτης και το έργο του συνδέεται με τον ιμπρεσιονιστικό πειραματισμό. Αλλά η πραγματική ανανέωση οφείλεται σε δύο ξένους καλλιτέχνες: τον Ρουμάνο Κονσταντίν Μπρανκούζι (1876-1958), που εργάστηκε στο Παρίσι και ήδη από το 1906 αναζητούσε φόρμες καθαρότατης αφαίρεσης, και τον Ισπανό Πικάσο, που προσάρμοσε στη γλυπτική τη νέα κυβιστική έκφραση.Κόμιξ. Η Γ. υπήρξε ίσως η μοναδική χώρα που κατόρθωσε να αντιπαρατέθει με αξιώσεις στις ΗΠΑ, σε ό,τι αφορά αυτό το μέσο εικαστικής έκφρασης. Οι μεταπολεμικοί Γάλλοι κομικογράφοι που αγνόησαν την επιστημονική φαντασία και τα ζωομορφικά κλισέ των αμερικανικών στούντιο και άτλησαν έμπνευση από την ευρωπαϊκή παράδοση, κατάφεραν να γίνουν διεθνώς γνωστοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δίδυμο των Γκοσινί και Ουντερζό, δημιουργών των Αστερίξ, Λούκυ Λουκ, Ιζνογκούντ κ.ά.Οι θρησκευτικές παραστάσεις στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης ήταν οι παλαιότερες θεατρικές εκδηλώσεις στη Γ. Από το στάδιο αυτό, που καλύπτει την περίοδο από τον 10ο έως τον 12ο αι., σώζονται ακόμα μερικά δείγματα. Κατά τον 13ο αι. θριάμβευσε το θαύμα (miracle), αλλά τον επόμενο αιώνα εμφανίστηκε το μεσαιωνικό δράμα με το μυστήριο (mystère), εμπνευσμένο από τους θρύλους των αγίων και από τη Βίβλο. Στα μυστήρια έπαιρναν μέρος εκατοντάδες ηθοποιοί, που συνόδευαν τις παρλάτες με μουσικές και τραγούδια. Παράλληλα, διαμορφώθηκε και ένα κοσμικό κωμικό θέατρο: η φάρσα. Η κρίση του προχωρημένου Μεσαίωνα άγγιξε και το θέατρο: το θρησκευτικό και το κοσμικό στοιχείο συγχωνεύονταν σχεδόν σε ένα μοναδικό θέαμα όταν στα ενδιάμεσα των mystères παρεμβάλλονταν κωμικά διαλείμματα.
Τον 15ο αι. αναπτύχθηκαν περιοδεύοντες θίασοι που γνώρισαν μεγάλη εξέλιξη τον επόμενο αιώνα, ο οποίος είχε να παρουσιάσει αριστουργήματα του τραγικού και κωμικού θεάτρου: την Αιχμάλωτη Κλεοπάτρα (Cleopatre captive) του Ε. Ζοντέλ, τις τραγωδίες του Γκαρνιέ και τις κωμωδίες του Πιερ ντε Λαριβέ.
Στις αρχές του 17ου αι. εμφανίστηκε ο θίασος του Βαλεράν Λε Κοντ, που ο Λουδοβίκος ΙΓ’ ονόμασε Τroupe Royale. Στο πρώτο μισό του 17ου αι. κυριαρχούσαν η κωμωδία και η τραγωδία, και το θέατρο απέκτησε βαθιά ηθικό χαρακτήρα. Προέβαλε μια νέα αίσθηση δραματικής πράξης στα πρότυπα της κλασικής τραγωδίας από τον Αλεξάντρ Αρντί (1570;-1631;)· παράλληλα, ο Ζαν ντε Μερέ (1604-1686) επανέφερε τον χρυσό κανόνα των τριών ενοτήτων (χρόνος, χώρος και δράση), ενώ ο Τριστάν Λ’ Ερμίτ (1601-1658) προανήγγειλε τον Πιερ Κορνέιγ (1606-1684). Ο μεγάλος αυτός τραγικός, που έκανε τις πρώτες του θεατρικές δοκιμές στον χώρο της κωμωδίας, γνώρισε την επιτυχία με τις τραγωδίες του. Με τον Ζαν Ρασίν ή Ρακίνα (1639-1699) η τραγωδία γνωρίζει την τραγική εμβάθυνση του ανικανοποίητου έρωτα και τη συντριβή του ανθρώπου κάτω από το βάρος της μοίρας του. Με τον Ζαν Μπατίστ Ποκελέν, τον επιλεγόμενο Μολιέρο (1622-1673), εγκαινιάστηκε η εποχή της κωμωδίας, εμπνευσμένη κατά μεγάλο μέρος από την κομέντια ντελ’ άρτε. Στον Ταρτούφο (Τartuffe), στον Φυλάργυρο (L’ avare), στον Μισάνθρωπο (Le misanthropre) και στον Κατά φαντασίαν ασθενή (Le malade imaginaire), ο Μολιέρος έφτασε στο μέγιστο όριο του μεγαλείου του· η κωμικότητα έχει μία όψη τραγική και η σάτιρα είναι πλούσια σε ηθικές νύξεις.
Μετά τον θάνατο του Μολιέρου, ο θίασός του και ο θίασος του Τhéâtre du Μarais συγχωνεύτηκαν και το 1680 γεννήθηκε η Comédie Francaise.
Ο Πιερ ντε Σαμπλέν ντε Μαριβό (1688-1763) δημιούργησε ένα νέο θέατρο, με λεπτότητα και φαντασία. Ανάμεσα στον Μαριβό του Παιχνιδιού του έρωτα και της τύχης (Le jeu de l’ amour et du hasard), της Διπλής αστάθειας (La double inconstance), των Ψεύτικων εκμυστηρεύσεων (Les fausses confidences) και τον άλλο μεγάλο κωμωδιογράφο του 18ου αι., τον Μπομαρσέ, παρεμβάλλονται η Επιστολή στον Ντ’ Αλαμπέρ πάνω στα θεάματα (Lettre à D’ Αlembert sur les spectacles) του Ρουσό καθώς και Ο Ντερβάλ και εγώ (Derval et moi) και ο Λόγος πάνω στη δραματική ποίηση (Discours sur la poésie dramatique) του Ντιντερό. Στην επιστολή του Ρουσό (1758) καταδικαζόταν το θέατρο, ενώ στα κείμενα του Ντιντερό (1756 και 1758) υποστηριζόταν η άποψη ότι τόσο η τραγωδία όσο και η κλασική κωμωδία δεν ταίριαζαν πια στον θεατή.
Η απήχηση του θεωρητικού έργου του Ντιντερό φαίνεται στον Πιερ Ογκιστέν Καρόν ντε Μπομαρσέ (1732-1799) στο Δοκίμιο περί του σοβαρού δραματικού είδους (Εssai sur le genre dramatique sérieux), αλλά η ιστορική σημασία του Μπομαρσέ οφείλεται προπάντων στις δύο κωμωδίες: Ο κουρέας της Σεβίλης (Le barbier de Seville) και Οι γάμοι του Φιγκαρό (Le mariage de Figaro), όπου γελοιοπoιεί την αριστοκρατία, τη δικαιοσύνη και τις αρχές. Παράλληλα υψώνονταν και άλλες υμνητικές φωνές της ελευθερίας όπως αυτή του Μαρί Ζοζέφ Σενιέ (1764-1811), ενώ η τραγωδία εκφυλιζόταν όλο και περισσότερο σε ρητορική άσκηση.
Ο ρομαντισμός έφερε ριζική αλλαγή τόσο στα κείμενα όσο και στις ερμηνείες. Οι αρχές του ρομαντικού θεάτρου διατυπώθηκαν από τον Βικτόρ Ουγκό (1802-1885) στον πρόλογο του Κρόμγουελ (Cromwell, 1827) και στον Ερνάνη (Ηernani). Μελοδραματικού τύπου ήταν και τα δράματα του Αλεξάνδρου Δουμά πατέρα (1802-1870) για το πλατύ κοινό, ενώ ανώτερου καλλιτεχνικού επιπέδου υπήρξαν οι θεατρικές εργασίες του Αλφρέ ντε Βινί (1797-1863) και του Αλφρέ ντε Μισέ (1810-1857). Αξιόλογοι δραματικοί συγγραφείς ήταν επίσης οι Φρανσουά Πονσάρ (1814-1867) και Εζέν Σκριμπ (1791-1861). Ήταν η αυγή της comédie des moeurs (ηθογραφική κωμωδία) με φανατικότερο εκπρόσωπο τον Εμίλ Οζιέ (1820-1889). Γραφικά ηθογραφικά πλαίσια χαρακτηρίζουν τον Αλέξανδρο Δουμά γιο (1824-1895) και τον Βικτοριέν Σαρντού (1831-1908).
Τέλος, υπήρχε και το νατουραλιστικό θέατρο με τον Ανρί Μπεκ (1837-1899) και τον Αντρέ Αντουάν (1858-1943), ιδρυτή του Τhéâtre libre.
Από τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ού αι. διακρίνονταν πολλές θεατρικές τάσεις: δραματική κωμωδία (Ζιλ Ρενάρ, Οκτάβ Μιρμπό), ερωτική κωμωδία (Ζορζ ντε Πορτό-Ρις, Ανρί Μπατάιγ, Ανρί Μπερνστέν), θέατρο ιδεών (Πολ Ερνέστ Ερβιέ, Φρανσουά ντε Κιρέλ), νεορομαντικό δράμα (Εντμόν Ροστάν), βοντβίλ και κωμωδία βουλεβάρτου (Ζορζ Φεντό, Ρομπέρ ντε Φλερ), ρεαλιστική κωμωδία (Ζορζ Κουρτελίν) και επική φάρσα (Αλφρέ Ζαρί).
Με νέες σκηνοθετικές εμπειρίες, εμπνευσμένες από ένα ιδεώδες απλότητας, συνδέεται το θέατρο του Vieux Colombier. Με τον Πολ Κλοντέλ (1868-1955), επικό και λυρικό δραματουργό, το θέατρο εμπλουτίστηκε με ποίηση σε έναν φλογερό ύμνο της θείας παρουσίας που ανακαλύπτεται μέσα στη φύση· με τον Ζαν Ζιροντού (1882-1944), τον καλύτερο συγγραφέα του μεσοπολέμου, ο θεατής μεταφέρεται σε έναν ονειρικό κόσμο όπου τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου αντιμετωπίζονται με εξωπραγματική ποιητικότητα· με τον Ανρί ντε Μοντερλάν (1896-1972) επιστρέφουμε στον Ρακίνα και στον Κορνέιγ. Η μεταπολεμική παραγωγή του γαλλικού θεάτρου υπήρξε πλουσιότατη: ο Ζαν Πολ Σαρτρ έγραψε έργα οξύτατης πολιτικής και κοινωνικής χροιάς, καθώς και βαθιάς ψυχολογικής ανάλυσης: Κεκλεισμένων των θυρών (Ηuis clos), Τα βρώμικα χέρια (Les mains sales), Οι καταδικασμένοι της Αλτόνα (Les séquestres d’ Αltοna). Ο Σάμουελ Μπέκετ (βραβείο Νόμπελ 1969) υπήρξε ο ποιητής της απελπισμένης ανθρώπινης μοίρας: Περιμένοντας τον Γκοντό (Εn attendant Godot), Τέλος του παιχνιδιού (Fin de partie), Ευτυχισμένες ημέρες (Οh, les beaux jours!). Ο Ευγένιος Ιονέσκο έγραψε καυστικές σάτιρες εναντίον του αστικού κομφορμισμού: Η φαλακρή τραγουδίστρια (La cantatrice chauve), Το μάθημα (La leçon), Ο ρινόκερος (Le rhinoceros). Ο Ζαν Ανουίγ, φωτεινός και σαρκαστικός, συνταίριαξε με θαυμαστό τρόπο κωμικά και τραγικά θέματα: Η πρόσκληση στον πύργο (L’ invitation au chateau), Ο κορυδαλλός (L’ alouette), Μπέκετ ή η τιμή του Θεού (Βeckett ou l’honneur de Dieu). Ο Ζαν Ζενέ, ρωμαλέος συγγραφέας, εξέφρασε με υψηλή δραματικότητα και μεγαλειώδη δομή μια βίαιη κοινωνική κριτική: Οι υπηρέτριες (Les bonnes), Το μπαλκόνι (Le balcon), Οι νέγροι (Les nègres). Επισημαίνουμε ακόμα τον Αλμπέρ Καμί (βραβείο Νομπέλ 1957), που πραγματεύτηκε το θέμα της εξέγερσης ως ξεπέρασμα της υπαρξιακής αγωνίας: Η παρεξήγηση (Le malentendu) και Κατάσταση πολιορκίας (Εtat de siège).Η γένεση του κινηματογράφου συνδέεται με τους αδελφούς Λουί και Ογκίστ Λιμιέρ οι οποίοι, στις 28 Δεκεμβρίου 1895, στην υπόγεια αίθουσα του Γκραν Καφέ ντε Παρί έδωσαν την πρώτη δημόσια κινηματογραφική παράσταση, προβάλλοντας μικρές ταινίες όπως: Η έξοδος των εργατών από το εργοστάσιο Λιμιέρ (La sortie des ouvriers de l’ usine Lumière) και Η άφιξη ενός τρένου στο σταθμό Σιοτά (L’ arrivée d’ un train en gare de la Ciotat). Τον επόμενο χρόνο προβλήθηκε το πρώτο κωμικό φιλμ, Ο ποτιστής που ποτίζεται (L’ arroseur arrosé). Ταυτόχρονα, νέοι κινηματογραφικοί οργανισμοί εμφανίζονταν, όπως του Ζορζ Μελιές (1861-1938), παραγωγού, σκηνοθέτη και ηθοποιού που, ανάμεσα στα άλλα, άφησε έργα στρατευμένα: Η υπόθεση Ντρέιφους (L’ affaire Dreyfus, 1899) και Ο πολιτισμός διαμέσου των αιώνων (La civilisation à travers les ages, 1908). Οι Φερντινάν Ζεκά (1864-1947), Μαξ Λίντερ (1883-1925), Λουί Φεγιάντ (1873-1925) και Εμίλ Κολ (1857-1938) παρουσίασαν επίσης αξιόλογα έργα. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο γυρίστηκαν ταινίες προπαγανδιστικού χαρακτήρα. Γύρω στο 1920 ο κινηματογράφος εγκατέλειψε την παιδική του περίοδο και μεταμορφώθηκε σε αληθινή τέχνη. Ανάμεσα στους πρωτοπόρους ξεχώρισαν οι Λουί Ντελίκ (1890-1924), Ζερμέν Ντιλάκ (1882-1942), Μαρσέλ Λ’ Ερμπιέ, Ζαν Επστέν (1897-1953) και Αμπέλ Γκανς.
Αυτή ήταν η περίοδος των πειραματισμών του Σαλβαντόρ Νταλί, του Λουί Μπουνιουέλ και του Ρενέ Κλερ, αλλά και των εμπειριών του Ζακ Φεντέρ για τη μεταφορά στην οθόνη του ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Με την επικράτηση του ήχου, ο κινηματογράφος παρουσίασε μια κάμψη, προσπαθώντας να συνδυάσει με τη δράση τη φιλολογική γλώσσα. Έτσι γυρίστηκαν φιλμ ομιλούντος κινηματογράφου χαμηλής αξίας συνδεδεμένα με τα ονόματα του Μαρσέλ Πανιόλ και του Σασά Γκιτρί (1885-1957)· ο δεύτερος μετέφερε πιστά στην οθόνη μερικές επιτυχημένες κωμωδίες του όπως Το μυθιστόρημα ενός χαρτοκλέφτη (Le roman d’ un tricheur, 1936) και Τα μαργαριτάρια του στέμματος (Les perles de la couronne, 1937).
Με τον Ρενουάρ, τον Κλερ και τον Καρνέ εγκαινιάστηκε η μεγάλη εποχή του γαλλικού κινηματογράφου. Ο Ρενέ Κλερ θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του παγκόσμιου κινηματογράφου του 20ού αι. Ο Ζαν Ρενουάρ, γιος του μεγάλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου, γύρισε το ρεαλιστικό φιλμ Η σκύλα (La chienne, 1931) και στράφηκε έπειτα στην εξύμνηση των αξιών του συμβολισμού και του ανθρωπισμού στο Εκδρομή στην εξοχή (Une partie de campagne) και στα υπέροχα Η μεγάλη αυταπάτη (La grande illusion, 1937) και Το ανθρώπινο κτήνος (La bête humaine, 1938). Εχθρός κάθε ιδεολογίας, ο Ρενουάρ έκανε πάντοτε κινηματογράφο για τη χαρά της δημιουργίας, σκιαγραφώντας στην οθόνη τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της ζωής του ανθρώπου.
Ο Μαρσέλ Καρνέ ανάμεσα στο 1938 και στο 1945 έδωσε αριστουργήματα όπως Το λιμάνι των απόκληρων (Quai des brumes), Ξημερώνει (Le jour se lève) και προπάντων Τα παιδιά του παραδείσου (Les enfants du paradis) με πρωταγωνιστή τον Ζαν-Λουί Μπαρό. Ο ίδιος γύρισε και το καυστικό φιλμ Ζαβολιάρηδες (Les tricheurs, 1958). Στη γενιά αυτή ανήκουν ο Ζαν Βιγκό (1905-1934), ο Ζαν Γκρεμιγιόν (1901-1959) και ο Ζιλιέν Ντιβιβιέ (1896-1967). Η μεγάλη αποκάλυψη του Ντιβιβιέ ήταν ο κακός, γενναιόδωρος και θρασύς Ζαν Γκαμπέν: μια μορφή ανθρώπινη, στην οποία αντικατοπτρίζεται η κρίση της Γ. στις παραμονές μιας τρομερής σύγκρουσης.
Στα χρόνια ανάμεσα στο 1950 και το 1960 ο γαλλικός κινηματογράφος εκφράστηκε με νεαρούς σκηνοθέτες όπως ο Μπρεσόν, ο Μπεκέρ και ο Κλουζό. Αυστηρός και απλός στη διήγηση, ο Ρομπέρ Μπρεσόν επιβλήθηκε με Το ημερολόγιο ενός παπά του χωριού (Le journal d’ un curé de campagne, 1951) και με την Απόδραση θανατοποινίτη (Un condamné à mort s’ est échappé, 1957). Ο Ζακ Μπεκέρ (1906-1960) εμπνεύστηκε αντίθετα από τη λαϊκή φιλολογία, από τους γραφικούς χαρακτήρες του υποκόσμου και του παριζιάνικου περιβάλλοντος. Ο Ανρί-Ζορζ Κλουζό, σπεσιαλίστας του αστυνομικού φιλμ, μετά την επιτυχία Το κοράκι (Le corbeau, 1943), έδωσε το περίφημο Το μεροκάματο του τρόμου (Le salaire de la peur, 1954). Στον Ζαν Κοκτό (1889-1963) οφείλουμε την Ωραία και το τέρας (La belle et la bête 1945) και τους Τρομερούς γονείς (Les parents terribles, 1948). Ο Αντρέ Καγιάτ γύρισε φιλμ πάνω στη δικαιοσύνη και την αλήθεια, όπως Η δικαιοσύνη μίλησε (Justice est faite, 1950), Είμαστε όλοι δολοφόνοι (Νous sommes tous des assassins, 1952) και Ρiège pour Cendrillon (1965). Ο Ρενέ Κλεμάν, αποκομμένος και σχεδόν απάνθρωπος, έγινε διάσημος με το έργο Απαγορευμένα παιχνίδια (Jeux interdits, 1952). Τέλος, δεν πρέπει να λησμονήσουμε σκηνοθέτες όπως ο Ιβ Αλεγκρέ, ο Ζαν Ντελανουά, ο Ανρί Ντεκουάν, ο Κριστιάν-Ζακ και ο δικός μας Ζιλ Ντασέν (Ριφιφί κ.ά.).
Εξέχουσα θέση στον γαλλικό κινηματογράφο κατέχει ο Ζακ Τατί, που η κωμική και σατιρική του φλέβα είναι αυτή του κλόουν που γελά με όλους και προπάντων με τον εαυτό του: Μέρα γιορτής (Jour de fête, 1949), Ο θείος μου (Μon oncle, 1958). Στη δεκαετία του 1960, η γαλλική νουβέλ βαγκ (νέο κύμα) επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ οι ταινίες της επηρέασαν τους σκηνοθέτες πολλών χωρών (Μίλος Φόρμαν, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Γέρζι Σκολιμόφσκι, Ναγκίσα Οσίμα, κ.ά.). Ο Αλέν Ρενέ δημιούργησε έναν κινηματογράφο με θεματολογία γύρω από τη μνήμη και τη λήθη της: Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ (L’ année dernière à Μarienbad, 1961), Μιριέλ, ο γυρισμός του αγαπημένου (Μuriel, 1963), Ο πόλεμος τελείωσε (La guerre est finie, 1966), Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ (Je t’ aime, je t’ aime, 1968). Ο Φρανσουά Τριφό καταπιάστηκε με τον έρωτα και τα ανθρώπινα αισθήματα, αντλώντας συχνά από προσωπικά βιώματα: Πυροβολήστε τον πιανίστα (Τirez sur le pianiste, 1960), Ζιλ και Τζιμ (Jules et Jim, 1961), Αμαρτωλές σχέσεις (La peau douce, 1964), Κλεμμένα φιλιά (Βaisers volés, 1968), Ένα αγρίμι στην πόλη (L’ enfant sauvage, 1969), Παράνομο ζευγάρι (Domicile conjugal, 1970) κ.ά. Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ ήρθε σε ρήξη με τον εμπορικό κινηματογράφο, φτιάχνοντας ταινίες που ανατρέπουν την καθιερωμένη γλώσσα και το συντακτικό του κινηματογράφου, προσθέτοντας το δικό του, εντελώς ιδιόμορφο χιούμορ, διανθίζοντάς το με αμέτρητα ιδιωτικά αστεία: Ο μικρός στρατιώτης (Le petit soldat, 1960), Ζούσε τη ζωή της (Vivre sa vie, 1962), Οι καραμπινιέροι (Les carabiniers, 1963), Η περιφρόνηση (Le mépris, 1964), Η παντρεμένη γυναίκα (Une femme mariée, 1964), Λέμι Κόσιον εναντίον Α-60 (Αlphaville, 1965), Ο δαίμων της ενδεκάτης ώρας (Ρierrot le fou, 1965), Αρσενικό-θηλυκό (Μasculin-Féminin, 1960), Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν (Deux ou trois choses que je sais d’ elle, 1967), ενώ στη συνέχεια γύρισε την Κινέζα (La Chinoise, 1967), ταινία που για ένα διάστημα τον οδήγησε σε έναν επαναστατικό (μαοϊκό) κινηματογράφο.
Ξεκινώντας από το κινηματογραφικό περιοδικό του νέου κύματος (τα περίφημα Κινηματογραφικά Τετράδια), ο Κλοντ Σαμπρόλ διέγραψε τον δικό του δρόμο, δημιουργώντας αστικά μελοδράματα και αστυνομικές ταινίες, συχνά επηρεασμένες από τον Χίτσκοκ: Το τρίγωνο της αμαρτίας (Α double tour, 1959), Les bonnes femmes (1960), Λαντρί, ο δολοφόνος των γυναικών (Landru, 1962), Το σκάνδαλο (Le scandale, 1967), Οι ελαφίνες (Les biches, 1967), Η άπιστη γυναίκα (La femme infidèle, 1968), Ο χασάπης (Le boucher, 1969), Λίγο πριν νυχτώσει (Juste avant la nuit, 1970), Ματωμένος γάμος (Les noces rouges, 1972) κ.ά. Στην ομάδα της νουβέλ βαγκ και/είτε των Κινηματογραφικών Τετραδίων ανήκαν και σκηνοθέτες όπως ο Ερίκ Ρομέρ, με ταινίες όπως Άλμπουμ εραστών (La Collectionneuse, 1967), Μια νύχτα με τη Μοντ (Μa nuit chez Μaude, 1969) και Η γάμπα της Κλαίρης (Le genou de Claire, 1970)· η Ανιές Βαρντά, με χαρακτηριστικές ταινίες τις Δύο ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας (Cleo de 5 à 7, 1962) και Παιχνίδι με τον διάβολο (Les créatures, 1966)· ο Ζακ Ντεμί, με το Λόλα, η γυναίκα της ακολασίας (Lola, 1961) και Οι ομπρέλες του Χερβούργου (Les parapluies de Cherbourg, 1964)· ο Αλεξάντρ Αστρίκ, με την Πονεμένη πυργοδέσποινα (Une vie, 1958)· ο Πιερ Καστ με το Le bel age (1959)· ο Ζακ Ριβέτ, με τις ταινίες Η μοναχή (La religieuse, 1966) και Τρελός έρωτας (L’ amour fou, 1968)· ο Κρις Μαρκέρ με τα Le joli mai (1962) και Η προβλήτα (La jetée, 1962)· ο Ροζέ Βαντίμ, που ανέδειξε την Μπριζίτ Μπαρντό στο φιλμ Και ο θεός έπλασε τη γυναίκα (Εt dieu créa la femme, 1956) ο Λουί Μαλ με τα Εραστές (Les amants, 1958), Δύο μάτια είδαν πολλά (Ζazie dans le métro, 1960), Ιδιωτική ζωή (Vie privée, 1961) και Φλόγα που τρεμοσβήνει (Le feu follet, 1963)· τέλος, ο Ζαν-Πιερ Μεμβίλ θεωρείται ο πνευματικός πατέρας όλων αυτών, με ταινίες που μεταφέρουν τον κόσμο του φιλμ νουάρ σε γαλλικούς κοινωνικούς χώρους: Ο χαφιές (Le doulos, 1962), Η δεύτερη πνοή (Le deuxième souffle, 1966), Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο (Le samurai, 1967) και Ο κόκκινος κύκλος (Le circle rouge, 1970).
Παρά την κρίση που άρχισε να εμφανίζεται στη δεκαετία του 1960 (τηλεόραση, άνθηση του πορνογραφικού κινηματογράφου, αύξηση στην τιμή των εισιτηρίων, αυξήσεις στην παραγωγή των ταινιών, βαριά φορολογία), τόσο οι παλαιότεροι όσο και οι νεότεροι σκηνοθέτες προσπάθησαν να εκφραστούν μέσω του κινηματογράφου. Ο Μάης του ’68 είχε επίδραση και στην παραγωγή, με ταινίες ορμώμενες από την επαναστατική έξαψη των ημερών, που ορισμένες γυρίζονταν από κολεκτίβες και χρησιμοποιούσαν ανεξάρτητα κυκλώματα διανομής. Στη δεκαετία του 1970, παλιότεροι και καθιερωμένοι σκηνοθέτες συνέχισαν να γυρίζουν σημαντικές ταινίες: ο Ρομπέρ Μπρεσόν ξεχώρισε με τα φιλμ Ο Λανσελότ της λίμνης (Lancelot du lac, 1974), Πιθανόν ο διάβολος (Le diable probablement, 1976) και Το χρήμα (L’ argent, 1983)· ο Αλέν Ρενέ με τα Σταβίσκι (Stavisky, 1974), Προβιντάνς (Ρrovidence, 1977), Ο θείος από την Αμερική (Μon oncle d’ Αmérique, 1980) και Η ζωή είναι ένα ρομάντσο (La vie est un roman, 1983)· και ο κωμικός Ζακ Τατί με το Ο κύριος Ιλό στο χάος της κυκλοφορίας (Τraffic, 1971).
Ο Κώστας Γαβράς έγινε διεθνώς γνωστός με το πολιτικό θρίλερ Ζ (1969) γύρω από την υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της ελληνικής Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, κερδίζοντας το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας και συνέχισε με την Ομολογία (L’ aveu, 1970) και την Κατάσταση πολιορκίας (Εtat de siège, 1973), πριν φτάσει στον Αγνοούμενο (Μissing, 1982) και τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών. Ο Λουί Μαλ ασχολήθηκε τόσο με αισθηματικές όσο και με πολιτικές ταινίες και με θρίλερ: Το φύσημα στην καρδιά (Le souffle au coeur, 1970), Επώνυμο Λακόμπ, όνομα Λισιέν (Lacombe Lucien, 1973), Ατλάντικ Σίτι (Αtlantic City, 1980, γυρισμένο στην Αμερική). Από τα ονόματα της νουβέλ βαγκ ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ εργάστηκε για ένα διάστημα με την ομάδα Τζίγκα Βέρτοφ και αργότερα καταπιάστηκε με διάφορες τεχνικές του βίντεο, πριν επιστρέψει στον παραδοσιακό κινηματογράφο, που υπονόμευε με τον δικό του τρόπο: Ο σώζων εαυτόν σωθήτω (Sauve qui peut la vie!, 1980), Πάθος (Ρassion, 1982), Όνομα Κάρμεν (Ρrènom Carmen, 1983) και Χαίρε Μαρία (Je vous salue Μaria, 1985), που θεωρήθηκε βλάσφημο από την Καθολική Εκκλησία. Ο Φρανσουά Τριφό συνέχισε τον δικό του δρόμο της έρευνας των αισθημάτων, με τα φιλμ Η αμερικάνικη νύχτα (La nuit américaine, 1973), Η ιστορία της Αντέλ Ουγκό (L’ histoire d’ Αdèle Η., 1975), Το τελευταίο μετρό (Le dernier métro, 1980) και Οπωσδήποτε την Κυριακή (Vivement dimanche, 1983), που ήταν και η τελευταία του ταινία. Ο Κλοντ Σαμπρόλ ξαναβρήκε τον παλιό καλό εαυτό του στις ταινίες Σε ζηλεύω (L’ enfer, 1993) και Η τελετή (La cérémonie, 1995), ενώ ο Κλοντ Λελούς γνώρισε την εμπορική επιτυχία με ταινίες όπως Ένας άντρας, μια γυναίκα (Un homme et une femme, 1966), Η περιπέτεια είναι περιπέτεια (L’ aventure c’ est l’ aventure, 1972), Μια ολόκληρη ζωή (Τoute une vie, 1974) και πιο πρόσφατα με την ταινία Οι άθλιοι (Les misérables, 1995).
Άλλοι σκηνοθέτες που παρήγαγαν σημαντικό έργο στην περίοδο αυτή ήταν ο Ζακ Ριβέτ, με τις ταινίες Η Σελίν και η Ζουλί πάνε βαρκάδα (Celine et Julie vont en bateau, 1974), Ο έρωτας κατά γης (L’ amour par terre, 1984) και, πιο πρόσφατα, Η ωραία καβγατζού (La belle noiseuse, 1991)· ο Ερίκ Ρομέρ με τη Μαρκησία της Ο (La marquise d’ Ο, 1976), τη Γυναίκα του αεροπόρου (La femme de l’ aviateur, 1981), τις Νύχτες με πανσέληνο (Les nuits de la pleine lune, 1984), την Πράσινη αχτίδα (Le rayon vert, 1986), τον Φίλο της φίλης μου (L’ amie de mon ami, 1987), τις Ιστορίες του χειμώνα (Conte d’ hiver, 1991) και τις Ιστορίες του καλοκαιριού (Cοnte d’ été, 1996)· ο Κλοντ Σοτέ με Τα γεγονότα της ζωής (Les choses de la vie, 1970), την Τροτέζα και τους διαρρήκτες (Μax et les ferraileurs, 1971), την Παλιοπαρέα (Vincent, François, Ρaul et les autres, 1975), το Μια απλή ιστορία (Une histoire simple, 1978), το Μια καρδιά τον χειμώνα (Un coeur un hiver, 1991), και το πιο πρόσφατο Η Νέλλυ και ο κύριος Αρνό (Νelly et monsieur Αrnaud, 1995)· ο Μπερτράν Ταβερνιέ με τις ταινίες Η γιορτή αρχίζει (Que la fête commence, 1975), Ο ανακριτής κι ο δολοφόνος (Le juge et l’ assassin, 1976), Μια Κυριακή στην εξοχή (Un dimanche à la campagne, 1984), Μεσάνυχτα και κάτι (Αutour de minuit, 1986), Η ζωή και τίποτ’ άλλο (La vie et rien d’ autre, 1989) και Το δόλωμα (L’ appat, 1994)· καθώς και η Ανιές Βαρντά: Η μία τραγουδά, η άλλη όχι (L’ une chante et l’ autre pas, 1973), Δίχως στέγη, δίχως νόμο (San toit ni loi, 1975), Κung-fu master (1987), Les cent et une nuits (1994) κ.ά.
Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 αναδείχθηκαν νέοι σκηνοθέτες, ορισμένοι επηρεασμένοι από το βίντεο-κλιπ και ένα είδος εντυπωσιακής καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν ο Ζαν-Ζακ Μπενέξ, με ταινίες όπως Ντίβα (Diva, 1980), Το φεγγάρι στον υπόνομο (La lune dans le caniveau, 1983), Μπέτυ Μπλου (3742 le matin, 1986), Η Ροζελίν και τα λιοντάρια (Roselyn et les lions, 1989)· ο Λικ Μπεσόν με τις ταινίες Μια νύχτα στον υπόγειο (Subway, 1985), Το απέραντο γαλάζιο (Le grand bleu, 1987), ταινία που γυρίστηκε στην Αμοργό και έκανε διάσημο το αιγαιοπελαγίτικο νησί στη Γ., και Νικίτα (Νikita, 1990). Άλλοι συνέχισαν να κάνουν καλλιτεχνικό κινηματογράφο, κληρονομιά εκείνου της νουβέλ βαγκ, αλλά και του ποιητικού ρεαλισμού της προπολεμικής περιόδου. Ο Αντρέ Τεσινέ με τις ταινίες Ραντεβού (Rendez-vous, 1984), Δεν φιλώ... στο στόμα (J’ embrasse pas, 1991), Η αγαπημένη μου εποχή (Μa saison préférée, 1992), Άγρια βλαστάρια (Les roseaux sauvages, 1994) και Les voleurs (1996)· ο Μπερτράν Μπλιέ, δημιουργός των Τώρα πια είμαι γυναίκα (Βeau-père, 1981), Βραδινό ένδυμα (Τenue de soirée, 1986), Πολύ όμορφη για σένα (Τrop belle pour toi, 1988) και Μerci la vie (1991)· ο Κλοντ Μιλέρ που έγινε γνωστός με τα φιλμ Η μικρή κλέφτρα (La petite voleuse, 1988), Η συνοδός (L’ accompagnatrice, 1992), Το χαμόγελο (Le sourire, 1994)· ο Πατρίς Λεκόντ με τα Ο κύριος Ι (Μonsieur Ηire, 1988), Ο εραστής της κομμώτριας (Le mari de la coiffeuse, 1990), Το άρωμα της Υβόνης (Le parfum d’ Υvonne, 1994)· ο Ερίκ Ροσάν (Ένας κόσμος δίχως οίκτο - Un monde san pitie, 1989)· ο Ζακ Οντιάρ (Κοίτα τους άντρες όταν πέφτουν - Regarde les hommes tomber, 1994, Un héros trop discret, 1996) κ.ά.Η ιστορική και πνευματική διαδρομή της Ευρώπης αντανακλάται στη γαλλική μουσική εμπειρία, που κυριαρχήθηκε στον πρώιμο Μεσαίωνα από το μονωδιακό γαλλικανικό μέλος. Η φθορά των λατινικών στις διάφορες καθομιλούμενες γλώσσες διαμόρφωσε μια προβηγκιανή μουσική, καθαρά μονωδιακή, που οδήγησε στις συνθέσεις των τροβαδούρων. Πρόκειται για τραγούδια που συνοδεύονταν συχνά από όργανα τα οποία με τη σειρά τους είχαν υποστεί την επίδραση των γρηγοριανών σχημάτων και ρυθμών. Το μουσικό αυτό νήμα –με τονισμένο τον λαϊκό χαρακτήρα– οδήγησε σε νέες φωνητικές και μουσικές μορφές όπως η μπαλάντα, το ροντό, το βιρελέ κ.ά. Μια πρώτη πολυφωνική δραστηριότητα που ανάγεται στον 10ο αι., μολονότι συνδέεται με την ανάπτυξη της λαϊκής γλώσσας, αποκορυφώθηκε –μετά τις μουσικές εμπειρίες του Λεονέν και του Περοτέν, πρωταγωνιστών του κινήματος της Αrs Αntiqua (12ος και 13ος αι.)– στην Αrs Νova του σημαντικότερου Γάλλου συνθέτη του 14ου αι., Γκιγιόμ ντε Μασό (1300-1377), προδρόμου της μεγάλης φλαμανδικής και γαλλο-φλαμανδικής άνθησης του 15ου αι.
Το ενσωματωμένο στην εθνική συνείδηση της γαλλικής κουλτούρας τραγούδι εκδηλώθηκε τον 16ο αι. με τον Κλεμάν Ζανεκέν (1485;-1560;), που θεωρείται από τους προδρόμους της περιγραφικής μουσικής. Γύρω στα τέλη του 16ου αι. αναδείχθηκε το τυπικό γαλλικό είδος της κωμικής όπερας (opéra comique).
Η διάδοση του ορθολογισμού συνέβαλε στη μορφική πλήρωση της μουσικής θεάτρου που βρήκε τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της στον Τζοβάνι Μπατίστα Λούλι (1632-1687) πρώτα και στον Ζαν-Φιλίπ Ραμό (1983-1764) έπειτα, τους μέγιστους εκφραστές του 17ου και 18ου αι. Ο Λούλι έπλασε ένα καινούργιο και πρωτότυπο είδος: τη μουσική τραγωδία. Ο Ραμό κωδικοποίησε τη μουσική τραγωδία και τη λυρική τέχνη σε σημείο τελειότητας. Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκαν σημαντικές σχολές κλαβεσέν. Στους ίδιους αιώνες –17ο και 18ο– το Παρίσι διαδραμάτισε ρόλο πρώτου μεγέθους στην ευρωπαϊκή μουσική ζωή και αναδείχθηκε σε υποχρεωτικό σταθμό στη σταδιοδρομία των μεγαλύτερων συνθετών της εποχής.
Στη Γ., ο μουσικός ρομαντισμός ακολούθησε μια διακύμανση του φανταστικού, που διαφάνηκε ιδιαίτερα στη δραστηριότητα του Εκτόρ Μπερλιόζ (1803-1869), του ιδρυτή της σύγχρονης ορχήστρας. Θα πρέπει όμως να έρθει το δεύτερο μισό του 19ου αι. για να διαφανεί μια αναγέννηση της κωμικής όπερας με τον Σαρλ Γκουνό (1818-1893), τον Ζορζ Μπιζέ (1838-1875), τον Καμίγ Σεν-Σανς (1835-1921), τον Λεό Ντελίμπ (1836-1891), τον Ζιλ Μασενέ (1842-1912) και τον Εμανουέλ Σαμπριέ (1841-1894). Ο Κλοντ Ντεμπισί (1862-1918) συνέβαλε ουσιαστικά στην ανάπτυξη της αρμονίας. Την ίδια εποχή, σημαντικό έργο δημιούργησαν ο Γκαμπριέλ Φορέ (1845-1924) και ο Μορίς Ραβέλ (1875-1937).
Σε μια πιο έντονα ανανεωτική θέση διαρθρώθηκε αργότερα η δράση της λεγόμενης Ομάδας των Έξι, με τους Νταριούς Μιλό (1892-1974), Αρτίρ Χόνεγκερ (1892-1955), Φρανσίς Πουλένκ (1899-1963), Λουί Ντιρέ, Ζορζ Ορίκ, Ζερμέν Ταγεφέρ, και της Εcole d’ Αrcueil, που ιδρύθηκε το 1923 από τον Ερίκ Σατί (1866-1925) μαζί με μουσικούς της νέας γενιάς. Ξεχωριστή θέση στην ανάπτυξη του γαλλικού μελοδράματος κατέχει ο Γκιστάβ Σαρπαντιέ (1860-1956) και στην ανάπτυξη της σύνθετης μουσικής κουλτούρας ο Αλμπέρ Ρουσέλ (1869-1937). Ο εξπρεσιονισμός, η δωδεκαφωνία, οι προσανατολισμοί της βιεννέζικης σχολής, η παρουσία του Ιγκόρ Στραβίνσκι, βρήκαν συνέχεια στη δραστηριότητα της Νέας Γαλλίας, κινήματος που οι μέγιστοι εκφραστές του υπήρξαν ο ιδρυτής του Ολιβιέ Μεσιάν (1908-1992) καθώς και οι Ντανιέλ Λεζίρ, Ιβ Μποντριέ, Αντρέ Ζολιβέ, Ζαν Φρανσέ και προπάντων ο Πιερ Μπουλέζ, που θεωρείται ο σημαντικότερος συνθέτης της νέας γαλλικής μουσικής πρωτοπορίας.
Σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη γαλλική ποπ μουσική, μεταπολεμικά ανέδειξε μεγάλες μορφές, όπως την Εντίθ Πιάφ, τον αρμενικής καταγωγής Σαρλ Αζναβούρ, τον Ζορζ Μουστακί, τον συνθέτη σάουντρακ Μορίς Ζαρ κ.ά. Όμως, η επικράτηση της αγγλο-αμερικανικής ποπ μουσικής δημιούργησε κρίση στο γαλλικό τραγούδι, που στη δεκαετία του 1960 αντιδρούσε άλλοτε με δουλική μίμηση (Τζόνι Χαλιντέι) και άλλοτε με αιρετική, υπονομευτική διάθεση (Σερζ Γκενσμπούργκ) απέναντι στο αγγλόφωνο τραγούδι. Την κρίση αυτή φάνηκε να ξεπερνά η γαλλική ποπ μουσική μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990, αφενός με την ανάπτυξη στο Παρίσι μιας εγχώριας και ισχυρής σκηνής μοντέρνας ηλεκτρονικής μουσικής, που κατάφερε να σημειώσει διεθνή επιτυχία (Daft Punk, Alex Gopher, Cassius, ο ελληνικής καταγωγής Dimitri from Paris) βασιζόμενη στη σχετική παράδοση της χώρας (Zαν-Μισέλ Ζαρ), αφετέρου με την πρωτότυπη σύζευξη στοιχείων από την παραδοσιακή γαλλική, τη σύγχρονη βορειοαμερικανική και αγγλική (π.χ. χιπ-χοπ και πανκ) και η μουσική των Βορειοαφρικανών μεταναστών (Αλγερία, Μαρόκο). Κυριότερος και πιο επιτυχημένος εκπρόσωπος της τελευταίας τάσης είναι ο Μανού Τσάο, ο οποίος αναδείχθηκε και σε τροβαδούρο ενός σύγχονου πολιτικοποιημένου κινήματος του 21ου αι.Το έργο του Καρτέσιου (Ρενέ Ντεκάρ, 1596-1650) κυριάρχησε στον αιώνα του, έως την εμφάνιση του Νεύτωνα. Έργο φιλοσοφικό που βρήκε στα μαθηματικά το πρότυπο των κανόνων συλλογισμού, επιβεβαίωσε την υπεροχή του πνεύματος και έθεσε τα θεμέλια του ορθολογισμού: Λόγος περί της μεθόδου (Discours de la méthode) και Στοχασμοί πρώτης φιλοσοφίας (Μeditationes de prima philosophia). Ο Καρτέσιος έβλεπε στην επιστήμη όχι τόσο μια θεωρία που ξεχωρίζει από την πράξη, κατά την έννοια του Αριστοτέλη και των σχολαστικών, αλλά ταυτόχρονα μια θεωρία και μια πρακτική που πρέπει να κάνουν τον άνθρωπο «άρχοντα και κύριο της φύσης». Υπήρξε ο πρώτος που εφάρμοσε την άλγεβρα στη γεωμετρία, εισάγοντας τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται σήμερα για την παράσταση των όρων μιας εξίσωσης. Το κοσμικό του σύστημα, στο οποίο παρουσιάζεται νεωτεριστής απέναντι στους αρχαίους, εμφανίζεται ως πρόβλημα μηχανικής.
Ενώ ο Καρτέσιος αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας απαγωγικής επιστήμης, ο Μπλεζ Πασκάλ (1623-1662) εμφανίστηκε ως πειραματιστής, που δυσπιστούσε απέναντι στις αρχές. Προικισμένος με μια εκπληκτική κλίση για τα μαθηματικά και τη φυσική, θεμελίωσε τον λογισμό των πιθανοτήτων και επινόησε την πρώτη υπολογιστική μηχανή. Εξέτασε το πρόβλημα του κενού, που η λύση του συνετέλεσε στην εφεύρεση του βαρομέτρου, και αποκάλυψε την ατμοσφαιρική πίεση. Ξαφνικά όμως, το 1654, αποφάσισε να απαρνηθεί τον κόσμο και καθετί «εκτός από τον Θεό».
Ο Καρτέσιος και ο Πασκάλ ενσαρκώνουν δύο πολύ διαφορετικά ρεύματα της γαλλικής πνευματικής παράδοσης: τον ορθολογισμό και τον υπαρξισμό. Στο επιστημονικό πεδίο εγκαινίασαν δύο συστήματα, συμπληρωματικά της νεότερης έρευνας, που όμως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος μπόρεσαν να συνδυάσουν: την προσφυγή στο a priori και τη χρησιμοποίηση της εμπειρίας.
Στους δύο αυτούς, που αποτελούν τις μεγαλύτερες μορφές, πρέπει να προσθέσουμε και τα ονόματα των πολυάριθμων μαθηματικών και φιλοσόφων, και ιδιαίτερα των Π. Φερμά (1601-1665), που επινόησε τον διαφορικό λογισμό, Ρομπερβάλ (1602-1675) και Μ. Μερσέν (1588-1648). Γύρω από τον τελευταίο συγκεντρώθηκε μια ομάδα μελετητών και φιλοσόφων που αποτέλεσαν την Παρισινή Ακαδημία. Άλλοι κύκλοι σχηματίστηκαν στο Παρίσι γύρω από τους αδελφούς Ντιπιί, τον πρίγκιπα Κοντέ και, τέλος, γύρω από τον Ντε Μονμόρ, εισηγητή στο συμβούλιο επικρατείας και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Το 1666, με πρωτοβουλία του Κολμπέρ, γεννήθηκε η Παρισινή Ακαδημία Επιστημών. Έτσι η επιστήμη θα είχε πλέον ένα συγκροτημένο κέντρο, που θα την εξυπηρετούσε. Η Ακαδημία προσέλκυσε ξένους επιστήμονες μεγάλης φήμης, όπως οι Χόιχενς, Λάιμπνιτς και Τσίρνχαους. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν τα μεγάλα ευρωπαϊκά αστεροσκοπεία. Το πρώτο από αυτά ήταν του Παρισιού (1672), που κατασκευάστηκε σε σχέδια του Κλοντ Περό. Και εκεί εκδηλώθηκε η ιδιοφυΐα του Κολμπέρ. Οι οδηγίες που έδωσε στον Περό για την κατασκευή του αστεροσκοπείου είχαν σκοπό να δημιουργήσουν όχι μόνο ένα οικοδόμημα για τις αστρονομικές έρευνες, αλλά και ένα μέρος στο οποίο φυσικοί, φυσιοδίφες και χημικοί θα μπορούσαν να εκτελούν τα πειράματά τους σε μεγάλα εργαστήρια. Οι ερευνητές, επαγγελματίες πλέον, απέκτησαν τότε και εξειδικευμένο Τύπο. Στις αρχές του 17ου αι., οι εφημερίδες είχαν διαδώσει στην Ευρώπη μερικές γενικές πληροφορίες, επιστημονικού περιεχομένου, αλλά καμιά από αυτές τις εφημερίδες δεν ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην επιστημονική έρευνα.
Στη Γ. εμφανίστηκε (5 Ιανουαρίου 1665) η πρώτη επιστημονική επιθεώρηση, η Journal des Savants.
Ο αιώνας του Διαφωτισμού είναι η περίοδος κατά την οποία η επιστήμη έκανε αποφασιστικά βήματα, πραγματοποιώντας τεράστια πρόοδο σε όλα τα πεδία. Το φιλοσοφικό πνεύμα, που βρήκε την πλήρη έκφρασή του στην Εγκυκλοπαίδεια, συμπίπτει με την ανάπτυξη και την επιτυχία της πειραματικής επιστήμης στη Γ. Ο αιώνας άνοιξε με το βιβλίο ενός οραματιστή. Στο έργο του Βασιλική Δεκάτη (Dime Royale), ο αξιωματικός του μηχανικού Σ. Βoμπάν (1633-1707) φαντάζεται μια κοινωνία ικανή να υπολογίζει και να προβλέπει την οικονομική της εξέλιξη. Κατά τα τέλη του αιώνα αυτού, ο Μ.Ζ.Α. Κοντορσέ (1741-1794), γραμματέας της Ακαδημίας Επιστημών, δημοσίευσε το έργο του Σχέδιο ενός ιστορικού πίνακα των προόδων του ανθρωπίνου πνεύματος (Εsquisse d’un tableau historique des progrès de l’esprit humain), στο οποίο εκφράζει όλη την πίστη της εποχής του για την ευεργετική δύναμη της επιστήμης.
Αλλά το σπουδαιότερο εγχείρημα ήταν η έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας, που ο υπότιτλός της, Ορθολογικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων (Dictionnairé raisonne des sciences, des arts et des métiers), δείχνει τη μεγάλη φιλοδοξία της: να καταγράψει και να περιλάβει το σύνολο όχι μόνο των επιστημονικών γνώσεων αλλά και των τεχνικών επιτευγμάτων. Υπό τη διεύθυνση του Ντιντερό και του μαθηματικού Ντ’ Αλαμπέρ, και με τη συνεργασία φιλοσόφων, τεχνικών και άλλων ειδικών, το μνημειώδες αυτό έργο δημιουργήθηκε μεταξύ των ετών 1751 και 1772 παρά τις μηχανορραφίες και τις διώξεις ακόμα και από τις δικαστικές αρχές. Τα 60.200 άρθρα που περιλαμβάνει, συνοδευμένα από θαυμάσιους εικονογραφημένους πίνακες, δεν ήταν προορισμένα μόνο να διδάξουν και να καταγράψουν την πρόοδο, αλλά και να συμβάλουν αποφασιστικά σε αυτήν.
Στο τέλος του αιώνα του Διαφωτισμού η γαλλική μαθηματική σχολή συγκέντρωσε αληθινές μεγαλοφυΐες και καθιέρωσε τη χρησιμοποίηση της γαλλικής γλώσσας από όλους τους μαθηματικούς της Ευρώπης. Ο Γκ. Λ. Λαγκράνζ (1736-1813) ξεχώρισε με το έργο του Αναλυτική μηχανική (Μécanique Αnalytique), τις εργασίες του επί των συναρτήσεων και τη θεωρία των εξισώσεων, ενώ ο Π.Σ. Λαπλάς (1749-1827) με τη συμβολή του στις αρχές, στις μεθόδους και στις εφαρμογές του λογισμού των πιθανοτήτων, καθώς και με τις κοσμογονικές υποθέσεις του, που εξέθεσε στο περίφημο έργο του Σύστημα του κόσμου (Système du Μonde). Οι ανακαλύψεις στο πεδίο του ηλεκτρισμού, όπου ο Σ.Φ. ντι Φε (1698-1739) έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο, οδήγησαν σε πολυάριθμες δοκιμές μετρήσεων. Ο Σ.Α. Κουλόμπ (1736-1806) καθόρισε τότε με ακρίβεια το ηλεκτρικό φορτίο ενός σώματος. Ένας από τους μεγαλύτερους φυσιοδίφες του 18ου αι. υπήρξε ο Ζ.Λ. Μπιφόν (1707-1788), ο οποίος στη μνημειώδη Φυσική Ιστορία του (Ηistoire Νaturelle) δέχεται την επίδραση του περιβάλλοντος, της διατροφής και της εξημέρωσης ως παραγόντων μεταμόρφωσης των ζώων. Ο Ρ.Α. Ρεομίρ (1683-1757), μαθηματικός και φυσιοδίφης, στράφηκε στην παρατήρηση των ζώων και των εντόμων, και δημοσίευσε έργα που ισχύουν ακόμα και σήμερα.
Κανένα όνομα δεν είναι περισσότερο συνδεδεμένο με τη γένεση μιας επιστήμης από αυτό του Α.Λ. Λαβουαζιέ (1743-1794). Με τη διορατικότητά του και την ακρίβεια των πειραμάτων του, ο Λαβουαζιέ έδωσε εξήγηση στις πατροπαράδοτες θεωρίες που απέδιδαν τις χημικές αντιδράσεις σε υποθετικές ουσίες (θεωρία του φλογιστού). Δεν είναι τόσο η ανακάλυψη του οξυγόνου (που πρέπει επίσης να αποδοθεί και στον Άγγλο Πρίστλεϊ) ή της σύνθεσης του νερού που έκανε το όνομα του Λαβουαζιέ περίφημο στην ιστορία των επιστημών όσο το γεγονός ότι όρισε τη χημεία ως ανεξάρτητο επιστημονικό κλάδο, βασισμένο στη χρήση του μέτρου και στη σύγχρονη έννοια του στοιχείου. Θύμα της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική επανάσταση (ήταν fermier général –ενοικιαστής των φόρων– γεγονός που τον καθιστούσε ύποπτο), ανέβηκε στη λαιμητόμο λίγες μέρες αφότου είχε καταρτίσει ένα πρόγραμμα εργασίας επί της ζυμώσεως, που έμελλε να συμβάλει στο έργο του Παστέρ, περίπου μισό αιώνα αργότερα.
Μπορεί η Γαλλική επανάσταση να αποκεφάλισε τον Λαβουαζιέ (καθώς και άλλους επιστήμονες, όπως τον Μπαγί και τον Κουζέν) και να έσπρωξε τον Κοντορσέ στην αυτοκτονία, κατάφερε όμως να φέρει την επιστημονική κοινότητα, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, κοντά στα μεγάλα γεγονότα της δημόσιας ζωής. Προσέφερε δε τη μεγαλύτερη υπηρεσία στη γαλλική επιστήμη, κυρίως στον τομέα της παιδείας. Το 1794 ιδρύθηκε η Πολυτεχνική Σχολή, με σκοπό να προσφέρει στους μηχανικούς μια γενική και βασική επιστημονική εκπαίδευση. Ανάμεσα σε εκείνους που αποφοίτησαν πρώτοι από τη σχολή, πολλοί έγιναν μεγάλοι επιστήμονες, όπως οι Μπιό, Πουανσό, Γκέι Λουσάκ, Ντιλόνγκ, Πονσελέ κ.ά. Η επιστήμη του 19ου αι. είχε πρωταγωνιστές κατά το μεγαλύτερο μέρος πρώην φοιτητές της Πολυτεχνικής Σχολής ή της Ανωτέρας Φυσικής Σχολής, που και αυτή ιδρύθηκε την ίδια εποχή: Καρνό, Κοσί, Φρενέλ, Αραγκό, Μπεκερέλ, Λε Βεριέ, Γκαλουά, Παστέρ, Πουανκαρέ. Επιπλέον, η επανάσταση, αλλά και ο Ναπολέων, αναμόρφωσαν την Ακαδημία Επιστημών, που έθεσε υπό την αιγίδα της όλες τις άλλες ακαδημίες.
Μαζί με τον θρίαμβο των μηχανών, του ατμού και του ηλεκτρισμού, ο 19ος υπήρξε ο αιώνας στον οποίο παρατηρήθηκε μια αληθινή λατρεία της επιστήμης, που γνώρισε συνεχή επέκταση σε όλους τους τομείς: μια επέκταση παράλληλη –μολονότι όχι ακόμα στενά συνδεδεμένη– με την πρόοδο των διαφόρων κλάδων της τεχνικής. Η ατμομηχανή πραγματοποιήθηκε πριν ακόμα ο Καρνό διατυπώσει την αρχή της θερμοδυναμικής, στην οποία στηρίχτηκε η κατασκευή των σύγχρονων κινητήρων. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος των μεγάλων επιστημονικών ανακαλύψεων –εκτός από εκείνες του Παστέρ ή του Κοχ στην ιατρική– δεν είχαν ακόμα βρει άμεσες εφαρμογές: χρειάστηκε να περάσει περίπου μισός αιώνας από τα πειράματα και τις θεωρίες του Φαραντέι για την πραγματοποίηση της δυναμομετρικής μηχανής. Η αρχή όμως είχε γίνει: επιστήμη και τεχνική έμαθαν να τροφοδοτούν η μία την άλλη.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του 19ου αι. ήταν το τέλος της μακροχρόνιας συμβίωσης επιστήμης και φιλοσοφίας. Η επιστήμη άρχισε να ξεφύγει από κάθε γενική έννοια και εξειδικεύεηκε όλο και σε περισσότερους και πιο σύνθετους κλάδους. Στη Γ., η στροφή αυτή μεταφράστηκε, πάντως, σε μια νέα φιλοσοφία: τον θετικισμό. Ο θετικός αιώνας του Ογκίστ Κοντ (1798-1857) διαδέχτηκε τον μεταφυσικό αιώνα: ήταν το τέλος κάθε απόλυτου και ο θρίαμβος του σχετικισμού. Δημιουργήθηκε έτσι μια φιλοσοφία διαμορφωμένη με βάση τις επιστήμες και τις επιστημονικές μεθόδους, που η ανάπτυξή τους οδήγησε σε απλά πρακτικά αποτελέσματα.
Η Γ. παρέμεινε σε όλο τον 19ο αι. ένα από τα κυριότερα κέντρα μαθηματικών σπουδών. Ο Εβαρίστ Γκαλουά με την ίδρυση της θεωρίας των ομάδων εμφανίστηκε ως ένας από τους πιο πρωτότυπους μαθηματικούς της εποχής του. Πρώην σπουδαστής της Πολυτεχνικής Σχολής, ο Ζ.Β. Πονσελέ (1788-1867) έγινε ο ιδρυτής της προβολικής γεωμετρίας. Ο Α.Λ. Κοσί (1789-1857), με τα συγγράμματά του για τη γεωμετρία και την ανάλυση, άσκησε μεγάλη επίδραση στην εφαρμογή της μαθηματικής ανάλυσης στην κυματική οπτική και στην αστρονομία. Στην πλειάδα των μαθηματικών που έκαναν διάσημη την Πολυτεχνική Σχολή, ο Ανρί Πουανκαρέ (1854-1912) υπήρξε από τους μεγαλύτερους.
Στη φυσική, ο Λ. Φουκό (1819-1868) απέδειξε την περιστροφή της Γης με μια σειρά πειραμάτων που πραγματοποίησε με τη βοήθεια εκκρεμούς. Ο Σ.Ντ. Πουασόν (1781-1840) θεμελίωσε την επιστήμη του μαγνητισμού. Η μελέτη των ηλεκτρικών ρευμάτων πραγματοποίησε τεράστιες προόδους χάρη στον Α. Αμπέρ (1775-1836). Με τον Λ. Γκέι Λουσάκ (1778-1850) έγινε δυνατό τελικά να κωδικοποιηθούν μερικές φυσικές ιδιότητες των αερίων, βάσει του νόμου της διαστολής. Όσο για το πρόβλημα της θερμότητας, όλος ο 19ος αι. διακρίνεται για την ανακάλυψη της δεύτερης αρχής της θερμοδυναμικής (η πρώτη είναι της διατήρησης της ενέργειας). Στο έργο του Σκέψεις για την κινητήρια δύναμη της φωτιάς, ο Σαντί Καρνό (1796-1832) αποκατέστησε για πρώτη φορά τον δεσμό θερμότητας και έργου.
Στις επιστήμες που αφορούν τη ζωή, ο Ζ.Μπ. Λαμάρκ (1744-1829) δημιούργησε τη μεταμορφική θεωρία, εξηγώντας την ποικιλία των ζωικών μορφών στις διάφορες γεωλογικές περιόδους, μέσω της κληρονομικότητας των επίκτητων χαρακτήρων, λόγω της επίδρασης του περιβάλλοντος, της διατροφής και της χρήσης των οργάνων. Ιδρυτής της συγκριτικής ανατομίας, ο Ζ.Λ. Κιβιέ (1769-1832) στήριξε το έργο του στην αρχή των οργανικών συσχετισμών, αντίθετα από τον Ι. Ζοφρουά Σεντ-Ιλέρ (1772-1844), για τον οποίο η συγκριτική ανατομία θα έπρεπε να θεμελιωθεί μάλλον στην αρχή των συναφειών.
Ο ίδιος ο όρος βιολογία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1802, μετά από ταυτόχρονη αλλά ανεξάρτητη χρήση του από τον Λαμάρκ στη Γ. και τον Τρεβιράνους στη Γερμανία. Όλο αυτό τον αιώνα σημειώθηκε η γένεση και η αλματώδης άνοδος πολλών νέων επιστημονικών κλάδων, που περιλαμβάνονται στον ορισμό της βιολογίας.
Ο Λουί Παστέρ (1822-1895), απόφοιτος της Ανωτέρας Φυσικής Σχολής, πραγματοποίησε έρευνες που επρόκειτο να στεφθούν με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον τομέα της χημείας και της κρυσταλλογραφίας, για να αφιερωθεί αργότερα στο πρόβλημα των ζυμώσεων και να φέρει σε φως τη δράση των ενζύμων και το φαινόμενο της αναεροβίωσης (της ζωής χωρίς αέρα). Πειραματιζόμενος σε ζώα, προκάλεσε επανάσταση στην ιατρική, γιατί έλυσε τα προβλήματα του βακίλου του άνθρακα και της χολέρας των πουλερικών. Το τελευταίο μεγάλο έργο του ήταν η ανακάλυψη του αντιλυσσικού ορού. Έρανος σε εθνική κλίμακα επέτρεψε την ίδρυση του Ινστιτούτου Παστέρ, στα εργαστήρια του οποίου φιλοξενήθηκαν γενιές ολόκληρες κορυφαίων ερευνητών.
Τον 19ο αι. εμφανίστηκε επίσης η επιστήμη της προϊστορίας. Τα ονόματα των Εντουάρ Λαρτέ (1801-1871), Γκαμπριέλ ντε Μορτιλέ (1821-1898) και Π.Μ. Μπουλ (1861-1942) συνδέονται με τις ανακαλύψεις πολυάριθμων ανθρώπινων απολιθωμάτων και ευρημάτων προϊστορικής τέχνης, η αρχαιολογική διαδοχή των οποίων προσδιορίστηκε με ακρίβεια και με ολοένα πιο ασφαλείς μεθόδους.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε να γίνεται παντού συνείδηση ο αποφασιστικός ρόλος της επιστήμης στην ανάπτυξη της κοινωνίας και στο μέλλον της ανθρωπότητας. Ο νεαρός φυσικός Πιερ Κιουρί (1859-1906), που είχε παντρευτεί μια Πολωνίδα φοιτήτρια, τη Μαρία Σκλοντόβσκα (1867-1934), τη συμβούλεψε να προσανατολιστεί στις μελέτες του, που αφορούσαν την ανακάλυψη ραδιενεργών ουσιών διαφορετικών από το ουράνιο.
Οι προσπάθειές τους είχαν ως αποτέλεσμα την ανακάλυψη, τον Ιούλιο του 1898, του πολωνίου και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου του ραδίου. Κανένας άλλος επιστήμονας δεν τιμήθηκε όπως η Μαρί Κιουρί (όπως ονομάστηκε η Σκλοντόβσκα μετά τον γάμο της με τον Πιερ Κιουρί): δύο βραβεία Νόμπελ για τη συμβολή της στην επιστήμη, ένα το 1903 μαζί με τον σύζυγό της και τον Μπεκερέλ στη φυσική και ένα το 1911 στη χημεία. Όλη η σύγχρονη φυσική αναπτύχθηκε από αυτές τις δύο θεμελιώδεις ανακαλύψεις. Στον τομέα αυτό σημαντικό υπήρξε και το έργο του Λουί ντε Μπρολί, στον οποίο οφείλεται η ιδέα της κυματικής μηχανικής (βραβείο Νόμπελ, 1929).
Στα μαθηματικά, η γαλλική σχολή δεν έπαψε ποτέ να προσφέρει τη συμβολή της στην εξέλιξη της επιστήμης. Η προσπάθεια της συγκέντρωσης των μαθηματικών γύρω από μερικές γενικές αρχές (αξιώματα) πήρε μορφή σε μια σειρά έργων μιας ομάδας μαθηματικών, Γάλλων κατά το μεγαλύτερο μέρος, που δημοσιεύτηκαν από το 1935 υπό το συλλογικό όνομα Νικολά Μπουρμπακί.
Στο φαινόμενο της παρακμής της Ευρώπης, ως πόλου έλξης των ερευνητών όλου του κόσμου, η Γ. δεν ξέφυγε από τον γενικό κανόνα και τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου το επιβεβαίωσαν ακόμα περισσότερο.
Εδώ και μερικά χρόνια όμως παρατηρήθηκε αισθητή βελτίωση σε ό,τι αφορά την ατομική ενέργεια και την εξερεύνηση του διαστήματος, καθώς η Γ. είναι και πάλι παρούσα σε όλους τους πρωτοποριακούς τομείς της έρευνας. Από τα αποτελέσματα που σημειώθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια μπορούμε να αναφέρουμε: στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας τις εργασίες επί των αντιδραστήρων φυσικού ουρανίου και τις έρευνες επί των αντιδραστήρων με ταχέα νετρόνια (ουδετερόνια), που υπόσχονται μεγαλύτερη χρησιμοποίηση της σχαστικής ενέργειας· στην ηλεκτρονική, τις εργασίες επί των λυχνιών, των ραντάρ, των συστημάτων τηλεπικοινωνιών, της έγχρωμης τηλεόρασης (σύστημα SΕCΑΜ)· στην αεροναυτική, τις εργασίες της ναυπήγησης μετά την επιτυχία της Καραβέλας, του υπερηχητικού αεροπλάνου Κονκόρντ (σε συνεργασία με την Αγγλία)· στην αστροναυτική, την κατασκευή δύο σειρών πυραύλων, ενός με στερεά και ενός με υγρά καύσιμα (Βερονίκ και Ντιαμάν) καθώς και τεχνητών δορυφόρων (Α1, FR1).
Η πρόοδος αυτή των τελευταίων ετών έγινε δυνατή προπάντων χάρη στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας της Γ. (Centre Νational de la Recherche Scientifique, CΝRS).Η ρωμαϊκή κατάκτηση της Γαλατίας, μολονότι είχε αμελητέες επιπτώσεις σε ό,τι αφορά τις φυλετικές μεταλλαγές, άφησε ωστόσο ανεξίτηλα ίχνη στη γλώσσα και στον πολιτισμό. Την πολιτιστική ενότητα που επέβαλε η ρωμαϊκή κυριαρχία στα εκτεταμένα γαλατικά εδάφη διέσπασε, έως ένα σημείο, η διείσδυση των γερμανικών λαών και ειδικά των Φράγκων. Η εισβολή των Φράγκων προσέφερε σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία, που βρέθηκαν αντιμέτωπα στα πρώτα χρόνια του Μεσαίωνα με τις ρωμαϊκές καταβολές, οι οποίες παρέμεναν ακόμα πεισματικά στον νότο (ένας ανταγωνισμός που επιζεί ακόμα και σήμερα, έστω και με αλλαγμένες μορφές, και αντανακλά μια διαφορά περιβάλλοντος, τρόπου ζωής και νοοτροπίας). Σε άλλες περιοχές, η διείσδυση και εγκατάσταση ομάδων από ξένους πληθυσμούς άφησε τοπικά τα ίχνη της (όπως στην περίπτωση των Βουργουνδών, στο λεκανοπέδιο του Ροδανού).
Σήμερα, οι ποικιλίες κατά περιοχές που προσφέρει το εθνογραφικό πανόραμα της Γ. παρουσιάζονται ως επιβίωση παραδόσεων προγενέστερων της ρωμαϊκής κατοχής και ακόμα ως παραδόσεις που ξεπήδησαν από τη μεσαιωνική εποχή, αποτελέσματα της συμβολής του πολιτισμού των Φράγκων. Στην περιοχή που προβάλλει στον Ατλαντικό, η χερσόνησος της Βρετάνης είναι ένας από τους πλουσιότερους τόπους σε παραδόσεις. Οι Βρετόνοι ψαράδες, παρατηρούσε ένας Γερμανός συγγραφέας του 19ου αι., «ζουν σαν μια μεγάλη οικογένεια, τέλεια μονιασμένοι. Οι άντρες αφιερώνονται στο ψάρεμα, οι γυναίκες δουλεύουν στα χωράφια, όλα τα σπίτια χτίζονται από κοινού. Κανείς δεν κλειδώνει την πόρτα του». Το κοινοτικό πνεύμα και η πατριαρχική οργάνωση της οικογένειας συμβαδίζουν στους Βρετόνους, με μια βαθιά θρησκευτικότητα, πλούσια σε τελετές και δημόσιες εκδηλώσεις, που πραγματοποιούνται στις εκκλησίες τους. Πλούσιες είναι οι ενδυμασίες που φοράνε και σήμερα οι γυναίκες, πιστές στις παραδόσεις. Στα άκρα της Βρετάνης υπάρχει ένας ξεχωριστός κόσμος, εργάτες της τύρφης και ψαράδες, οι οποίοι ζουν στις όχθες του Λίγηρα. Ο Σατομπριάν έχει περιγράψει υπέροχα τις μοναδικές συνήθειές τους, των περασμένων αιώνων.
Μια περιοχή πλούσια σε παραδόσεις είναι η περιοχή των Πυρηναίων, που κατοικείται από Βάσκους και παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με την περιοχή των Βάσκων της Ισπανίας. Το σπίτι, στις πιο αρχαϊκές του μορφές, παίρνει μια τυπική όψη, με ένα κεντρικό περιστύλιο που οδηγεί στον στάβλο, στην κουζίνα και στους κοιτώνες. Τα τελευταία χρόνια τα σπίτια κατασκευάζονται διώροφα. Η βασκική οικογένεια είναι αυστηρά πατριαρχική και έχει βαθιά συνοχή. Η ιδιοκτησία είναι οικογενειακή, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ισχύουν ακόμα κανόνες γειτονίας μέσα στο πλαίσιο του χωριού, που αποκαλύπτουν κοινοτικές επιβιώσεις. Η γυναίκα απαγορευόταν κάποτε να κάθεται στο τραπέζι του αρχηγού της οικογένειας και έπρεπε με κάθε τρόπο να αποφεύγει την εμφάνισή της μαζί με τον σύζυγο. Η μεταφορά της προίκας με κάρο, όπου ανάμεσα στα προικιά ξεχωρίζει η ρόκα, σύμβολο της οικιακής αρετής της νύφης, συνηθίζεται ακόμα και σήμερα. Γνώρισμα της ενδυμασίας των Βάσκων είναι κι εδώ ο μπερές· όμως, στη γαλλική ζώνη, οι άντρες τον φοράνε λίγο στραβά. Οι γυναίκες φοράνε στο κεφάλι μια άσπρη μαντίλα. Μέχρι πριν από λίγο καιρό ντύνονταν στα μαύρα, αλλά σήμερα φοράνε φούστες, μπλουζάκια και εσάρπες σε διάφορα χρώματα. Ισχυρό στους Βάσκους είναι το πάθος του χορού.
Πλούσια σε ξεχωριστές και πρωτότυπες παραδόσεις είναι η ορεινή περιοχή της Προβηγκίας, όπου τυπικοί χοροί είναι οι farandoles, που χορεύονται στα αλώνια γύρω από ένα αχυρένιο τέρας με μορφή βοδιού και με ανοιχτό στόμα. Σε ολόκληρη την Προβηγκία υπάρχουν ήθη και έθιμα μεσογειακά, αρχαϊκά, ποιμενικού χαρακτήρα.
Μια ιδιαίτερη περιοχή είναι η Καμάργκ, μέχρι πριν από λίγα χρόνια άγρια γη, περιοχή των ταύρων και των αλόγων. Η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου εδώ είναι τα βαφτίσια του ταύρου, όπου ο βοσκός αποτυπώνει πάνω στο ζώο τη σφραγίδα του ιδιοκτήτη. Όλος ο γαλλικός νότος αγαπά τις ταυρομαχίες, που άλλοτε συνηθίζονταν πολύ, ιδιαίτερα στην Προβηγκία και στο Λανγκτόκ, και διεξάγονται και σήμερα σε ορισμένες περίφημες αρένες, όπως στην Αρλ. Εδώ όμως, το θέαμα είναι λιγότερο σκληρό απ’ ό,τι στην Ισπανία, γιατί δεν σκοτώνουν τον ταύρο.
Στην Κορσική, συναντώνται ανθρώπινοι χαρακτήρες και παραδόσεις που μπορούν να θυμίσουν την Κρήτη, μολονότι εδώ το αρχαίο και πρωτόγονο στοιχείο είναι πιο ισχυρό και πιο υποβλητικό. Οι ρίζες της κορσικανικής παράδοσης είναι βασικά αγροτικές και ποιμενικές.
Γάμοι και κηδείες. Το κοινοτικό πνεύμα υπάρχει σχεδόν σε ολόκληρη τη γαλλική ύπαιθρο και απορρέει από παλιές παραδόσεις, που διατηρούνται σε έναν μάλλον κλειστό αγροτικό κόσμο. Στη Γ., πραγματικά, γεννήθηκαν οι πρώτες αγροτικές οικογενειακές κοινότητες, που οι βασικές αρχές τους ήταν η εξαφάνιση κάθε μορφής ατομικής ιδιοκτησίας και η άρνηση κάθε κληρονομιάς. Ακόμα και σήμερα, οι ευκαιρίες έκφρασης του κοινοτικού πνεύματος είναι πολλές. Έντονη είναι, λόγου χάρη, η τάση να γίνονται γάμοι ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν στην ίδια κοινότητα ή στο ίδιο χωριό και, ακόμα καλύτερα, αν είναι μέλη οικογενειών που ασκούν το ίδιο επάγγελμα. Σε πολλά χωριά οι γάμοι γίνονται και σήμερα με προξενιό που στέλνει ο γαμπρός στην οικογένεια της νύφης. Εντελώς εξαιρετικές είναι οι περιπτώσεις του Ουεσάν, όπου οι γυναίκες ζητούν το χέρι του άντρα, ή του νησιού Ις, όπου οι κοπέλες έχουν το δικαίωμα να διαλέξουν τον άντρα τους, αλλά μόνο στα δίσεκτα χρόνια.
Συχνά, ο γάμος γίνεται σύμφωνα με τα παλαιά τελετουργικά έθιμα σε πολλά μέρη της επαρχίας. Η τελετή ακολουθείται από το μεγάλο γαμήλιο τραπέζι, στο οποίο συμμετέχουν δεκάδες καλεσμένων. Τα έξοδα του τραπεζιού αυτού σπάνια θα μπορούσαν να τα αντέξουν, χωρίς σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, οι οικογένειες των νεονύμφων. Γι’ αυτό, κάθε καλεσμένος πληρώνει το μερίδιό του και σε ορισμένες περιπτώσεις όλο το χωριό συμβάλλει στα έξοδα: κάθε οικογένεια παραδίδει με τη μορφή είδους ή χρημάτων τη μικρή συμβολή της στο ζευγάρι, το οποίο με την ευκαιρία αυτή οργανώνει έναν πραγματικό έρανο.
Την ίδια ανάγκη, να κάνουν πιο επίσημη και πιο δημόσια κάθε τελετή που σχετίζεται με έναν σημαντικό σταθμό της ζωής του ανθρώπου, τη συναντούμε και σε στιγμές πένθους. Κάθε περιοχή –και συχνά κάθε χωριό μέσα στην ίδια περιοχή– έχει ένα περίπλοκο τελετουργικό για να τιμήσει επάξια τον θάνατο ενός ανθρώπου, αλλά υπάρχουν και ορισμένες σταθερές που ισχύουν για όλους. Πρώτον, η είδηση του θανάτου πρέπει να αναγγελθεί στον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Σταματάνε τα ρολόγια την ώρα που κάποιος έχει πεθάνει, οι καθρέφτες σκεπάζονται, τα κάδρα και τα πιατικά αναποδογυρίζονται. Στα χωράφια, όλα τα ζώα ειδοποιούνται για τον θάνατο του αφεντικού τους με ειδικούς ποιητικούς τύπους («Μικρά ζώα του καλού Θεού, ξυπνήστε, έγινε μια μεγάλη συμφορά, το αφεντικό σας πέθανε»). Δεύτερη πεποίθηση είναι η αντίληψη πως ο θάνατος είναι μόλυνση: σεβασμός λοιπόν του νεκρού, που πρέπει να τιμηθεί με όλους τους τρόπους και κυρίως με μια επίσημη κηδεία, αλλά είναι φανερό πως του προσφέρεται μονάχα το καλύτερο και πιο άνετο μέσο, για να φτάσει στο ραντεβού του με το υπερπέραν. Έτσι εξηγείται και η απέχθεια να αγγίξουν το μέσο ή τα ζώα που χρησιμεύουν για τη μεταφορά του νεκρού ή και η αποστροφή τους να κεντρίσουν το ζευγάρι τα βόδια ή τα άλογα, όταν αυτά στον δρόμο προς το νεκροταφείο σταματάνε για να τσιμπήσουν λίγο χορτάρι.
Γιορτές. Οι ημέρες του τρύγου γιορτάζονται ιδιαίτερα. Στα χωριά της Ιόν χορεύουν στους δρόμους και το βράδυ της τελευταίας ημέρας ετοιμάζεται ένα λουκούλειο γεύμα, όπου οι συνδαιτυμόνες παίρνουν απευθείας το κρασί από έναν κουβά, τοποθετημένο στο κέντρο του τραπεζιού. Στην Καμπανία, οι αμπελουργοί κερνάνε όλους με τα καλύτερα άσπρα τους κρασιά. Στην Αλσατία, οι κοπέλες που παίρνουν για πρώτη φορά μέρος στον τρύγο πρέπει να υποστούν ένα είδος βαπτίσματος, στίβοντας τα τσαμπιά των σταφυλιών στα μάγουλά τους. Στη Βουργουνδία, κάθε κέντρο χαιρετίζει τον τρύγο με μια δική του γιορτή, αλλά η πιο ξακουστή είναι αυτή που γίνεται στην Ντιζόν, τον Σεπτέμβριο.
Κάθε επαρχία έχει τις γιορτές της, κάθε πόλη έχει τις ιδιαίτερες επετείους της, αλλά η 14η Ιουλίου, επέτειος της κατάληψης της Βαστίλης, ισχύει για όλους και αυτή την ημέρα η Γ. ολόκληρη βγαίνει στους δρόμους, χορεύει και μεθάει στον εορτασμό εκείνου του μεγάλου μύθου, της ισότητας (l’ égalité), που μία φορά τον χρόνο φαίνεται πως γίνεται πραγματικότητα. Στην επέτειο αυτή, ολόκληρη η χώρα και προπαντός η πρωτεύουσα μεταμορφώνεται: οι δρόμοι γεμίζουν σημαίες, οι προσόψεις των σπιτιών στολίζονται, οι terrasses των καφενείων γίνονται πάλκα με πρόχειρες ορχήστρες και κάθε γωνιά σε όλες τις πλατείες γίνεται για μια στιγμή ένα σαλόνι της Δημοκρατίας, ανοιχτό για όλους.
Χειροτεχνία. Γενικά, μπορούμε να διακρίνουμε στη Γ. δύο μεγάλες μορφές χειροτεχνίας. Η πρώτη είναι στενά συνδεδεμένη με τις παραδόσεις, τις καθημερινές ανάγκες και το θρησκευτικό πνεύμα των αγροτικών πληθυσμών. Πρόκειται για χειροτεχνία που περιλαμβάνει εργαλεία δουλειάς, λαϊκή θρησκευτική τέχνη, γιορταστικές φορεσιές κ.ά. και η οποία ποικίλλει από τόπο σε τόπο. Η δεύτερη μορφή χειροτεχνίας είναι εκείνη που άνθησε κυρίως τον 17ο αι.: η μαγιόλικα και οι πορσελάνες, η χρυσοχοΐα, η επιπλοποιία, η ταπισερί, το μωσαϊκό αντιπροσωπεύουν τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις της. Ο καθένας από αυτούς τους κλάδους χειροτεχνίας έχει να παρουσιάσει περίφημα ονόματα καλλιτεχνών που έχουν συνδέσει τη φήμη τους με την αντίστοιχη πολλών μεγάλων ιστορικών προσώπων.
Η τέχνη της κεραμικής αναπτύχθηκε τον 16ο αι.: σπουδαίο ρόλο έπαιξε εκείνη την εποχή ο Μπερνάρ Παλισί. Τα rustiques figulines (πιάτα από τερακότα) βρίσκονται τώρα στα μουσεία του Λούβρου και του Κλινί, καθώς και στο μουσείο της βιομηχανίας πορσελάνης των Σεβρών. Τα μεγάλα ονόματα της μαγιόλικας στη Ρουέν είναι ο Ποτερά και ο Γκιλιμπό. Ο Λουί Ποτερά ανακάλυψε το μυστικό της κατασκευής μιας διαφανούς μαγιόλικας, αυθεντικής μαλακής πορσελάνης, γεγονός για το οποίο απέκτησε το προνόμιο να ιδρύσει σε οποιαδήποτε τοποθεσία του βασιλείου της Γ. εργοστάσιο πιατικών και αγγείων. Ο Γκιλιμπό φαίνεται να είναι εκείνος που εισήγαγε τη διακόσμηση κινεζικής έμπνευσης. Η πρώτη αυθεντική βιομηχανία μαλακής γαλλικής πορσελάνης ιδρύθηκε στο Σεν-Κλου το 1702 από την οικογένεια του Πιερ Σικανό. Οι φόρμες, επηρεασμένες από την αργυροχοΐα, έχουν σημαντική πρωτοτυπία και ομορφιά, με αυστηρή λιτότητα. Τα διακοσμητικά μοτίβα είναι συχνά γαλάζιου χρώματος σε λευκό φόντο, σε στιλ Λουδοβίκου ΙΔ’, αλλά ισχυρότατη υπήρξε επίσης η επίδραση των κινεζικών και ιαπωνικών δειγμάτων που τότε άρχιζαν να γίνονται γνωστά.
Στις αρχές του 18ου αι., κατά το πρότυπο της βιομηχανίας του Σεν-Κλου, το εργαστήριο της Λιλ, ιδρυμένο το 1711 από τον Μπ. Ντορέ και τον Π. Πελισιέ, και το ακόμα πιο περίφημο εργαστήριο του Σαντιγί, που λειτούργησε από το 1725 έως περίπου το 1800, και εκείνο του Μενεσί-Βιλρουά, που ιδρύθηκε το 1734 από τον Φ. Μπαρμπέν, εξακολούθησαν ακόμα και μετά τη διάδοση της φόρμουλας του Μπέτγκερ να παράγουν μαλακή πορσελάνη, παρότι ήταν πολύ εύθραυστη και ελάχιστα εύπλαστη. Χαρακτηριστικό της πρώτης παραγωγής του Σαντιγί έως το 1750 είναι ένα γαλακτώδες βερνίκι, απαλό και αδιαφανές, μοναδικό στην ιστορία της πορσελάνης.
Απεναντίας, στην ώριμη περίοδό της, η βιοτεχνία σαρώθηκε από το καλλιτεχνικό μονοπώλιο Βενσάν-Σεβρ. Κατά τα μέσα του 18ου αι. τα μεγάλα εργοστάσια πορσελάνης είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα της επιτυχίας τους. Η Εθνική Βιομηχανία Πορσελάνης των Σεβρών (κυριότερος ανταγωνιστής της γερμανικής Μάισεν και κυρίαρχος της ευρωπαϊκής στο δεύτερο μισό του 18ου αι.) ιδρύθηκε το 1738 στο Βενσάν από τον Ζιλ και τον Ρομπέρ Ντιμπουά, που είχαν έλθει από το Σαντιγί. Το 1741, ο Φ. Γκραβάν, ο οποίος είχε υποκλέψει το μυστικό από τους αδελφούς Ντιμπουά, συνέχισε τα πειράματά του και το 1745-47 εγκρίθηκαν τα πρώτα προστατευτικά μέτρα υπέρ του εργοστασίου του Βενσάν, που το 1756 μεταφέρθηκε στις Σέβρες. Το εργοστάσιο, που πήρε τον τίτλο Βασιλική Βιομηχανία, στην αρχή έκανε παραγωγή ανάγλυφων ανθών και πολύχρωμων γιρλαντών, τα οποία προορίζονταν να διακοσμούν με φινέτσα μπρούντζινα γλυπτά. Η εικοσαετία 1753-72 υπήρξε η περίοδος της μεγάλης καλλιτεχνικής και κοσμικής ηγεμονίας των Σεβρών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η παραγωγή έφτασε σε εξαιρετική τελειότητα στο πεδίο του υλικού και σε ασύγκριτη λεπτότητα στη διακόσμηση.
Η ταπισερί, μία από τις περισσότερο εκτιμώμενες τέχνες στη Γ., γνώρισε τη μεγαλύτερή της διάδοση τον 14ο και 15ο αι. έως έναν βαθμό χάρη και στις παραγγελίες της βασιλικής αυλής και της αυλής της Βουργουνδίας. Τα κυριότερα εργοστάσια βρίσκονταν τότε στο Παρίσι, στην Αράς, στη Βαλανσιέν και στη Λιλ. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος παρακμής κυρίως λόγω του Εκατονταετούς πολέμου, μετά την οποία τα σκήπτρα πήρε το εργοστάσιο του Τουρνέ. Αργότερα, από τον 17ο αι., η ταπισερί γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη χάρη στους Γκομπλέν, μια οικογένεια από τη Ρενς.
Ανάμεσα στις παραδόσεις της γαλλικής χειροτεχνίας ξεχωριστή θέση κατέχει η επιπλοποιία: μεγάλη φήμη απέκτησε στον τομέα αυτό ο Αντρέ-Σαρλ Μπουλ, λεπτουργός του Λουδοβίκου ΙΔ’. Με το στιλ του Λουδοβίκου ΙΕ’ οι φόρμες εξευγενίστηκαν. Την εποχή αυτή ξεχώρισε ο Ζορζ Ζακόμπ. Το 1750 άρχισε να διαδίδεται το στιλ Λουδοβίκου ΙΣΤ’, ο καλύτερος εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Ζαν-Ανρί Ρισνέρ, γερμανικής καταγωγής. Η μεγάλη παράδοση των Γάλλων επιπλοποιών διατηρήθηκε με ζήλο έως τις ημέρες μας. Δυστυχώς, όμως, πολλές παλαιές οικογένειες λειτουργών έχουν εκλείψει ή εγκατέλειψαν το επάγγελμα.
Περίφημοι ήταν επίσης οι παρισινοί χρυσοχόοι καθώς και οι χρυσοχόοι της Λιμόζ, του Μονπελιέ και της Τουλούζ. Επί Λουδοβίκου ΙΔ’ η χρυσοχοΐα άνθησε σε όλη της τη λαμπρότητα με τα θαύματα των Βερσαλιών: βάζα, κηροπήγια, κάτοπτρα κλπ.Οι γιορτές των Χριστουγέννων έχουν στη Γ. μια ξεχωριστή διάρκεια και τα πρόσωπα που γιορτάζονται είναι πολλά. Ο άγιος Νικόλαος είναι ο μεγάλος προστάτης της Λορένης, όπου τον παριστάνουν να συνοδεύεται από έναν βοηθό, τον Περ Φουετάρ που τιμωρεί τα άτακτα παιδιά. Ο Περ Νοέλ (αντίστοιχος με τον δικό μας Άι-Βασίλη) είναι η πιο σημαντική φυσιογνωμία των ημερών αυτών. Στο μεγαλύτερο μέρος, οι Γάλλοι τον γιορτάζουν περνώντας τη νύχτα της παραμονής και την επόμενη ημέρα μέσα στη θαλπωρή του σπιτιού τους, αλλά σε μερικές επαρχίες επιζούν ακόμα παλιά έθιμα τα οποία ασφαλώς προέρχονται από τις τελετές των πρωτόγονων πληθυσμών που κατοίκησαν τη Γαλατία. Μεγάλες φωτιές ανάβουν τη νύχτα στις κορυφές των λόφων και δεκάδες νέων τραγουδούν και χορεύουν γύρω από αυτές. Σε μερικά χωριά της Αλσατίας, ευλογούν τα μεγάλα κούτσουρα της βελανιδιάς πριν τους βάλουν φωτιά και ολόκληρες οικογένειες κάνουν μετάνοιες και προσεύχονται μπροστά τους, σαν να ήταν άγιες εικόνες. Πρόκειται ασφαλώς για επιβίωση μιας φετιχιστικής τελετής.
Περίφημη είναι και η fête-Dieu, η γιορτή των Αχράντων Μυστηρίων. Γιορτάζεται σε πολλούς τόπους, αν και η αποκορύφωση των εορτασμών συναντάται στην Εξ. Μεγάλη λαϊκή γιορτή είναι το καρναβάλι, που έχασε όμως κάθε δεσμό με την πιο παλαιά παράδοση και έχει μεταβληθεί σε μια εκδήλωση ουσιαστικά όμοια με το καρναβάλι άλλων ευρωπαϊκών λαών.Σήμερα, οι αυθεντικότεροι εκπρόσωποι της γαλλικής χειροτεχνίας είναι οι σχεδιαστές μόδας. Αυτοί, περισσότερο από κάθε άλλον, κατόρθωσαν να προσαρμοστούν στην εποχή μας. Μια άλλη δραστηριότητα που γνωρίζει επίσης μεγάλη άνθηση είναι η αρωματοποιία, που έχει μακραίωνη παράδοση. Η αρχαία και λεπτή τέχνη των αρωματοποιών έχει όμως μεταμορφωθεί σήμερα κι αυτή σε ακμάζουσα βιομηχανική δραστηριότητα.Η γαλλική κουζίνα διακρίνεται για τη μεγάλη ποικιλία της. Η ιστορία της δεν είναι και πολύ παλαιά. Με μοναδική εξαίρεση τα κρασιά που χρονολογούνται από την εποχή του Καρλομάγνου, οπότε και άρχισε η αμπελοκαλλιέργεια στη Γ., η αρχή της πραγματικής γαλλικής κουζίνας οφείλεται σε μια Ιταλίδα: την Αικατερίνη των Μεδίκων, που κατάφερε να επιβάλει στη Γ. πολλά από τα γαστριμαργικά ήθη της χώρας της. Η αφθονία όμως και η εκζήτηση των φαγητών του βασιλιά Ήλιου έχουν μείνει ονομαστές.
Η Γ. οφείλει τη δίκαιη φήμη της στο γεγονός ότι έχει δύο κουζίνες. Η πρώτη, ίδια για όλη τη χώρα, έχει τις ρίζες της στη μεγάλη κουζίνα (grande cuisine) του βασιλιά Ήλιου. Η δεύτερη, αποτελείται από τα τυπικά εδέσματα κάθε περιοχής της χώρας που συνοδεύονται από τα αντίστοιχα κρασιά. Το βασικό χαρακτηριστικό της υψηλής γαστρονομίας είναι κυρίως η επιμελημένη εκλογή των πρώτων υλών, οι οποίες είναι ακριβές αλλά όχι περίεργες: πολύ βοδινό, λίγο μοσχάρι, αξιόλογες ποσότητες αρνίσιου κρέατος, ελάχιστο χοιρινό και λιγότερα κοτόπουλα. Από τα ψάρια, θριαμβεύει η γλώσσα. Έπειτα έρχονται τα όστρακα, τα θαλασσινά και τα μεγάλα ψάρια σε φέτες. Εκτός από αυτά, στους Γάλλους αρέσει το κυνήγι και τα πρώιμα λαχανικά. Τα ζυμαρικά και το ρύζι τρώγονται μόνο ως γαρνιτούρα του κυρίως φαγητού. Τα φαβορί της γαλλικής κουζίνας είναι οι σάλτσες της που είναι πολυποίκιλες, αλλά κατάγονται όλες από τέσσερις βασικές σάλτσες: την ισπανική, τη βελουτέ, την μπεσαμέλ και τη σάλτσα ντομάτα. Μάταια θα ζητήσει ο επισκέπτης τη συνταγή: στη Γ., ο κανόνας λέει πως μπορεί κάποιος να ζητήσει τη συνταγή ενός φαγητού, αλλά όχι της σάλτσας που το συνοδεύει. Περισσότερο διαδεδομένα εδέσματα είναι το φουά γκρα αν μπριός (fois gras en brioche), κοτόπουλο σε γιουβετσάκια, κυνήγι και χέλια που υπάρχουν σε κάθε καλό εστιατόριο, γαρίδες ή καραβίδες ογκρατέν, χήνες και γαρίδες Ρότσιλντ (toast de crevettes Rotschild). Από τα ψάρια, ξεχωρίζουν η πέστροφα μους α λα Κονστάν Γκιγιό (truite mousse à la Constant Guillot) και μια σούπα με ψάρια και διάφορα θαλασσινά δεμένη με κρέμα γάλακτος και πλούσια σε πιπέρι και μπαχαρικά (marmite dieppoise).
Τα πράγματα αλλάζουν, αν πρόκειται για την άλλη κατηγορία φαγητών, αυτή που αντιστοιχεί στην περιφερειακή γαλλική μαγειρική. Στην περιοχή Ιλ ντε Φρανς, στην οποία περιλαμβάνεται και το Παρίσι, τα ωραιότερα πιάτα είναι το πατέ (pâté) από κορυδαλλό, τα μανιτάρια του Παρισιού (champignons de Ρaris) που προέρχονται από το Καριέρ-σου-Μπουά, το κοκοράκι αν πατέ, η δημοφιλής κρεμμυδόσουπα (soupe à l’ oignon), η αντρεκότ Μπερσί (entrecôte Βercy), κοτολέτα με σάλτσα βουτύρου σβησμένη με άσπρο κρασί. Σε όλα τα εστιατόρια του Παρισιού υπάρχει το chateaubriand aux pommes, δηλαδή φιλέτο με πατάτες τηγανιτές. Οι πατάτες αυτές, διάσημες πια, ονομάζονται σουφλέ (soufflés) και σερβιρίστηκαν για πρώτη φορά το 1857 σε ένα εστιατόριο στην ταράτσα του Σεν-Ζερμέν-αν-Λε. Η ανακάλυψή τους οφείλεται σε μια αναποδιά. Στα εγκαίνια της σιδηροδρομικής γραμμής Παρισιού – Σεν-Ζερμέν, οι καλεσμένοι στο επίσημο γεύμα είχαν καθυστερήσει, καθώς η τελετή διαρκούσε περισσότερο απ’ ό,τι είχε υπολογιστεί. Κάποια στιγμή, ο μάγειρας αναγκάστηκε να τραβήξει τις πατάτες από το τηγάνι, μια και είχαν κιόλας ψηθεί, και να τις ξαναρίξει αργότερα, όταν έφτασαν οι καλεσμένοι, για να τις ζεστάνει. Με μεγάλη του έκπληξη είδε τότε τις πατάτες να φουσκώνουν.
Στη Νορμανδία τρώγεται πολύ ο πατσάς, μαγειρεμένος με διάφορους τρόπους. Στο Χερβούργο είναι πασίγνωστοι οι μικροί αστακοί που τους ονομάζουν ντεμουαζέλ (η λέξη demoiselles σημαίνει δεσποινιδούλες), όπως διάσημες είναι και οι ομελέτες του Μον-Σεν-Μισέλ. Στην περιοχή αυτή υπάρχει μια ποικιλία από 21 διαφορετικά τυριά, ενώ για επιδόρπιο σερβίρονται επίσης μήλα ψητά στο φούρνο με σάλτσα μπεσαμέλ ή σκέτα, φλαμπέ, με κρέμα ή με λικέρ.
Η Βρετάνη είναι ο παράδεισος των ψαροφάγων και ένα κρασί άσπρο ξηρό, το Μισκαντέ (Μuscadet) συμπληρώνει απαραίτητα το φαγητό.
Στην Καμπανία, το κρασί –σήμα κατατεθέν τόσο της περιοχής αυτής όσο και της Γ. ολόκληρης– πίνεται είτε φυσικό είτε σαμπανιζέ, δηλαδή μετά από μια κατάλληλη επεξεργασία και ζυμώσεις με ειδικά ζαχαρούχα συστατικά. Η σαμπάνια προσφέρεται σε διάφορα είδη από το brut (πολύ ξηρό) μέχρι το γλυκό (πολύ γλυκό).
Η Βουργουνδία περηφανεύεται κι αυτή για την ποιότητα των άσπρων και κόκκινων κρασιών της, που είναι ίσως τα καλύτερα στον κόσμο και οπωσδήποτε τα πιο φημισμένα της Γ. Εκατόν σαράντα διαφορετικά πιάτα σερβίρονται στη Βουργουνδία. Τα τυριά της είναι και αυτά διάσημα, αλλά εκείνα της Ελεύθερης Κομητείας και του Ιούρα ακόμα περισσότερο. Πολύ διαδεδομένα είναι επίσης το φοντί (fondue) και το ραμεκέν (ramequin). Εθνικό φαγητό της Ελεύθερης Κομητείας είναι το γκοντ (gaude), μια σούπα από βραστό καλαμπόκι. Ψάρια με γαρνιτούρες διάφορες, κοτόπουλο φρικασέ, αγκινάρες γεμιστές, κρέμες, πουρές από κουνουπίδι, είναι τα κύρια πιάτα της πεδιάδας του Λίγηρα.
Η Ανγκουλέμη είναι η πατρίδα του κονιάκ που παρασκευάζεται από τα κρασιά της Σαράντ, τα οποία παλιώνουν και εξατμίζονται μέσα στα βαρέλια της Λιμουζέν: ακριβώς το ειδικό ξύλο αυτών των βαρελιών δίνει στο κονιάκ, που αρχικά είναι άσπρο, το χρυσαφί του χρώμα. Ονομαστά είναι επίσης και τα κρασιά του Μπορντελέ, όπου και η κουζίνα θεωρείται εξαιρετική. Στις χώρες των Βάσκων είναι αισθητή η επιρροή της ισπανικής κουζίνας με βαριά φαγητά και ξηρά και στυφά κρασιά. Στην κοιλάδα του Ροδανού, στη Λιόν, η απλότητα της κουζίνας έρχεται σε αντίθεση με την πολυτέλεια των εστιατορίων. Για το κρασί, αρκεί να αναφέρουν ένα όνομα: Μποζολέ (Βeaujolais). Στη Σαβοΐα η κουζίνα είναι απλή και υγιεινή, όπως και σε όλες τις αλπικές περιοχές. Πασίγνωστα είναι τα ογκρατέν του Δελφινάτου. Στην Κυανή Ακτή, έως τη Νίκαια, σερβίρονται φαγητά της δυτικής ιταλικής ακτής. Στην Προβηγκία σερβίρεται ένα θαυμάσιο πιάτο από αγριαγκινάρες με σάλτσα αντζούγιας και σκόρδο, καθώς και η γνωστή μπουγιαμπέσα (bouillabaisse). Στην Κορσική διάσημα είναι τα αλλαντικά και κυρίως το ζαμπόν που εκεί λέγεται πριτσούτου (prizzuttu).
Υπάρχουν επίσης ορισμένα τυπικά γαλλικά γλυκά, γνωστά σε όλο τον κόσμο, όπως για παράδειγμα η μους σοκολάτα, οι γλυκές κρέπες της Βρετάνης κ.ά. Τα πιο εύγευστα όμως είναι της Αλσατίας και της Λορένης.Υπάρχει μια μακραίωνη παρουσία Ελλήνων στη Γ., από την εποχή των αποικισμών του 6ου-5ου αι. π.Χ. Στα νεότερα χρόνια, ωστόσο, η Γ. και ιδιαίτερα το Παρίσι αποτελούσαν μόνιμο πόλο έλξης για τους Έλληνες λόγιους, καλλιτέχνες και επιστήμονες. Άλλωστε, τα μηνύματα της Γαλλικής επανάστασης, όπως αυτά μεταλαμπαδεύτηκαν από τον Αδαμάντιο Κοραή (που σπούδαζε τότε ιατρική στο Παρίσι), επέδρασαν αποφασιστικά στην κατεύθυνση της Ελληνικής Επανάστασης και των πρώτων συνταγμάτων της απελευθερωμένης Ελλάδας. Στον 20ό αι. κορυφαίοι καλλιτέχνες, διανοούμενοι και επιστήμονες (Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Πουλαντζάς, Ιάνης Ξενάκης, Κώστας Γαβράς κ.α.) επέλεξαν να ζήσουν στο Παρίσι και ορισμένοι μάλιστα πολιτογραφήθηκαν Γάλλοι. Δύο από τους κορυφαίους Έλληνες πολιτικούς του ίδιου αιώνα έζησαν εκεί αυτοεξόριστοι (Ελευθέριος Βενιζέλος, που πέθανε μάλιστα εκεί, και Κωνσταντίνος Καραμανλής). Τέλος, στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας (1967-74), στο Παρίσι εγκαταστάθηκαν πολλοί αντίπαλοι ή θύματα του καθεστώτο ς, όπου ανέπτυξαν έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα, συνεπικουρούμενοι από Γάλλους δημοκρατικούς. Σήμερα, στη Γ. ζούν 35.000 Έλληνες, σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων.
Στενάκι σε γαλλική επαρχιακή κωμόπολη.
Η ηρεμία και η γαλήνη χαρακτηρίζουν τα μικρά κέντρα της γαλλικής επαρχίας.
Η γαλλική κουζίνα σε συνυασμό με την ποικιλία κρασιών αποτελούν καλές προϋποθέσεις για τις εορταστικές εκδηλώσεις.
Ελληνική αφίσα που κυκλοφόρησε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, με σκοπό την αφύπνιση των Ευρωπαίων (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Η γαλλική πρωτεύουσα είναι ονομαστή επίσης για τα καφέ και τα μπιστρό της.
Στιγμιότυπο από τη γιορτή των λεμονιών στη Μαντόν της Γαλλίας.
Στιγμιότυπο από το καρναβάλι της Νίκαιας.
Μια παρέα νέων στο Κονφολάνς στη Σαράντ όπου οι παλιές τοπικές παραδόσεις διατηρούνται και σήμερα πολύ ζωντανές.
Καλλιτέχνης του δρόμου που ζωγραφίζει την εκκλησία της Παναγίας των Παρισίων.
Οι σύζυγοι Πιερ και Μαρί Κιουρί στο εργαστήριο, όπου πέτυχαν να απομονώσουν το ράδιο, ανοίγοντας τον δρόμο στη σύγχρονη φυσική.
Ο Λουί Παστέρ, ο ιδρυτής της σύγχρονης μικροβιολογίας.
Προσωπογραφία του Μπλεζ Πασκάλ, Γάλλου μαθηματικού, φυσικού και φιλοσόφου του 17ου αι.
Ο Λαβουαζιέ σε πίνακα του Μπροσάρ ντε Μπολιέ (Μουσείο Βερσαλιών).
Παρουσίαση των μελών της Ακαδημίας Επιστημών στον Λουδοβίκο ΙΔ’ το 1667, πίνακας φιλοτεχνημένος από τον Σαρλ Λε Μπρεν, με την ευκαιρία της θεμελίωσης του Αστεροσκοπείου των Παρισίων.
Η Όπερα του Παρισιού, που εγκαινιάστηκε το 1875, εξακολουθεί να είναι ένα από τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου (φωτ. Nat).
Σκίτσο του Πικάσο, που εικονίζει τον Ερίκ Σατί.
Ο Εκτόρ Μπερλιόζ σε προσωπογραφία του Κουρμπέ (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Μινιατούρα του Μαρτίνο ντι Φράντσια κατά τον 15ο αι., στην οποία απεικονίζονται δύο συνθέτες βουργουνδικής σχολής, ο Γκιγιόμ Ντιφέ και ο Ζιλ Μπενσουά (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Η Μπριζίτ Μπαρντό στη «Λεωφόρο των διαμαντιών» που γυρίστηκε από τον Ρ. Ενρικό το 1971. Η Μπαρντό αποτέλεσε κατά τη δεκαετία 1950-1960 το σύμβολο της μεταπολεμικής νεολαίας που η τάση της για απόλαυση δεν είχε πια ούτε ηθικούς ούτε κοινωνικούς φραγμούς.
Ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό στον «Δαίμονα της ενδεκάτης ώρας» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Ο Γκοντάρ δεν είναι μόνο ο πιο αντιπροσωπευτικός εκφραστής του γαλλικού κινηματογράφου, αλλά και ο πιο ελεύθερος, πρωτότυπος και προκλητικός κινηματογραφιστής μετά τον Μπερσόν.
Σκηνή από παράσταση του ιστορικού δράματος «Ο κορυδαλλός» (1953) του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ζαν Ανουίγ.
Μακέτα για το σκηνικό του έργου «Οι παντρεμένοι του Πύργου του Άιφελ» (1921). Οι πρωτοποριακές αντιλήψεις εκφράζονται με την αναζήτηση ιδιότυπων σκηνογραφικών ευρημάτων.
Μακέτα για το σκηνικό του έργου «Οι παντρεμένοι του Πύργου του Άιφελ» (1921). Οι πρωτοποριακές αντιλήψεις εκφράζονται με την αναζήτηση ιδιότυπων σκηνογραφικών ευρημάτων.
Σκηνή από το έργο «Γκασπάρ ο ψαράς» (1837) του Μπουσαρντί.
Σχέδιο του Ρώσου σκηνογράφου Αλεξάντρ Μπενουά για το μπαλέτο «Πετρούσκα». Στις αρχές του 20ού αι. άρχισε στη Γαλλία μια λαμπρή περίοδος για το μπαλέτο, χάρη στην επαφή του με το ρωσικό.
Σχέδιο του Αλφρέ Ζαρί για το πρόγραμμα του έργου «Ο βασιλιάς Ουμπού» (1896), πρώτο παράδειγμα πρωτοποριακού θεάτρου στη Γαλλία.
Παράσταση του θεατρικού έργου «Το μαρτύριο της Αγίας Απολλίνης», σε μικρογραφία του Zαv Φονκέ· άξιοι προσοχής είναι οι χώροι στους οποίους έχει χωριστεί ολόκληρη η θεατρική σκηνή.
Ο Μολιέρος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους δραματουργούς και ένας από τους κορυφαίους κωμωδιογράφους της παγκόσμιας σκηνής.
Ο Ζαν Ρασίν, πιο γνωστός ως Ρακίνας, ήταν ένας από τους κορυφαίους Γάλλους θεατρικούς συγγραφείς του 17ου αι.
Η Σάρα Μπερνάρ, η περίφημη Γαλλίδα ηθοποιός, συγγραφέας και δραματουργός, υπήρξε μία από τις ευφυέστερες και πιο εκκεντρικές προσωπικότητες του γαλλικού θεάτρου, στα τέλη του 19ου αι.
Το άγαλμα της Zαv ντ’ Αρκ από επιχρυσωμένο μπρούντζο, έργο του Εμμανουήλ Φρεμιέ, στην πλατεία των Πυραμίδων, στο Παρίσι.
«Οι αστοί του Καλέ», γλυπτό σε γύψο του Ογκίστ Ροντέν.
Το «Εσωτερικό» (1947) του Ανρί Ματίς, ενός από τους πιο πηγαίους Γάλλους καλλιτέχνες· η επίδρασή του ξεπέρασε τα γαλλικά σύνορα.
Ο πίνακας του Πολ Γκογκέν «Και το χρυσάφι του σώματός τους» είναι διάσημος για τη χρυσή αρμονία των δύο γυναικείων σωμάτων που η άγρια φύση στο βάθος βοηθά να ξεχωρίζουν με μια πλαστική επιμονή (Jeu de Paume, Παρίσι).
«Γυναίκες σε ένα εσωτερικό», έργο του Φερνάν Λεζέ. Η χρησιμοποίηση του μαύρου και του γκρίζου δίνει στη ζωγραφική του μια αξιόλογη διακο
«Προσωπογραφία του Αμπουάζ Βολάρ», έργο του Πολ Σεζάν (Petit Palais, Παρίσι).
«Χαρτοπαίκτες», έργο του Πολ Σεζάν (Jeu de Paume, Παρίσι).
«Ο Αδιάφορος», έργο του Αντουάν Βατό, ενός από τους μεγαλύτερους ζωγράφους ρωπογραφιών του 18ου αι. (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι· φωτ. Igda).
«Κορίτσια στο πιάνο», χαρακτηριστικό έργο του Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ, του επιφανέστερου εκπροσώπου του γαλλικού ιμπρεσιονισμού.
«Παλιάτσος», έργο του Ανρί ντε Τουλούζ-Λοτρέκ.
Tο «Αφιέρωμα», πίνακας του Φιλίπ ντε Σαμπέν (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Ο «Ζιλ», πίνακας του Αντουάν Βατό· μέσα από τα πρόσωπα της κομέντια ντελ’ άρτε ο σπουδαίος Γάλλος ζωγράφος έδωσε με απαλή και καλοπροαίρετη ειρωνεία την εικόνα του καιρού του και της σύγχρονής του κοινωνίας (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
«Ελιέζερ και Ρεβέκκα», πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Νικολά Πουσέν, ο οποίος επηρεάστηκε πολύ από τον ιταλικό κλασικισμό (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Λεπτομέρεια από την «Αποκάλυψη» της Ανζέ, ταπισερί του Νικολά Μπατάιγ.
«Οι Απόστολοι», λεπτομέρεια μιας τοιχογραφίας της εκκλησίας του Σεν Σαβέν σιρ Γκαρτάμπ.
«Η Πιετά της Αβινιόν», έργο που αποδίδεται σε κάποιον Ανγκεράν Σαροντόν. Η Αβινιόν, έδρα των παπών κατά τον 14ο αι., έγινε μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι· φωτ. Igda).
«Η τελευταία μετάληψη του αγίου Διονυσίου στη φυλακή και ο αποκεφαλισμός του». Το έργο άρχισε ο Ζαν Μαλουέλ και ολοκλήρωσε ο Ανρί Μπελεσόζ.
Η τοιχογραφία του «χορού του θανάτου» στην εκκλησία του Αγίου Ροβέρτου της Σεζ-Ντιέ.
Υαλογράφημα του καθεδρικού ναού της πόλης Σαρτρ, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα γοτθικού ρυθμού της Γαλλίας (φωτ. Nat’s).
Ο «Ιανουάριος», μικρογραφία του Πολ ντε Λεμπούρ (Λίμπουργκ) στο ευχολόγιο «Πολύ πλούσιες ώρες του δούκα ντε Μπερί».
Υαλογραφήματα της νότιας πλευράς του καθεδρικού ναού της Σαρτρ. Τα μεγάλα πολύχρωμα υαλογραφήματα, με δέσιμο από ορείχαλκο και σίδερο, είναι συνυφασμένα με το πνεύμα και τα νέα δομικά χαρακτηριστικά της γοτθικής αρχιτεκτονικής.
«Το φθινόπωρο», μικρογραφία του Πολ ντε Λεμπούρ από τις «Πολύ πλούσιες ώρες του δούκα ντε Μπερί» (Μουσείο Κοντέ, Σαντιγί).
Άποψη από ένα μοντέρνο κτίριο της «Πολιτιστικής Δημοκρατίας» στο Παρίσι.
Κιονόκρανο του καθεδρικού ναού της Ισουάρ.
Το Διεθνές Αραβικό Ινστιτούτο στο Παρίσι. Ο μοντέρνος αρχιτεκτονικός ρυθμός του προκάλεσε πολλά σχόλια.
Λεπτομέρεια από το περιστύλιο του σπιτιού του διευθυντή των αλυκών του Σο στην Αρκ-ε-Σενάν. Η τόλμη των αρχιτεκτονικών συλλήψεων του Κλοντ Νικολά Λεντού συνετέλεσε στην αποκατάσταση της τέχνης κατά την εποχή του Λουδοβίκου ΙΣΤ’.
Ο πύργος του Σαμπόρ, εμπνευσμένος από την αρχιτεκτονική της ιταλικής Αναγέννησης, είναι από τους περιφημότερους της Λουάρ· ευνοούμενη διαμονή των βασιλιάδων της Γαλλίας, χτίστηκε το 1519 με εντολή του Φραγκίσκου Α’, που φιλοξενούσε μεγάλους καλλιτέχνες (φωτ. Γαλλικού Τουρισμού).
Μία άποψη από το εσωτερικό των Βερσαλιών: το δωμάτιο των κρυστάλλων.
Tο Περίπτερο Σιλί ή του «Ωρολογίου» στη δυτική πρόσοψη του Λούβρου. Το κτίριο χτίστηκε από τον Λεμερσιέ το 1624 και είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό χάρη στις Καρυάτιδες που στολίζουν το επάνω μέρος του που είναι έργο του Ζακ Σαραζέν.
Άποψη από το εσωτερικό της πινακοθήκης των Βερσαλιών. Η κομψή και ορθολογιστική μεγαλοφυΐα των Γάλλων αρχιτεκτόνων και διακοσμητών της εποχής του Λουδοβίκου ΙΔ’ δίνει ένα δείγμα της λαμπρής πολυτέλειας στις Βερσαλίες.
Η βασιλική του Σεν Σερνέν στην Τουλούζ.
Το ανάκτορο των παπών στην Αβινιόν. Διακρίνονται δύο μέρη: το παλαιό ανάκτορο, πραγματικό φρούριο, που χτίστηκε με πρωτοβουλία του Βενέδικτου ΙΒ’ και το καινούργιο ανάκτορο, που χτίστηκε με πρωτοβουλία του Κλήμεντα ΣΤ’.
Το εσωτερικό του καθεδρικού ναού της Ρενς, που άρχισε να χτίζεται το 1211 και είναι ένα από τα αριστουργήματα της γαλλικής γοτθικής τέχνης.
Η μητρόπολη της Λαόν χτισμένη γύρω στο 1150.
Κατά μήκος του ποταμού Λίγηρα, στο γραφικό κομμάτι που εκτείνεται από την Ορλεάνη στην Ανζέ, χτίστηκαν κατά τον 15ο και 16ο αι. πολλοί πύργοι, οι οποίοι σήμερα αποτελούν περίφημο και θαυμαστό τουριστικό οδοιπορικό.
Περίπου 300 τοιχογραφίες ανακαλύφθηκαν σε σπήλαιο της περιοχής Βαλόν-Ποντ ντ’ Αρκ στη βόρεια Γαλλία το 1995 και θεωρούνται καλύτερες από αυτές της Αλταμίρα της Ισπανίας.
Ο «θεός του Εφινιέ», κελτικό αγαλματίδιο από πέτρα που θυμίζει τα «μενίρ» (Μουσείο Εθνικών Αρχαιοτήτων, Σεν Ζερμέν αν Λε).
Λεπτομέρεια μιας τοιχογραφίας του σπηλαίου της Λασκό.
Ο Γάλλος ποιητής Γκιγιόμ Απολινέρ και η «Μούσα» του, όπως τους είδε το καλλιτεχνικό δαιμόνιο του τελωνοφύλακα Ρουσό, που υπήρξε ένας από τους Παριζιάνους φίλους του ποιητή (Kunstmuseum, Βασιλεία).
Εξώφυλλο της επιθεώρησης «Μινώταυρος» (1937), από το οποίο διακρίνεται η μεγάλη επίδραση που άσκησε ο υπερρεαλισμός σε όλη τη λογοτεχνία της σύγχρονης Γαλλίας.
Ο Ζαν Πολ Σαρτρ υπήρξε από τους σημαντικότερους Γάλλους στοχαστές και συγγραφείς του 20ού αι. (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Ο Γάλλος ποιητής Πολ Βερλέν στο παρισινό καφέ-μπαρ «Francois Premier» το 1892, σε φωτογραφία της εποχής.
Προσωπογραφία του Βικτόρ Ουγκό, σπουδαιότερου εκπροσώπου του γαλλικού ρομαντισμού.
Ο Βολτέρος υπήρξε μία από τις κορυφαίες πνευματικές φυσιογνωμίες του 18ου αι. και από τους κύριους εκπροσώπους του Διαφωτισμού.
Ο Βολτέρος υπαγορεύει την αλληλογραφία του την ώρα που ντύνεται, σε πίνακα του Ιμπέρ (Μουσείο Καρναβαλέ, Παρίσι· φωτ. Nat).
Ο Μισέλ Εκέμ ντε Μοντένι σε προσωπογραφία φιλοτεχνημένη από άγνωστο καλλιτέχνη του 16ου αι. Μεγαλωμένος στο κλίμα της Αναγένννησης, ο Μοντένι έδωσε με τα «Δοκίμια» (Essais) μια αιχμηρή ανάλυση του ανθρώπου.
Το ταβάνι της βιβλιοθήκης του Μοντένι είναι διακοσμημένο με 54 ελληνικά και λατινικά αποφθέγματα.
«Μακάβριος χορός των γυναικών», χαρακτικό του 1491. Στα τέλη του Μεσαίωνα στη Γαλλία παρατηρούνται βαθιές πνευματικές αλλαγές.
«Η Αλεπού σκοτώνει τον Ιζανγκρέν», μικρογραφία από το «Μυθιστόρημα της Αλεπούς».
Προσωπογραφία του Φρανσουά Ραμπελέ, Γάλλου σατιρικού συγγραφέα, δημιουργού του αριστουργήματος «Γαργαντούας και Πανταγκρουέλ».
Γενική άποψη της συνόδου των μελών της Γερουσίας και της Εθνοσυνέλευσης της Γαλλίας για την αναθεώρηση του συντάγματος, στο ανάκτορο των Βερσαλιών (1995).
Ο Φρανσουά Μιτεράν χαιρετά τους οπαδούς του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Παρίσι, μετά την αποχώρησή του από το προεδρικό αξίωμα, τον Μάιο του 1995.
Στιγμιότυπο από συνεδρίαση στη γαλλική εθνοσυνέλευση.
30 Μαΐου 1968: Μετά από έναν μήνα ταραχών, ο Ντε Γκολ κάνει έκκληση στο έθνος και παίρνει τέλος η «Επανάσταση του Μαΐου».
Ο Σαρλ ντε Γκολ υπήρξε από τους τελευταίους μεγάλους Ευρωπαίους ηγέτες του 20ού αι.
Η ήττα των Γάλλων στο Ντιέν-Μπιέν-Φου, το 1954, κατά τον πόλεμο της Ινδοκίνας, αποδυνάμωσε τον ρόλο της ως αποικιακής δύναμης και αποτέλεσε την απαρχή μιας σειράς εθνικοαπελευθερωτικών εξεγέρσεων σε πολλές αποικίες της ανά τον κόσμο.
Ο Γαλλικός Μάης του ‘68 ήταν το πρώτο μαζικό νεολαίστικο κίνημα, και μάλιστα χωρίς συγκεκριμένες διεκδικήσεις, αφού το κύριο σύνθημα ήταν «η φαντασία στην εξουσία».
Η μάχη του Σεντάν σε χαλκογραφία της εποχής.
Σαρκοφάγος του στρατάρχη Φος, του διοικητή των δυνάμεων της Αντάντ, που τις οδήγησε στη νίκη κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (Μέγαρο των Απομάχων, Παρίσι).
Ο Ντε Γκολ μπαίνει στο Παρίσι μετά την απελευθέρωση· από το 1940 έως το 1945 ο Ντε Γκολ κατηύθυνε την αντίσταση των Γάλλων.
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης παραμένει ακόμα και σήμερα αντικείμενο των πιο αντίθετων κρίσεων των ιστορικών.
Η στέψη του Ναπολέοντα και της Ιωσηφίνας.
Πίνακας του Αντουάν Ζαν Γκρο στον οποίο απεικονίζεται ο Ναπολέων Βοναπάρτης στο πεδίο της μάχης του Άιλαου όπου νίκησε τους Ρώσους το 1807 (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Η καταστροφή των εμβλημάτων της μοναρχίας στο Παρίσι, κατά την «Εορτή της Ενότητας» στις 10 Αυγούστου 1793 (Μουσείο Καρναβαλέ, Παρίσι).
Προσωπογραφία του Γάλλου πολιτικού Ροβεσπιέρου, ο οποίος υπήρξε ηγετική μορφή της Γαλλικής επανάστασης.
Πίνακας του Λουί ντε Σιλβέστρ, που εικονίζει τον Λουδοβίκο IΔ’ (1638-1715) να υποδέχεται τον Φρειδερίκο Αύγουστο της Σαξονίας, μνηστήρα του πολωνικού θρόνου· δίπλα στον Λουδοβίκο είναι η «Παλατινή Πριγκίπισσα», (Μουσείο Βερσαλιών· φωτ. Igda).
Η είσοδος του Λουδοβίκου ΙΔ’ και της Μαρίας Θηρεσίας στο Αράς στις 3 Ιουλίου 1667 κατά τη διάρκεια του πολέμου της εκχώρησης. Πρόκειται για πίνακα φιλοτεχνημένο από τον Α.Φ. Βαν ντερ Μέλεν (Μουσείο Βερσαλιών).
Πίνακας του Σιμόν Μπερνάρ ντε Σεντ-Αντρέ που απεικονίζει τον Λουδοβίκο ΙΔ’ της Γαλλίας (δεξιά) να συναντά τον Φίλιππο Δ’ της Ισπανίας.
Ο διαμελισμός του Πολτρό ντε Μερέ (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Ο Ερρίκος Δ’ όταν στέφθηκε βασιλιάς της Γαλλίας γνώριζε πως η άνοδος στον θρόνο σήμαινε θανάσιμο κίνδυνο γι’ αυτόν.
Λα Ροσέλ: το οχυρό των ουγενότων που ο καρδινάλιος Ρισελιέ κυρίευσε το 1628 μετά από μακροχρόνια πολιορκία.
Ο καρδινάλιος Ρισελιέ, κορυφαίος Γάλλος πολιτικός του 17ου αι.
Η είσοδος του Καρόλου Ε’ στο Παρίσι, λίγο μετά την ανάρρησή του στον θρόνο τον Απρίλιο του 1364, έτσι όπως παρουσιάζεται σε μια μινιατούρα του Ζαν Φουκέ (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Η μάχη του Μαρινιάν σε ακουαρέλα του 16 ου αι. Χάρη στη μάχη αυτή ο Φραγκίσκος Α’, αφού νίκησε τα ελβετικά μισθοφορικά στρατεύματα του Μαξιμιλιανού των Αψβούργων, κατέλυσε το δουκάτο του Μιλάνου (Μουσείο Κοντέ, Σαντιγί).
«Η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» κατά τη διάρκεια της οποίας οι καθολικοί οπαδοί του δούκα της Γκιζ, επωφελούμενοι από το γεγονός ότι όλοι οι αρχηγοί των ουγενότων βρίσκονταν στο Παρίσι για τους γάμους του Ερρίκου των Βουρβόνων με τη Μαργαρίτα του Βαλουά, έσφαξαν χιλιάδες προτεστάντες μετά από διαταγή της Αικατερίνης των Μεδίκων. Λεπτομέρεια από πίνακα του Φρανσουά Ντιμπουά (Μουσείο, Λοζάνη).
Μικρογραφία του 15 ου αι. που απεικονίζει τον Λουδοβίκο Θ’ να επιβιβάζεται για τις σταυροφορίες.
Μικρογραφία από τα «Μεγάλα Χρονικά της Γαλλίας», όπου ο Καρλομάγνος τα Χριστούγεννα του 800 δέχεται το στέμμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα από τον πάπα Λέοντα Γ’ (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Ο Καρλομάγνος, πέρα από τις μεγάλες του βασιλικές αρετές, τιμάται ως μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες όλων των εποχών, που τον σέβονται και τον τιμούν ως «δικό τους» τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Γερμανοί.
Σύγκρουση Ρωμαίου ιππέα και Γαλάτη πεζού. Πρόκειται για λεπτομέρεια από σαρκοφάγο του 2ου αι. (Μουσείο των Θερμών, Ρώμη).
Η πίσω όψη του κέρματος του 1 ευρώ στη Γαλλία.
Στιγμιότυπο από την εκτόξευση του ευρωπαϊκού δορυφόρου «Ariane».
Ένα προϊόν της γαλλοαγγλικής αεροναυτικής βιομηχανίας είναι το «Κονκόρντ».
Η βιοτεχνία ενδυμάτων ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένη με Παρίσι· στη φωτογραφία, μοντέλο σε μια «κολεξιόν» του 1995.
Αγελαδοτροφείο με στάβλους διασκευασμένους για μηχανικό άρμεγμα.
Σύγχρονη μέθοδος άρδευσης αγροκαλλιέργειας.
Εσωτερική άποψη από μια αποθήκη σαμπάνιας στη Ρενς.
Αεροφωτογραφία του Εθνικού Ινστιτούτου Αγρονομίας της Γαλλίας.
Τα κρασιά της Βουργουνδίας είναι από τα καλύτερα σε ποιότητα που κυκλοφορούν στη διεθνή αγορά.
Η κτηνοτροφία είναι ανεπτυγμένη σε ολόκληρη τη Γαλλία.
Στιγμιότυπο από τη διαδικασία συγκομιδής των σταφυλιών, που εξαιτίας των ίδιων των συστημάτων καλλιέργειας, γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από τα ανθρώπινα χέρια.
Παραμονή και φύλαξη του κρασιού σε ειδικούς χώρους πριν την εμφιάλωση.
Η πρώτη φάση της κατεργασίας των σταφυλιών πραγματοποιείται συχνά με τις παραδοσιακές μεθόδους.
Εμφιάλωση κρασιών σε μικρή μονάδα.
Φωτογραφία του Κόλπου των Λεόντων στη Μεσόγειο από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Αύγουστο του 1989, από ύψος 313 χλμ. Στο νοτιοανατολικό άκρο διακρίνεται η Μασσαλία, ενώ ψηλότερα στο κέντρο φαίνεται η λίμνη Μπερ και δυτικά το λιμάνι του Ροδανού (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Ο πύργος του Άιφελ στο κέντρο του Παρισιού.
Η Μασσαλία είναι η δεύτερη, μετά το Παρίσι, πόλη της Γαλλίας και το λιμάνι της αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο εξωτερικού εμπορίου της χώρας.
Λαϊκή γιορτή στην πόλη Ομπερνέ της Αλσατίας, περιοχή με έντονο γερμανικό στοιχείο. .
Μερική άποψη της Λιόν.
Νεαρές ανθοπώλισσες της νότιας Γαλλίας.
Μερικοί τύποι Βάσκων σε ένα καφενείο της Σαρλά, σπουδαίας κτηνοτροφικής αγοράς.
Νεαροί κάτοικοι της Βρετάνης, με παραδοσιακές ενδυμασίες (φωτ. Γαλλικού Τουρισμού).
Πομπή εφίππων με παλιές προβηγκιανές φορεσιές (φωτ. Γαλλικού Τουρισμού).
Χωριό στην περιοχή της Αλσατίας.
Αμπελοκαλλιέργειες στο Βερζενέ.
Αμπελώνες στο Σεν Εμιλιόν.
Παραλία στη Βρετάνη.
Ο πύργος του Σενονσό, ένας από τους πιο επιβλητικούς πύργους του Λίγηρα, οι οποίοι, διατηρώντας αναλλοίωτη τη γοητεία τους, δέχονται σήμερα μεγάλο αριθμό τουριστών.
΄Αποψη του Ροδανού ποταμου στην περιοχή Ροδανού-Άλπεων της Γαλλιάς.
Το Cirque de Navacelles στη Λανγκντόκ, που αρχικά σκάφτηκε σε σχήμα μαιάνδρου (και εγκαταλείφθηκε αργότερα), στον ποταμό Βις, που κατεβαίνει από τον κεντρικό ορεινό όγκο.
Το ποτάμιο δίκτυο της Γαλλίας είναι από τα σημαντικότερα στην Ευρώπη.
Ο ποταμός Ντορντόν (Δορδόνης) στις εκβολές του, κοντά στην Ντομ της Περιγκόρ. Ο Ντορντόν, που πηγάζει από τον Κεντρικό Ορεινό Όγκο, διαρρέει από Α προς Δ τη ΝΔ Γαλλία και Β του Μπορντό ενώνεται με τον Γαρούνα και σχηματίζει τον μεγάλο ποταμόκολπο του Ζιρόντ (φωτ. Γαλλικού Τουρισμού).
Η Αλσατία είναι μία από τις εσωτερικές περιοχές της Γαλλίας που χαρακτηρίζονται από μεταβατικό κλίμα με όψεις κατά ένα μέρος ηπειρωτικές. Ένα παράδειγμα δείχνει το «μετεωρολογικό συμβάν»: ένα χιονισμένο τοπίο όπου καλλιεργούνται αμπέλια, κοντά στην Τιρκέμ.
Η λίμνη Βασιβιέρ έχει δημιουργηθεί με ένα φράγμα κατά μήκος ενός παραποτάμου του Βιέν και τροφοδοτεί έναν από τους πολλούς υδροηλεκτρικούς σταθμούς του νομού Κορέζ (φωτ. Igda).
Η δασώδης κοιλάδα του Λονζεμέ στα Βόσγια με την ομώνυμη παγετωνική λίμνη.
Ένα χαρακτηριστικό τοπίο της ορεινής επαρχιακής Γαλλίας.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας στο Ίντερνετ. Η νέα τεχνολογία αξιοποιείται για να παρουσιαστεί σε ολόκληρο τον κόσμο ο πλούτος που διαθέτει η Γαλλία.
Ο Σηκουάνας στο Παρίσι με το νησί του Αγίου Λουδοβίκου και το νησί της Σιτέ, όπου βρίσκεται ο καθεδρικός ναός της Παναγίας (φωτ. Γαλλικού Τουρισμού).
Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας των Παρισίων, ένα επιβλητικό αρχιτεκτονικό επίτευγμα γοτθικού ρυθμού.
Μια υποβλητική άποψη του πύργου του Άιφελ που υψώνεται περήφανα στο Πεδίο του Άρεως. Οικοδομήθηκε μέσα σε δύο χρόνια, από το 1887 έως το 1889 από τον μηχανικό Αλεξάντρ Άιφελ και έχει γίνει σύμβολο της γαλλικής πρωτεύουσας.
Φωτογραφία της μητροπολιτικής περιοχής του Παρισιού από δορυφόρο της NAΣA τον Σεπτέμβριο του 1992, από ύψος 320 χλμ. Τα σκούρα σημεία στο κέντρο της φωτογραφίας είναι πάρκα ενώ περιμετρικά πρόκειται για δάση της περιαστικής περιοχής (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Άποψη της Λούρδης, τόπου προσκυνήματος των Καθολικών, στους πρόποδες της οροσειράς των Πυρηναίων, που χωρίζουν τη Γαλλία από την Ισπανία.
Μερική άποψη του Παρισιού. Στο βάθος διακρίνεται ο πύργος του Άιφελ.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ. χλμ. Πληθυσμός: 58.518.748 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)
Η επιστημονική έρευνα στη Γαλλία είναι προσανατολισμένη και στην ανάπτυξη της ατομικής ενέργειας. Στιγμιότυπο από την εγκατάσταση του Σινόν σε απόσταση περίπου 50 χλμ. από την πόλη Τουρ.
Καρολίγγειος ηγεμόνας ανάμεσα σε δύο εκκλησιαστικούς αξιωματούχους σε μινιατούρα του 9ου αι. Δεν είναι βέβαιο αν ο εικονιζόμενος άρχοντας είναι ο Πιπίνος ο Βραχύς ή ο Λοθάριος.
Ηθοποιοί και τύποι του γαλλικού και ιταλικού θεάτρου, σε έναν πίνακα του 1670: πρώτος αριστερά, εικονίζεται ο Μολιέρος και πρώτος δεξιά, ο Τιμπέριο Φιορίλι, μεταμφιεσμένος σε Σκαραμούς.
Σκηνή από την ταινία «Ζιλ και Τζιμ» (1961) του Φρανσουά Τριφό, σκηνοθέτη του γαλλικού «νέου κύματος», με τη Ζαν Μορό.
Σκηνή από την ταινία «Ζούντεξ» (1916-18), που υπήρξε μία από τις δημοφιλέστερες ταινίες του σκηνοθέτη Φεγιάντ.
Σκηνή από την ταινία «Μεγάλη αυταπάτη» (1937) του Ζαν Ρενουάρ.
Dictionary of Greek. 2013.